Του Βασίλη Βούδη,
Η στυγνή αναφορά σε ένα τόσο σπουδαίο έργο δε θα μπορούσε παρά να καταλήξει σε αποτυχία. Η εισαγωγή στη ζωή του Σωκράτη και στις φιλοσοφικές θέσεις τις οποίες πρέσβευε αποτελούν ένα αρμονικό σύμπλεγμα που θα λειτουργήσει ως νοηματικός κλειδοκράτωρ, προκειμένου «να ξεκλειδώσουμε» το βαθύτερο νόημα των στοχασμών του μεγάλου φιλοσόφου.
Αρχικά, ο Σωκράτης γεννήθηκε το 469 π.Χ. στον Δήμο Αλωπεκής. Πατέρας του ήταν ο Σωφρονίσκος, που εξασκούσε το επάγγελμα της γλυπτικής ή της λιθοξοΐας, ενώ μητέρα του ήταν η μαία Φαιναρέτη. Παντρεύτηκε την Ξανθίππη και απέκτησε μαζί της τρία τέκνα. Η Ξανθίππη έχει καθιερωθεί στην ανεκδοτολογική παράδοση ως η χειρίστη των συζύγων, σε σημείο που οι φίλοι και οι γνωστοί του Σωκράτη απορούσαν πώς μπορούσε και συμβίωνε μαζί της. Ο ίδιος απαντούσε πως αν άντεχε τις δυσκολίες αυτού του έγγαμου βίου, θα μπορούσε να υποστεί τα πάντα.
Οι πνευματικές του επαφές συνδέονται με τον κύκλο του Περικλέους. Έχει διατυπωθεί και η άποψη πως ήλθε σε επαφή με τις θέσεις του Αναξαγόρα και τις αρχές φυσικού τύπου (φυσική φιλοσοφία). Οι σχέσεις του με την πολιτική διακρίνονται για την έλλειψη φιλοδοξίας ως προς την ανάληψη σημαντικών δημοσίων αξιωμάτων. Βέβαια, όσες φόρες κλήθηκε να υπηρετήσει σε ορισμένες δημόσιες υποθέσεις της πόλης, έπραξε το ηθικό του χρέος προς την Πολιτεία, με πλήρες αίσθημα υπευθυνότητας και αξιοκρατίας. Άλλωστε, ο ίδιος ποτέ δεν εγκατέλειψε την Αθήνα, παρά μόνο κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, όπου υπηρέτησε ως οπλίτης στην Εκστρατεία της Αμφίπολης, το 422 π. Χ.
Όσον αφορά τις φιλοσοφικές του θέσεις, για τον Σωκράτη τα όρια μεταξύ της Φιλοσοφίας και ανθρώπινου βίου είναι ανύπαρκτα. Υποστήριζε πως ο φιλοσοφικός στοχασμός είναι το κλειδί, προκειμένου να κατορθώσουμε να ζήσουμε όπως αρμόζει στην ανθρώπινη φύση. Άλλωστε, ο ίδιος αποτελεί περίτρανο παράδειγμα αυτής της αρχής. Ας εξετάσουμε τώρα ποιοι ήταν οι ρηξικέλευθοι άξονες των πεποιθήσεών του.
Ο Σωκράτης εναντιώνονταν στη σχετικιστική προσέγγιση της Ηθικής Φιλοσοφίας, την οποία υποστήριζαν οι Σοφιστές. Η αντικειμενικότητα που διατρέχει τον Ηθικό Ιντελεκτουαλισμό συνιστά ακρογωνιαίο λίθο της Φιλοσοφίας του. Με λίγα λόγια, υποστήριζε πως υπάρχουν καθολικές αξίες, βάσει των οποίων οφείλουμε να ρυθμίζουμε τον ανθρώπινο βίο, υπακούοντας στις αρχές της Ηθικής Νοησιαρχίας. Έπειτα, οι Σοφιστές διατείνονταν πως η Φιλοσοφία επίκειται πάνω σε ζητήματα πρακτικής φύσεως. Αντιθέτως, ο πνευματικός τους αντίπαλος υποστήριζε πως ο διαχωρισμός Φιλοσοφίας–καθημερινού βίου αποτελεί τραγικό ολίσθημα, καθώς η επιστήμη αυτή εντοπίζεται σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής.
Αποπερατώνοντας την παράθεση των κεντρικών σημείων της ζωής και του φιλοσοφικού συστήματος του Σωκράτη, οφείλουμε να προβούμε στη συνοπτική ανάλυση του έργου μας. Κρίνεται σκόπιμο να εξετάσουμε την ειδολογική κατάταξη του έργου. Η Απολογία Σωκράτους αποτελεί ένα μεμονωμένο έργο, το οποίο δεν παρουσιάζεται με τη διαλογική μορφή της πλειονότητας των έργων του Πλάτωνα. Αντιθέτως, ο συνεχής μονόλογος του Σωκράτη αποτελεί ένα σπάνιο, ίσως και το μοναδικό, γνώρισμα εντός του πλατωνικού Corpus. Όσον αφορά τη χρονολογική του τοποθέτηση, εντάσσεται στην πρώτη από τις τρεις κατηγορίες της κατάτμησης του έργου του, δηλαδή την πρώιμη (στη Φιλοσοφία έχει καθιερωθεί με τον όρο «Σωκρατικοί διάλογοι»).
Αρχικά, ο Σωκράτης προβαίνει σε μια σύντομη εισαγωγή σχετικά με τις ομάδες των κατηγόρων. Υποστηρίζει πως το στρατόπεδό τους διαιρούνταν στους παλαιόθεν, που του επέρριπταν ευθύνες, επειδή απεδείκνυε τη ρηχότητα των φιλοσοφικών τους θέσεων, και στους νυν, οι οποίοι τον κατηγορούσαν για αθεΐα και διαφθορά των νέων. Ωστόσο, πρέπει να τονιστεί πως στις παραγράφους αυτές περιορίζεται στην αναλυτική παρουσίαση των πρώτων, ενώ μας προϊδεάζει για την εκτενή αφήγηση των δεύτερων, που θα ακολουθήσει. Σε αυτό το σημείο, αξίζει να σημειωθεί πως ο Σωκράτης ακουσίως ξεσκέπαζε τη δοκησισοφία των διανοούμενων, καθώς πρωταρχικός του στόχος ήταν να συναγωνιστεί μαζί τους, προκειμένου να διαψεύσει τον χρησμό της Πυθίας, σύμφωνα με τον οποίο ο ίδιος ήταν ο σοφότερος των ανθρώπων.
Στη συνέχεια, ο Σωκράτης κατηγορεί τους κατηγόρους του, Άνυτο, Μέλητο και Λύκωνα, πως η «γραφή» για ασέβεια κατά των θεών αποτελεί ανυπόστατη κατηγορία, καθώς ο ίδιος υπηρετεί το έργο τους. Δηλαδή, σκοπός του είναι να αποδεικνύει τη διανοητική πλάνη των ανθρώπων και να τους κατευθύνει στη συνεχή φιλοσοφική αναζήτηση, προκείμενου να μπορέσουν να προσεγγίσουν τη λάμψη του αγαθού.
Ο Σωκράτης υποστηρίζει, μάλιστα, πως η πίστη του στις ηθικές αξίες δεν κλονίστηκε ποτέ, υπερασπιζόμενος πάντοτε τα θεία πράγματα ανεξαρτήτως συνεπειών, παραθέτοντας διάφορα παραδείγματα. Αρχικά, παραθέτει τη δική των δέκα στρατηγών, οι οποίοι δεν περισυνέλλεξαν τους ναυαγούς των Αργινουσών. Εξηγεί πως ήταν ο μοναδικός που τέθηκε κατά της εσχάτης των ποινών και πως το δίκαιο ήταν να αποδώσουν δικαιοσύνη βάσει της νομοθεσίας. Επίσης, υποστηρίζει πως, ακόμη και αυτή τη στιγμή, με κίνδυνο τη θανατική του καταδίκη, οφείλει να πράξει ορθώς, υπακούοντας στις θείες επιταγές. Έπειτα, αποκρούει τη δεύτερη κατηγορία περί διαφθοράς των νέων. Σε πρώτη φάση, εξαπολύει επίθεση κατά του Μελήτου, υποστηρίζοντας πως ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε για τη διαπαιδαγώγηση των νεαρών Αθηναίων, ενώ, στη συνέχεια, υπερασπίζεται την ορθή εκ μέρους του ηθική διαπαιδαγώγηση των νέων. Η υπεράσπιση αυτή βασίζεται πάνω σε δύο βασικά σημεία. Πρώτον, αν η διαπαιδαγώγηση των νέων ήταν ορθή, δε θα κλονίζονταν ούτε θα παρατηρούνταν φαινόμενα ηθικής ακολασίας. Δεύτερον, αν ο ίδιος διακήρυσσε ανοσιουργήματα, οι μαθητές του, οι συγγενείς τους και γενικότερα, ο κοινωνικός τους περίγυρος θα εξαπέλυαν τα βέλη τους εναντίον του.
Σίγουρα, η ψυχική ακεραιότητα του Σωκράτη και η πιστή του προσήλωση στις αρχές διαφαίνεται μέσω της τυφλής υποταγής στον νόμο, απουσία κάποιου ψήγματος παρέκκλισης. Ειδικότερα, υποστηρίζει πως η ρητορικώς έντεχνη παρουσίαση των γεγονότων και η επίκληση του θυμικού μέρους της ψυχής των δικαστών θα απεμπολούσε την αξιοπρέπειά του και θα σήμαινε την καταπάτηση των αρχών του. Σημειώνει δε πως η κρίση του είναι απολύτως σωστή, καθώς το θεϊκό δαιμόνιο (ο επί της γης ηθικός οδηγός του Σωκράτη) θα τον απέτρεπε να μιλήσει με αυτόν τον τρόπο, υποδεικνύοντάς του πως σφάλλει. Από την άλλη, η κολακεία κατά των δικαστών θα αποτελούσε ηθικό σφάλμα. Τέλος, τονίζει πως δεν πρέπει να καταδικαστεί σε θάνατο, αλλά θα έπρεπε να του χορηγηθεί δωρεάν σίτιση στο «Πρυτανείο». Ο Σωκράτης όχι μόνο δεν εξευμενίζει τη διάθεση των δικαστών, αλλά έρχεται και σε μετωπική σύγκρουση μαζί τους.
Τέλος, υπενθυμίζει στους δικαστές πως ο θάνατός του δεν αποτελεί την καταδίκη του, αλλά την απελευθέρωση της ψυχής από την υλική υπόσταση του σώματος. Αντιθέτως, η επιλογή των δικαστών να καταδικάσουν τον μεγαλύτερο φιλόσοφο των εποχών ή αλλιώς τον επίγειο βοηθό του Θεού, συνιστά ακραίο σφάλμα. Μετά τον λόγο του, μεταφέρεται στο δεσμωτήριο με τη συνοδεία των μαθητών του.
Ωστόσο, ένας από τους πιστότερους μαθητές του, ο Φαίδων, κατειλημμένος από έντονη λύπη για την άδικη θανατική καταδίκη του αγαπημένου του δασκάλου, προβαίνει σε μια συζήτηση με τον Σωκράτη, καθώς εκπλήσσεται με την ψυχική ηρεμία που τον διακατέχει, ενώ πρόκειται να θανατωθεί. Ουσιαστικά, η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από την πεποίθηση του Σωκράτη που πρεσβεύει πως ο θάνατος αποτελεί όχι το πρόσκομμα, αλλά το μέσο, προκειμένου η ψυχή να απελευθερωθεί από το σώμα και να ακολουθήσει τον δικό της αιώνιο σκοπό, δηλαδή την αναζήτηση της αλήθειας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Κοπιδάκης, Μ. Ζ. & Πατρικίου, Ε. & Λυπουρλής, Δ. & Μωραΐτου Δ. (2011), Αρχαία Ελληνικά Φιλοσοφικός Λόγος: Γ’ Γενικού Λυκείου Ομάδα Προσανατολισμού Ανθρωπιστικών Σπουδών, Επανέκδοση: Διόφαντος – ΙΤΥΕ, σελ. 32 – 33, 37.
- Montanari, F. (2007), Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας: Από τον 8ο αιώνα π. Χ. έως τον 6ο μ. Χ., 2η έκδοση, Θεσσαλονίκη: University Studio Press. σελ. 257 – 262, 418 – 429.
- Πλάτων, Απολογία Σωκράτους, μτφρ. Θ. Σαμαρά, Θεσσαλονίκη: Εκδ. Ζήτρος. Διαθέσιμο εδώ.