Της Δήμητρας Αργυρού,
Η διπλωματία, δηλαδή η πρακτική διεξαγωγής διαπραγματεύσεων, είναι μια αρχαιότατη πρακτική και πλέον εφαρμόζεται συστηματικά στις διεθνείς σχέσεις εδώ και πολλά χρόνια. Οι διπλωματικές αποστολές εκπροσωπούν το κράτος και διαπραγματεύονται Διεθνείς Συνθήκες που αργότερα θα τύχουν επικύρωσης από τα πολιτειακά όργανα. Φυσικό είναι πως για την ακώλυτη άσκηση των καθηκόντων τους έχει υιοθετηθεί ένα ιδιαίτερο προνομιακό καθεστώς.
Οι κανόνες που διέπουν τις διεθνείς σχέσεις υπήρξαν για μεγάλο χρονικό διάστημα εθιμικοί. Ουσιαστική προσπάθεια κωδικοποιήσεως των αρμοδιοτήτων, των ασυλιών και των προνομίων των διπλωματικών αντιπροσώπων καταβλήθηκε από τα Ηνωμένα Έθνη, η οποία κατέληξε στην υπογραφή της Σύμβασης της Βιέννης «περί των διπλωματικών σχέσεων» το 1961. Η Σύμβαση επικυρώθηκε από μεγάλο αριθμό κρατών, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Η Σύμβαση κωδικοποιεί το προϋπάρχον εθιμικό δίκαιο, καθώς και περιέχει κανόνες που αποτελούν βάση για την ανάπτυξη του διπλωματικού δικαίου.
Η ικανότητα για σύναψη διπλωματικών σχέσεων διακρίνεται σε ενεργητική και παθητική. Ως ενεργητική ορίζεται η αποστολή διπλωματικών αντιπροσώπων, και αντίστοιχα ως παθητική ορίζεται η αποδοχή τους από την αλλοδαπή. Για την άσκηση αυτού του δικαιώματος πρέπει τα κράτη να έχουν αναγνωρισθεί αμοιβαία. Αν η αναγνώριση δεν έχει γίνει κατά τρόπο ρητό, τότε και μόνη η ανταλλαγή διπλωματικών αντιπροσώπων συνεπάγεται σιωπηρή αναγνώριση. Αξίζει να σημειωθεί πως η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει υιοθετήσει ένα σύστημα κοινής διπλωματικής εκπροσώπησης των κρατών-μελών από μια Ενωσιακή διπλωματική αντιπροσωπεία σε τρίτα κράτη (άρθρο 35 της Συνθήκης της Λισαβώνας, 2001)
Όσον αφορά τη διπλωματική αποστολή, τα μέλη της πρέπει να έχουν την ιθαγένεια του διαπιστεύοντος κράτους. Ωστόσο, υπάρχουν και εξαιρέσεις μολονότι συμφώνα με το άρθρο 8 της Συμβάσης της Βιέννης, τα μέλη της διπλωματικής αποστολής μπορούν να ασκήσουν τα καθήκοντά τους με έγκριση του κράτους, ακόμα κι αν δεν έχουν την ιθαγένεια του διαπιστεύοντος κράτους. Η σχετική συγκατάθεση μπορεί να αρθεί οποτεδήποτε. Τα ονόματα των μελών που επιλέγονται για να συγκροτήσουν την αποστολή εγγράφονται στη «διπλωματική λίστα» που εκδίδεται περιοδικά από το Υπουργείο Εξωτερικών. Η εγγραφή στη λίστα δεν αποτελεί αμάχητο τεκμήριο για τη διπλωματική ιδιότητα, καθώς παρόλο που υπάρχουν μη εγγεγραμμένα πρόσωπα, μετέχουν στην διπλωματική αποστολή και απολαμβάνουν όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη Σύμβαση της Βιέννης του 1961, όπως το διοικητικό και το τεχνικό προσωπικό. Το κράτος διαπιστεύσεως επιλέγει ελευθέρα τα πρόσωπα που επιθυμεί να εντάξει στο διπλωματικό προσωπικό, αλλά και το κράτος υποδοχής μπορεί να αρνηθεί να δεχθεί αυτά τα πρόσωπα ή να τα κηρύξει αργότερα ως ανεπιθύμητα (persona non grata). Αυτό μπορεί να οφείλεται στη συμπεριφορά τους, είτε στην επιδείνωση των πολιτικών σχέσεων των κρατών και μάλιστα το κράτος υποδοχής δεν υποχρεούται να κοινοποιήσει τους ακριβείς λόγους για την απόφαση του αυτή.
Τα καθήκοντα των διπλωματικών αντιπροσώπων καθορίζονται από τη Σύμβαση της Βιέννης του 1961. Συγκεκριμένα στο άρθρο 3 αναφέρεται ότι στα καθήκοντα της διπλωματικής αποστολής περιλαμβάνεται η αντιπροσώπευση του κράτους διαπιστεύσεως στο κράτος υποδοχής, η προστασία των συμφερόντων του κράτους διαπιστεύσεως στο κράτος υποδοχής, η πληροφόρηση για τις εξελίξεις στο κράτος υποδοχής και η αναφορά στο κράτος διαπιστεύσεως. Τέλος, μια ακόμη υποχρέωση αποτελεί η προώθηση των φιλικών, οικονομικών, πολιτιστικών και επιστημονικών σχέσεων ανάμεσα στα κράτη. Για την εξασφάλιση των παραπάνω, πρέπει να διασφαλίζονται στα πρόσωπα αυτά κάποιες ασυλίες και προνόμια για την ανεμπόδιστη άσκηση των καθηκόντων τους. Όπως αναφέρεται και στο προοίμιο της Σύμβασης, σκοπός των προνομιών και των ασυλιών δεν είναι να ωφεληθούν τα άτομα αλλά να εξασφαλισθεί η αποτελεσματική εκτέλεση των λειτουργιών των διπλωματικών αποστολών. Αυτό διαβεβαιώνει και η θεωρία των λειτουργικών αναγκών, με την οποία συμφωνεί και η νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων.
Τα προνόμια των διπλωματικών αντιπροσώπων διακηρύσσονται στο άρθρο 22 της Σύμβασης της Βιέννης του 1961. Αναλυτικότερα, ισχύει το απαραβίαστο κάθε χώρου της διπλωματικής αποστολής. Τα όργανα του κράτους υποδοχής οφείλουν να λαμβάνουν μέτρα για την αποφυγή της τυχόν διατάραξης της ασφάλειας των χώρων αυτών και μπορούν να εισέρχονται μόνο με την έγκριση του αρχηγού της αποστολής ή αντικαταστατή του. Αυτό τηρείται σε τόσο μεγάλο βαθμό, που το 1980 μετά από ξέσπασμα πυρκαγιάς είχε κινδυνεύσει η πρεσβεία της Κούβας στο Παρίσι, καθώς ο κουβανός αρχηγός της αποστολής αρχικά δεν επέτρεπε την οποιαδήποτε επέμβαση από τις πυροσβεστικές αρχές. Πέραν αυτού, ισχύει επίσης το απαραβίαστο των αρχείων και εγγράφων της αποστολής και της επίσημης αλληλογραφίας, καθώς και το κράτος υποδοχής πρέπει να εξυπηρετεί την απρόσκοπτη επικοινωνία μεταξύ της διπλωματικής αποστολής, σύμφωνα με τα άρθρα 24 και 27. Το απαραβίαστο ισχύει ακόμη και σε περίπτωση ένοπλης συρράξεως. Ταυτόχρονα, στο άρθρο 26 διασφαλίζεται η ελευθέρια μετακινήσεως με εξαίρεση κάποιες απαγορευμένες ζώνες που έχει καθορίσει το κράτος υποδοχής.
Οι πιο ουσιαστικές ωστόσο ασυλίες αποτελεί το καθεστώς ειδικής προστασίας προσώπων που στελεχώνουν τη διπλωματική αποστολή. Η προστασία έχει διπλό χαρακτήρα, τόσο το απαραβίαστο του προσώπου του διπλωματικού αντιπροσώπου, αλλά και την ετεροδικία των μελών της διπλωματικής αποστολής. Συγκεκριμένα, το απαραβίαστο του προσώπου, σύμφωνα με το άρθρο 29 , υποχρεώνει το κράτος υποδοχής σε αποχή από οποιαδήποτε ενέργεια που θα προσέβαλε το πρόσωπο του διπλωματικού αντιπροσώπου, αλλά και θεσπίζει υποχρέωση για θετική ενέργεια προς λήψη κατάλληλων μέτρων για την προστασία του. Στην Ελλάδα, το αδίκημα προσβολής διπλωματικών αντιπροσώπων τιμωρείται αυστηρότερα, σύμφωνα με το άρθρο 154 ΠΚ. Επίσης, το άρθρο 30 της Σύμβασης της Βιέννης, προστατεύει την ιδιωτική κατοικία, τα έγγραφα και την περιουσία του, ενώ παραλλήλως, ο διπλωματικός αντιπρόσωπος χαίρει φορολογικών ελαφρύνσεων. Αναφορικά με την ετεροδικία, δηλαδή τη μη υπαγωγή ενός προσώπου στη δικαιοδοσία των εγχωρίων δικαστηρίων, σύμφωνα και με το άρθρο 37 της Συμβάσης τα μέλη της διπλωματικής αποστολής καθώς και τα μέλη της οικογένειας τους χαίρουν απολυτής ποινικής ετεροδικίας, δεν προσάγονται και δεν δικάζονται από τα εγχώρια δικαστήρια για οποιαδήποτε ποινικά κολάσιμη πράξη τους. Εάν αδικοπραγήσουν, μπορούν να κηρυχθούν από κράτος υποδοχής persona non grata και να τους ζητηθεί να εγκαταλείψουν το έδαφός του.
Εντούτοις, υφίστανται εξαιρέσεις από την ετεροδικία όταν ο διπλωματικός αντιπρόσωπος φαίνεται να ενεργεί για δικό του λογαριασμό. Με βάση το άρθρο 31 παρ. 1 της Σύμβασης σε τρεις περιπτώσεις θα γίνεται άρση της ετεροδικίας. Πιο συγκεκριμένα, σε εμπράγματες αγωγές ιδιωτικού ακινήτου που βρίσκεται στο έδαφος του κράτους υποδοχής, σε αγωγές που αφορούν κληρονομία, στην οποία ο διπλωματικός αντιπρόσωπος εμφανίζεται ως εκτελεστής διαθήκης, κληρονόμος, ή κληροδόχος για δικό του λογαριασμό και σε αγωγές που αφορούν επαγγελματική δραστηριότητα που ασκεί ο αντιπρόσωπος εκτός των επίσημων καθηκόντων του. Η ετεροδικία περιλαμβάνει και την απαλλαγή από την υποχρέωση κατάθεσης ως μάρτυρας στο δικαστήριο, καθώς και την απαγόρευση λήψεως εκτελεστικών μέτρων κατά διπλωματικού αντιπρόσωπου. Τέλος, ο διπλωματικός αντιπρόσωπος δεν έχει δικαίωμα να παραιτηθεί από την ετεροδικία και το απαραβίαστο του προσώπου του, αλλά η παραίτηση είναι εφικτή μόνο από το κράτος διαπιστεύσεως και γίνεται ρητά (άρθρο 32).
Τα τελευταία χρόνια αξίζει να τονισθεί πως παρατηρείται μια τάση αύξησης των βιαιοπραγιών κατά των ξένων διπλωματικών αντιπροσώπων. Το γεγονός αυτό οδήγησε τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών να ζητήσει από την Επιτροπή του Διεθνούς Δικαίου να καταρτίσει ειδική σύμβαση για την προστασία των διπλωματικών αντιπροσώπων. Τελικώς, το 1973 υιοθετήθηκε η «Σύμβαση για την πρόληψη και καταστολή εγκλημάτων κατά διεθνώς προστατευόμενων προσώπων, περιλαμβανομένων των διπλωματικών πρακτόρων». Μια υπόθεση που απασχολεί μέχρι και σήμερα το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων είναι η υπόθεση Λιτβινένκο. Η δολοφονία του πρώην πράκτορα της FSB το 2006 επηρέασε βαθύτατα τις διπλωματικές σχέσεις Ρωσίας-Βρετανίας. Ο Λιτβινένκο, μετά από σύγκρουση του με τον Βλάντιμιρ Πούτιν, είχε εγκατασταθεί στη Βρετανία και πληρωνόταν από τη Μυστική Υπηρεσία Πληροφοριών. Η Ρωσία εκδικήθηκε, δηλητηριάζοντας τον πρώην πράκτορα με μεγάλη δόση από ραδιενεργό ισότοπο Πολώνιο-210, ρίχνοντας το στο τσάι του.
Σε τελική ανάλυση, το έργο των διπλωματικών αποστολών είναι ιδιαιτέρως σημαντικό και συμβάλλει στη διατήρηση των φιλικών σχέσεων καθώς και ενός γενικότερου ειρηνικού κλίματος στη διεθνή κοινότητα. Για την ανεμπόδιστη άσκηση των καθηκόντων τους, οι διπλωματικοί αντιπρόσωποι είναι αποδέκτες ορισμένων προνομιών και ασυλιών, που έχουν επικυρωθεί πλέον με Συμβάσεις, οι οποίες πρέπει να λειτουργούν και με βάση την αρχή της αμοιβαιότητας. Παράλληλα, οι ίδιοι οι διπλωματικοί αντιπρόσωποι οφείλουν να σέβονται τους νόμους και τους κανονισμούς του κράτους αποστολής.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Εμμανουήλ Ρούκουνας, Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο, Νομική Βιβλιοθήκη ΑΕΒΕ, 2015
- “Αλεξάντρ Λιτβινένκο: Δολοφονία με ένα παγωμένο ρώσικο τσάι”, διαθέσιμο εδώ