Της Μαρίτας Περάκη,
Ο όρος “catcalling” αποδίδεται περιφραστικά στη νέα ελληνική γλώσσα ως η παρενόχληση στο δρόμο με επιφωνήματα ή άλλου είδους σχόλια, και για αυτό είναι δύσκολο να χρησιμοποιηθεί μονολεκτικά. Εύλογο θα ήταν μία τέτοια συμπεριφορά να θεωρηθεί αξιόποινη από την πολιτεία και αν μη τι άλλο να κατοχυρώνεται ως ποινικό αδίκημα στον ελληνικό ποινικό κώδικα. Ωστόσο, στην εθνική πολιτική σκηνή δεν έχει τεθεί καν το ζήτημα εντός του πλαισίου συζήτησης σε κάποια συνεδρίαση στη Βουλή. Η Γαλλία από την άλλη πλευρά, αποτέλεσε την πρώτη χώρα που συμπεριέλαβε το φαινόμενο αυτό στις αξιόποινες πράξεις του ποινικού της συστήματος, αφού μόλις τρία χρόνια πριν, το 2018, ψήφισε νόμο κατά της παρενόχλησης των γυναικών στον δρόμο με το πρόστιμο παραβίασης να κυμαίνεται από τα 90 μέχρι τα 750 €. Είναι ενδεικτικό ότι ήδη από τον πρώτο χρόνο εφαρμογής του συγκεκριμένου νόμου έχουν επιβληθεί πάνω από 700 ποινές. Στο πλαίσιο αυτό και με αφορμή τις μαρτυρίες γυναικών σε διαδικτυακούς ιστοτόπους και τον δημόσιο λόγο εν γένει, οι οποίες ολοένα και πληθύνονται, η συζήτηση στρέφεται γύρω από την ανάγκη ποινικοποίησης του catcalling από την ελληνική πολιτεία.
Ένα τέτοιο εγχείρημα απαιτείται να πάρει σάρκα και οστά και να μη μείνει απλά στη θεωρία. Τα περιστατικά πολλά, τα θύματα ανυπεράσπιστα και οι προσπάθειες προστασίας τους από την πολιτεία μηδαμινές. Είναι καιρός να αλλάξει αυτό. Η Κυβέρνηση οφείλει να δράσει άμεσα και δυναμικά. Πέρα από τη λήψη νομικών μέτρων τα οποία είναι απαραίτητα για τη καταπολέμηση της παρενόχλησης στο δρόμο, είναι σημαντικό να αυξήσει τα επίπεδα αναγνωρισιμότητας και αντίδρασης σε τέτοιες περιπτώσεις είτε μέσα από καμπάνιες στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης είτε μέσω μίας καλύτερης ποιότητας εκπαίδευσης, αφού είναι γνωστό ότι η εκπαίδευση, καλώς ή κακώς, διαπλάθει ιδέες και συμπεριφορές.
Πρέπει, επιτέλους, να γίνει αντιληπτό ότι φαινόμενα catcalling και γενικότερα φαινόμενα έμφυλης βίας δεν έχουν θέση σε μία χώρα που θέλει να διακατέχεται από πολιτικοκοινωνικό πολιτισμό. Δεν υπάρχει καμία υποχρέωση ανοχής σε τέτοιες περιπτώσεις που όχι μόνο θίγουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, αλλά και κατ’ επέκταση τη σωματική ακεραιότητα του ατόμου. Αυτό το οποίο σπανίως γίνεται αντιληπτό είναι ότι η παρενόχληση στον δρόμο αποτελεί αποκύημα της τοξικής αρρενωπότητας και της πατριαρχίας, οι οποίες τόσο βαθιά έχουν εμποτίσει τα θεμέλια της κοινωνίας μας. Μόνο αν το πρόβλημα αντιμετωπιστεί από τη ρίζα του και επιτευχθεί ουσιαστική και όχι απλά τυπική ισότητα των φύλων θα βρεθεί λύση σε αυτό. Πέρα από αυτά, πρέπει να γίνει κατανοητό το εξής: το catcalling δεν είναι φλερτ ή κάποια μορφή κομπλιμέντου, όπως πολλοί έχουν υποστηρίξει. Συνιστά ωμή βία και μάλιστα απολύτως κατακριτέα. Για αυτό και σε τέτοιες περιπτώσεις δεν πρέπει επ’ ουδενί να επιδεικνύουμε ανεκτικότητα.
Η συγκεκριμένη πρακτική δεν πρόκειται να σταματήσει χωρίς την επιβολή ποινών. Αυτό είναι αναντίρρητο. Συνεπώς, το κράτος γίνεται θεατής στη βία από τη στιγμή που δεν επιβάλλει ποινικές κυρώσεις. Στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, μάλιστα, η κοινωνία τείνει να στοχοποιεί ακόμη και το ίδιο το θύμα. Όσο τρομακτικό και απάνθρωπο και αν αυτό ακούγεται, κάτι τέτοιο αποτελεί συνήθη τακτική ακόμη και των μέσων ενημέρωσης. Το αποτέλεσμα; Το θύμα φοβάται να καταγγείλει τα περιστατικά αυτά, λόγω της απαράδεκτης αντιμετώπισης που θα υποστεί από την κοινωνικό του περιβάλλον, αλλά και λόγω των νομικών κωλυμάτων που δύσκολα μπορούν να του επιφέρουν την επιζητούμενη δικαίωση. Οφείλουμε να κατανοήσουμε ως πολιτεία και ως κοινωνία ότι καμία ευθύνη δε φέρει το θύμα, αλλά ο θύτης.
Εξαιτίας των προαναφερθέντων, καθίσταται απαραίτητο ο δράστης να βρεθεί, με συνοπτικές διαδικασίες, υπόλογος στη δικαιοσύνη και να λογοδοτήσει. Η πολιτεία, από τη μεριά της, επιλέγει να διατηρεί ένα πέπλο σιγής σε φαινόμενα έμφυλης βίας. Ως πότε όμως; Τα περιστατικά catcalling έχουν λάβει δραματικές διαστάσεις στη σύγχρονη Ελλάδα. Αν όχι τώρα που οι καταγγελίες για τέτοιες συμπεριφορές βρίσκονται στο ζενίθ τους, τότε πότε; Η αδράνεια, σε καμία περίπτωση, δεν εξασφαλίζει την ομαλότητα και την ισορροπία του κοινωνικού ιστού. Αντιθέτως, υποθάλπει τέτοιες συμπεριφορές. Πώς, λοιπόν, μπορεί να γίνει λόγος για σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όταν δεν υπάρχουν νόμοι που να τα προστατεύουν;
Το catcalling δεν είναι ένα αποδεκτό στοιχείο της κοινωνικής καθημερινότητας, αλλά κάτι το οποίο πρέπει να λάβει τίτλους τέλους. Ειδικά στη χώρα μας, η κατάσταση έχει ξεπεράσει προ πολλού τα όρια. Μόνο αν αγωνιστούμε συλλογικά και ατομικά, ταυτόχρονα, θα δώσουμε τέλος σε αυτή τη μάστιγα της «έμφυλης τρομοκρατίας» και του εκφοβισμού. Το μήνυμα είναι ξεκάθαρο και ηχηρό: οποιαδήποτε μορφή βίας είναι κατακριτέα και μη αποδεκτή. Μόλις αυτό ακουστεί και το κράτος δείξει εμπράκτως την αμέριστη συμπαράστασή του, μόνο τότε θα δώσει φωνή στις γυναίκες που διστάζουν να μιλήσουν. Το ζήτημα που τίθεται είναι ξεκάθαρο: ή τώρα ή ποτέ!
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Παρενόχληση στους δρόμους: Νίκη για τις γυναίκες στη Γαλλία;, Jade Dussart, el.globalvoices.org, διαθέσιμο εδώ
- #CATCALLSOFGREECE: TO HASHTAG ΠΟΥ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΠΟΙΝΙΚΟΠΟΙΗΣΕΙ ΤΟ CATCALLING, Νικολέττα Σταμάτη, oneofus.gr, διαθέσιμο εδώ