Του Τάσου Μοσχονά,
Πριν την εποχή των GPS, των smartphones και του Google Maps, οι χάρτες ήταν αναπόσπαστο αξεσουάρ κάθε ταξιδιώτη. Οι δαιδαλώδεις δρόμοι μιας πόλης ή ενός άγνωστου μέρους συχνά προκαλούσαν μπέρδεμα και αφορμή ενός ανελέητου ψαξίματος και οι κλασικές ερωτήσεις σε ντόπιους με απαντήσεις όπως «στο πρώτο στενό δεξιά, μετά θα κόψεις 100 μέτρα και στρίψε αριστερά» ήταν σχεδόν μονόδρομος, προκειμένου να προσανατολιστείς. Ή εναλλακτικά σταματούσες και άνοιγες έναν χάρτη, μπας και «ξεστραβωθείς» και βρεις τον προορισμό σου.
Έγκυροι και ακριβείς, οι χάρτες ήταν πάντα εκεί, για να βοηθήσουν τους οδηγούς και όχι μόνο. Καμιά φορά, όμως, μπορούσαν να σε οδηγήσουν σε μέρη ανεξερεύνητα. Τόσο ανεξερεύνητα, που αν επιχειρήσεις να τα επισκεφτείς, θα βρεις το απόλυτο τίποτα. Ιδού, λοιπόν, οι «χάρτινες πόλεις».
Όχι, δεν πρόκειται για το ομώνυμο γνωστό –και πολυαγαπημένο στον γράφοντα κατά την εφηβική του ηλικία– βιβλίο του Αμερικανού συγγραφέα νεανικής λογοτεχνίας, Τζον Γκριν, αλλά για μια απόλυτα πραγματική κατάσταση. Ο Γκριν, πάντως, ήταν αυτός που με την κυκλοφορία του βιβλίου του γνωστοποίησε στο ευρύ κοινό την ύπαρξη αυτών των αόρατων πόλεων, στις οποίες και ο πρωταγωνιστής Quentin αναζητούσε τη χαμένη Margo, την οποία και είχε ερωτευτεί. Πώς, όμως, πόλεις-φαντάσματα κατέληξαν να τοποθετούνται στους χάρτες δίπλα σε καθόλα πραγματικές πόλεις και κυρίως γιατί;
Όπως είναι φυσικό, οι δημιουργοί προϊόντων διαχρονικά προσπαθούν με διάφορους τρόπους να προστατεύσουν τα έργα τους από πιθανές αντιγραφές, που θα τους στοιχίσουν στην αγορά και θα ενισχύσουν τον αθέμιτο ανταγωνισμό. Στον τομέα της χαρτογραφίας, δε, αυτή η προστασία ήταν αναγκαία, καθώς ένας καλός χάρτης μπορούσε πολύ εύκολα να γίνει βορά επίδοξων ανταγωνιστών, που θα αντέγραφαν με ακρίβεια τοπόσημα και σχεδιαστικά στυλ στα δικά τους προϊόντα. Για το λόγο αυτό, ορισμένοι χαρτογράφοι έβαλαν τη δημιουργικότητά τους στο τραπέζι και επιχείρησαν να αλλάξουν την αφήγηση, ρισκάροντας την ακρίβεια των χαρτών τους για λόγους προστασίας της πνευματικής τους ιδιοκτησίας.
Στη δεκαετία του ‘30, οι Αμερικανοί χαρτογράφοι και επιχειρηματίες Otto Lindberg και Ernest Alpers σχεδίαζαν έναν χάρτη της πολιτείας της Νέας Υόρκης. Βλέποντας πως ο ανταγωνισμός ήταν σκληρός, αποφάσισαν να δημιουργήσουν μια πόλη που δεν υπήρχε. Από το πουθενά, λοιπόν, εγένετο το Agloe της Νέας Υόρκης, μια πόλη που στην πραγματικότητα είναι μια διασταύρωση και ένα άδειο κτήμα. Η ονομασία Agloe προήλθε από έναν αναγραμματισμό των ονομάτων των δύο δημιουργών. Σκοπός της δημιουργίας της, η «παγίδα» των επίδοξων ανταγωνιστών, που θα περιλάμβαναν αυτή την πόλη φάντασμα στους χάρτες τους, αποτελώντας απτή απόδειξη της αντιγραφής σε πιθανή μελλοντική δικαστική αναμέτρηση. Η προσθήκη της πόλης, βέβαια, στους χάρτες φαίνεται πως τους γύρισε μπούμερανγκ. Όταν λίγο καιρό αργότερα η πόλη βρέθηκε σε χάρτες ανταγωνιστών, οι Lindberg και Alpers κινήθηκαν δικαστικά εναντίον τους, όμως βρέθηκαν προ εκπλήξεως. Στην ψεύτικη πόλη είχε ανοίξει ένα μπακάλικο με την ονομασία “Agloe General Store”, ο ιδιοκτήτης του οποίου είχε προφανώς εμπνευστεί από την ονομασία που είχε δει στον πρώτο χάρτη. Η «χάρτινη πόλη» του Agloe δεν είχε μόνιμους κατοίκους, αλλά πλέον είχε πάρει σάρκα και οστά, και έτσι η παγίδα δεν μπορούσε πια να λειτουργήσει υπέρ των δημιουργών της.
Παραδείγματα άλλων πόλεων-φαντασμάτων είναι πολλά και εντοπίζονται κυρίως στις Η.Π.Α. Η εισαγωγή των Google Maps, βέβαια, τα τελευταία χρόνια, φαίνεται να έχει αναιρέσει την ανάγκη για ύπαρξη τέτοιων παγίδων, καθώς στόχος του κολοσσού είναι η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια. Έτσι, αρκετές «χάρτινες» πόλεις έχουν χαθεί στο χρόνο ή δεν έχουν ακόμα εντοπιστεί! Όμως, αυτό δε σημαίνει πως παραδείγματα «χάρτινων» πόλεων δε συναντώνται στην εφαρμογή. Το 2008, αρκετοί χρήστες έμειναν έκπληκτοι από την ύπαρξη της πόλης Argleton στο Δυτικό Λάνκασιρ της Μεγάλης Βρετανίας. Αν και η πόλη εμφανιζόταν κανονικά στους χάρτες και φερόταν να έχει καταστήματα και γραφεία τοποθετημένα σε αυτή, στην πραγματικότητα στο σημείο αυτό δεν υπήρχε παρά ένα μεγάλο άδειο κτήμα. Πολλοί αναρωτήθηκαν για αυτή τη φαρσοκωμωδία, και για το εάν η Google είχε θέσει η ίδια παγίδα για να προστατευθεί από τους δικούς της ανταγωνιστές. Φυσικά, ο τεχνολογικός κολοσσός αρνήθηκε κάτι τέτοιο, μιλώντας για ένα «αθώο λάθος».
Παραδείγματα τέτοιων παγίδων, βέβαια, δεν περιορίζονται σε ολόκληρους οικισμούς ή πόλεις. Μιας και η εφεύρεση μιας πόλης είναι ένα εγχείρημα ολίγον τι εύκολα εντοπίσιμο, οι χαρτογράφοι έχουν ανά τα χρόνια επιχειρήσει μικρότερες αλλαγές, που δεν είναι εύκολα ανιχνεύσιμες. Μπορεί να είναι ένα βουνό που ξαφνικά παρουσιάζεται να έχει μια μεγαλύτερη κλίση από την κανονική, δρόμοι φαρδιοί που στην πραγματικότητα είναι στενοί, ή ακόμα και ένα μικρό στενάκι που κανείς δε θα παρατηρούσε δίπλα από έναν μεγάλο δρόμο. Οι χαρτογράφοι σε κάθε περίπτωση διαχρονικά αρνούνται την ύπαρξη τέτοιων «παγίδων», καθώς μια τέτοια παραδοχή θα έθετε σε κίνδυνο την αξιοπιστία των χαρτών τους, όμως τα παραδείγματα που έχουν εντοπιστεί είναι πολλά και δε μπορούν να αγνοηθούν.
Η αναζήτηση και εύρεση αυτών των «παγίδων» έχει την τελευταία δεκαετία απασχολήσει πολλούς χρήστες του Internet, που επιχειρούν να τις ανακαλύψουν σε ένα ιδιότυπο “Geocaching” παιχνίδι και να αποθανατίσουν την ανυπαρξία τους σε φωτογραφίες. Αρκετοί βρίσκουν πως αυτή η δραστηριότητα εμπεριέχει μια απαραίτητη δόση «μαγικού ρεαλισμού», κόντρα στην πεζή πραγματικότητα, που θέλει όλα τα μέρη να είναι ανιχνεύσιμα με ένα απλό κλικ εύκολα και γρήγορα από το κινητό μας. Αυτός ο μαγικός ρεαλισμός ήταν που οδήγησε τους πολίτες της Aracataca στην Κολομβία να θέσουν προ δεκαπενταετίας δημοψήφισμα για την αλλαγή της ονομασίας της πόλης σε Macondo, για να ταυτίζεται με την ψεύτικη πόλη που είχε επινοήσει ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες στο αριστούργημά του «100 χρόνια μοναξιά». Αν και η πρωτοβουλία δεν ευοδώθηκε λόγω χαμηλής προσέλευσης στην ψηφοφορία, δείχνει πως αρκετοί αποζητούν τη φαντασία μέσα στους συχνά γυμνούς από οποιοδήποτε στοιχείο έκπληξης και εξερεύνησης αστικούς ιστούς. Πώς αλλιώς να εξηγηθεί πως πριν κάποια χρόνια είχε αναπτυχθεί μια θεωρία συνωμοσίας, που διατρανούσε πως η 350.000 κατοίκων πόλη του Μπίλεφελντ της Γερμανίας ήταν μια «χάρτινη πόλη»;
Οι οικισμοί-φαντάσματα των χαρτογράφων μπορεί να ξεκίνησαν ως «παγίδες» προστασίας πνευματικής ιδιοκτησίας, αλλά εν τέλει κατέληξαν να εξάπτουν το συλλογικό φαντασιακό, ανατρέποντας τον αρχικό τους σκοπό. Σε βαθμό που κανείς δε μπορεί κανείς παρά να τα θεωρήσει πια και ως πραγματικά μέρη. Το Agloe, το Argleton και πολλές άλλες παρόμοιες πόλεις μπορεί να μη φιλοξενούν κατοίκους ή σπίτια, φιλοξενούν όμως τη θέληση για έκπληξη, εξερεύνηση και αναζήτηση περιεχομένου, που τόσο έχει εκλείψει στην εποχή μας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- “Paper Towns” and other lies maps tell you, Treehugger, διαθέσιμο εδώ
- Μaps, Traps & Phantom Settlements, Future Maps, διαθέσιμο εδώ
- The imaginary American town that became a tourist attraction, The Guardian, διαθέσιμο εδώ