Της Σοφίας Χαλκίδου,
«…Δεν πέρασε και πολύς καιρός απ’ τη μέρα που παραλίγο να χάσω τη ζωή μου – απλώς και μόνο επειδή μιλούσα ανοιχτά για το δικαίωμά μου να πηγαίνω σχολείο…» ήταν τα λόγια της τότε δεκαπεντάχρονης μαθήτριας Γιουσαφζάι Μαλάλα, μετά την τρομοκρατική επίθεση των Ταλιμπάν.
Η Μαλάλα, κόρη του Ζιαουντίν Γιουσαφζάι και της Τουρ Πεκάι, γεννήθηκε και μεγάλωσε στην πόλη Μινγκόρα του Πακιστάν. Έχοντας πάρει τις θρησκευτικές και ηθικές της βάσεις από την οικογένειά της, μιας οικογένειας σουνιτών Παστούν (οι σουνίτες θεωρούνται ως οι ορθόδοξοι μουσουλμάνοι που δεν παρεκτράπησαν από την αυθεντική τους ιδεολογία), αποτελούσε παράδειγμα σεμνότητας και καλής διαγωγής στην περιοχή της. Από μικρή διακρίθηκε για τις μαθησιακές της ικανότητες και την ευφράδεια στον λόγο της, χαρακτηριστικά που της πρόσφεραν την πρωτιά σε σχολικές εξετάσεις, διαγωνισμούς και δημόσιες ομιλίες. Όπως αναφέρει και η ίδια στο βιβλίο της «Με λένε Μαλάλα» είχε στην κατοχή της ένα αργυρό και σαράντα πέντε χρυσά κύπελλα και μετάλλια, αριθμοί και θέσεις που επιβεβαιώνουν την έφεσή της στα γράμματα και την πειθώ του λόγου της.
Η οικογένειά της, αν και θεωρούταν μια κλασσική παραδοσιακή οικογένεια Παστούν (οι Παστούν είναι μία από τις παλαιότερες φυλές του Βόρειου Πακιστάν), είχε αντιλήψεις που δε συμβάδιζαν με τις συντηρητικές αρχές της τότε οπισθοδρομικής πακιστανικής κοινωνίας. Οι αρχές τους βασίζονταν στην ελευθερία κάθε ανθρώπου, ανεξαρτήτως φύλου, και την ισότιμη κατανομή δικαιωμάτων σε γυναίκες και άνδρες, απόψεις που επηρέασαν και διαμόρφωσαν τις πεποιθήσεις της Μαλάλα. Στην οικοδόμηση του ακλόνητου χαρακτήρα της έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο ο αλλεπάλληλος αγώνας του πατέρα της και η αφοσίωσή του στην εκπαίδευση αγοριών και κοριτσιών. Καθοριστικός παράγοντας –όπως αναφέρει και η ίδια–, για την ολοκλήρωση της φιλοδίκαιης προσωπικότητάς της, ήταν ο σεβασμός που έδειχνε ο πατέρας στο πρόσωπο της, παρόλο αυτά, αγράμματης μητέρας της και ο δυναμισμός που αυτή απέπνεε, παρόλη την καταπίεση των κοινωνικών κατεστημένων. Μια διαφορετική οικογένεια από όλες τις άλλες δημιούργησε μια αγωνίστρια σαν όλες τις άλλες. Σαν όλες τις προηγούμενες που αγωνίστηκαν για το αυτονόητο δικαίωμα των παιδιών στην εκπαίδευση. Σαν όλες τις γυναικείες μορφές που δεν φοβήθηκαν να μιλήσουν για το δικαίωμά τους να είναι ελεύθερες, να δρουν ελεύθερες!
Στο βιβλίο της – το οποίο έγραψε η ίδια με τη βοήθεια της Αμερικανίδας δημοσιογράφου και συγγραφέα Patricia McCormick – εξιστορεί τη ζωή της, τους αγώνες της και την αγάπη της για την εκπαίδευση με τέτοιο τρόπο, που είναι αδύνατο να μην ευαισθητοποιήσει τον αναγνώστη. Η ζωή της εκτυλίσσεται κυρίως γύρω από την καθημερινότητά της και το γεγονός ότι η εκστρατεία της κατά της τρομοκρατίας και της παιδικής εκμετάλλευσης, ήταν κάτι αυτονόητο, κάτι που κάθε άνθρωπος μπορεί να επιτύχει, αρκεί να έχει θέληση και πίστη. Σε πολλά σημεία αναφέρει πως η συνεχής της πάλη για να ακουστεί και ο μόνιμος ψυχολογικός πόλεμος για την ανάκτηση των βασικών δικαιωμάτων του παιδιού, δεν ήταν κάτι που την κούρασε. Αντιθέτως ήταν κάτι που της έδινε ώθηση να συνεχίσει να αγωνίζεται για όσους δεν είχαν φωνή. Συγκεκριμένα, γράφει «όταν με ρωτούν αν η εκστρατεία μου για τα δικαιώματα των παιδιών μού στέρησε τα παιδικά μου χρόνια εγώ τους απαντάω … σκεφτείτε το κορίτσι που το παντρεύουν από τα έντεκα … ή το αγόρι που ψάχνει στην χωματερή … ή τα παιδιά που σκοτώθηκαν… αυτά είναι παιδιά που στερήθηκαν την παιδική τους ηλικία». Ο δυναμισμός της ψυχής της είναι όντως αξιοθαύμαστος και επιβεβαιώνεται σχεδόν σε κάθε σελίδα του βιβλίου.
Ακόμα και όταν η ζωή της κινδύνευε, ακόμη και όταν έλαβε απειλητικά μηνύματα, δεν πτοήθηκε ούτε στο ελάχιστο, δε φοβήθηκε, ούτε θέλησε να βλάψει όσους ήθελαν να της στερήσουν το πιο πολύτιμο αγαθό: τη ζωή της. Σκεφτόταν μόνο πως «πρέπει να πολεμάς ειρηνικά, με όπλο τον διάλογο». Η καθημερινότητά της δεν άλλαξε, ακόμα και όταν ο κόσμος γύρω της είχε μετατραπεί σε εμπόλεμη ζώνη. Δε σταμάτησε την εκπαίδευσή της και ας ήταν παράνομη για τα κορίτσια στη χώρα της. Δεν κάλυπτε το πρόσωπό της και ας γνώριζε πώς στοχοποιούταν – ήταν θέμα ηθικής– έλεγε: «οι άντρες του Φαζλουλαχ (γνωστοί ως Ταλιμπάν) φοράνε μάσκες, διότι είναι εγκληματίες. Εγώ δεν έχω κάτι να κρύψω … είμαι περήφανη που υψώνω την φωνή μου για την εκπαίδευση των κοριτσιών. Και δηλώνω την ταυτότητά μου με την ίδια περηφάνια». Αποτελούσε και αποτελεί έμβλημα στην ιστορία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, σύμβολο στην πακιστανική και παγκόσμια κοινωνία. Ακόμα και όταν πάλευε με τα τραύματά της στο βρετανικό νοσοκομείο του Μπέρμινχαμ «Βασίλισσα Ελισσάβετ», το μόνο που την εξόργισε ήταν που δεν κατάλαβε πως εκείνη την μέρα , οι άντρες που ανέβηκαν στο σχολικό λεωφορείο ήταν οι τρομοκράτες της χώρας της. Το μόνο που μετάνιωσε, ήταν που δεν πρόλαβε να τους μιλήσει για το δικαίωμα των παιδιών στην εκπαίδευση. Δικαίως, λοιπόν, της απονεμήθηκε, μεταξύ άλλων, το Νόμπελ Ειρήνης το 2014.
Γιατί δεν είναι απλώς μια κοπέλα, που ως εκ θαύματος γλίτωσε την τρομοκρατική επίθεση της 9ης Οκτωβρίου, δεν είναι μόνο μια μαθήτρια που μίλησε για την αγάπη της για το σχολείο. Είναι ένα είδωλο ηρωισμού και αγώνα, μια γυναικεία μορφή που δε σάστισε μπροστά στις απειλές, γιατί γνώριζε τη θέση της, γνώριζε το δίκαιο και το υπερασπιζόταν! Ένα παιδί που δε σταμάτησε να είναι παιδί, επειδή της το επέβαλαν, αλλά συνέχισε να ζει ελεύθερα. Ένα κορίτσι που πάταξε με τον τρόπο της το τρομοκρατικό σύστημα της χώρας της. Ένα παράδειγμα, πως η σωστή μόρφωση και η διαπαιδαγώγηση μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- ‘Ποια είναι η Μαλάλα’ είπαν οι Ταλιμπάν και την πυροβόλησαν στο κεφάλι, ethnos.gr, διαθέσιμο εδώ.
- “Η Mαλάλα στο εξώφυλλο της βρετανικής Vogue: ‘Γνωρίζω τη δύναμη που κρύβει η καρδιά ενός κοριτσιού.’”, bovary.gr, διαθέσιμο εδώ.
- Αφγανιστάν: Η Μαλάλα Γιουσαφζάι θέλει η διεθνής κοινότητα να ‘αναλάβει επειγόντως δράση’, militaire.gr, διαθέσιμο εδώ.
- Γιουσαφζάι, Μ. & Λαμπ, Κ., Με λένε Μαλάλα, Δ’ Έκδοση, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα.