Του Γιώργου Σαλπιγγίδη,
Βρισκόμαστε στα 1917, η Ελλάδα μόλις έχει μπει και επίσημα στη δίνη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και όλη της η προσοχή είναι στραμμένη εκεί. Η δεκαετία αυτή είναι αρκετά σημαντική για την πόλη της Θεσσαλονίκης, καθώς δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από την ενσωμάτωσή της με την υπόλοιπη χώρα το 1912, ενώ είχε έρθει ήδη αντιμέτωπη με τον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο, την πρώτη φάση του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου –διότι πριν ακόμα από την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στην πόλη είχε φτάσει μια περιορισμένη δύναμη της Entente- και τον Εθνικό Διχασμό. Ένα γεγονός, όμως, θ’ αλλάξει άρδην τη μορφή και την πορεία της.
Συγκεκριμένα, το μεσημέρι προς απόγευμα του Σαββάτου 18 Αυγούστου 1917 (ή κατά το παλαιό ημερολόγιο στις 5 του ίδιου μήνα) ξέσπασε μια φωτιά, που έμελλε να είναι η αρχή του τέλους για την όψη της πόλης, που είχε έναν ανατολίτικο αέρα και στυλ. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες και τις έρευνες που διενεργήθηκαν μετά από το συμβάν, η πυρκαγιά προκλήθηκε από τις σπίθες μιας κουζίνας, που έπεσαν πάνω σε ένα σωρό από χόρτα, σ’ έναν προσφυγικό συνοικισμό επί της οδού Ολυμπιάδος. Η πλούσια εύφλεκτη ύλη έδωσε πρόσφορο έδαφος για τη ραγδαία εξάπλωση της φωτιάς, που έκανε στάχτη μεγάλο μέρος της πόλης.
Για 32 ώρες οι φλόγες κατέστρεφαν ό,τι έβρισκαν στο διάβα τους, αφήνοντας πίσω 1.000.000 τετραγωνικά μέτρα καμμένα, δηλαδή το 32% της συνολικής έκτασης της πόλης και 70.000 αστέγους. Σύμφωνα με την απογραφή του 1913, ο πληθυσμός της ήταν περίπου 157.000 κάτοικοι, κατά βάση Εβραίοι, Έλληνες, αλλά και μουσουλμάνοι, ενώ, σύμφωνα με στοιχεία του 1916, ο αριθμός αυτός αυξήθηκε σε 271.000, ύστερα και από το κύμα προσφύγων από τις γειτονικές περιοχές, αλλά και από τους Άγγλους και Γάλλους στρατιώτες που κατέφθασαν εκεί, καθιστώντας τη Θεσσαλονίκη έναν πολυπολιτισμικό τόπο. Η μανία της φωτιάς διέλυσε 9.500 οικίες, ενώ καταστράφηκαν γύρω στις 4.000 επιχειρήσεις, από τις 7.600 που υπήρχαν τότε. Εκτός από αυτά, κάηκαν χώροι λατρείας (εκκλησίες, τζαμιά, συναγωγές) και δημόσιες υπηρεσίες. Οι ζημιές που προκλήθηκαν υπολογίζονται στα 8.000.000 χρυσές λίρες.
Οι αιτίες της γρήγορης εξάπλωσης της φωτιάς έγκειται στον ισχυρό βορειοδυτικό άνεμο, γνωστό και ως Βαρδάρη, που επικρατούσε εκείνη τη στιγμή και κατηύθυνε τις φλόγες σε δυο μέρη, προς την οδό του Αγίου Δημητρίου από τη μία και από την άλλη προς την οδό Λέοντος Σοφού. Επίσης, τα ξύλινα, κατά κύριο λόγο, σπίτια που βρίσκονταν κοντά το ένα από το άλλο, δίχως μεγάλους δρόμους και ανοιχτούς χώρους, βοήθησαν στην επέκταση. Επιπλέον, οι υψηλές θερμοκρασίες ευνόησαν τη δημιουργία του φαινομένου της θαλασσινής αύρας, στις παραθαλάσσιες συνοικίες, δυσχεραίνοντας το έργο των πυροσβεστών, οι οποίοι ήταν αντιμέτωποι με σοβαρές ελλείψεις σε ανθρώπινο δυναμικό και υλικό εξοπλισμό. Τέλος, η ανομβρία, σε συνδυασμό με τις μεγάλες απαιτήσεις για νερό που υπήρχαν κατά το καλοκαίρι, επέτειναν το πρόβλημα.
Το τέλος του πύρινου εφιάλτη θα έρθει την επομένη (19 Αυγούστου) στις 23:00 το βράδυ, αφού δεν είχε άλλη διέξοδο για να εξαπλωθεί, κάτι στο οποίο βοήθησε και η αλλαγή της φοράς του ανέμου. Το βλέμμα όλων τώρα στράφηκε, αρχικά, στην περίθαλψη των πυρόπληκτων και σε δεύτερο βαθμό, στην ανοικοδόμηση της πόλης. Παρά τις δυσκολίες που υπήρχαν εκείνη την περίοδο, λόγω της ένταξης της Ελλάδας στον Πόλεμο, η αντιμετώπιση ήταν άμεση. Έτσι, δόθηκε εντολή για τη μεταφορά 800 οικογενειών σε περιοχές της Μακεδονίας, για να στεγαστούν σε πρόχειρα σπίτια που είχαν φτιαχτεί για τη φιλοξενία προσφύγων. Ταυτόχρονα, οι Άγγλοι και οι Γάλλοι στρατιώτες μερίμνησαν για τη δημιουργία χώρων που θα φιλοξενούσαν προσωρινά τους ανέστιους Θεσσαλονικείς, με τους πρώτους να στήνουν 1.300 σκηνές, που θα χωρούσαν 7.000 άτομα. Οι δεύτεροι, με τη σειρά τους, προσέφεραν χώρους που θα χωρούσαν άλλες 400 οικογένειες.
Πέραν, όμως, από αυτές τις ενέργειες, οργανώθηκε και η δωρεάν διανομή άρτου σε διάφορα σημεία της πόλης, στα οποία προσέρχονταν 30.000 άτομα και παράλληλα, οι υπηρεσίες του Ερυθρού Σταυρού (ελληνικές και ξένες) προσέφεραν άλλα τρόφιμα. Επίσης, δόθηκε η δυνατότητα δωρεάν μεταφοράς, για όσους το επιθυμούσαν, σε άλλες πόλεις της Ελλάδας. Από την πλευρά της, η Κυβέρνηση προέβη στη σύσταση της Διεύθυνσις Θυμάτων Πυρκαϊάς, με σκοπό τη συνέχιση και το συντονισμό όλων των απαραίτητων ενεργειών για την αποκατάσταση των πυρόπληκτων.
Ύστερα από την αρχική αυτή μέριμνα το βάρος δόθηκε στην ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης, έτσι ώστε να γίνει μια σύγχρονη πολεοδομικά πόλη, με τη χρήση νέων και ανθεκτικών υλικών, ακολουθώντας τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Για το σκοπό αυτό, ο Υπουργός Συγκοινωνιών, Αλέξανδρος Παπαναστασίου, έδρασε άμεσα, φέρνοντας το σχέδιο νόμου 823/1917, με το οποίο γινόταν η αρχή για την αναγέννηση της «Νύμφης του Θερμαϊκού». Έπειτα συστάθηκε η Διεθνής Επιτροπή Σχεδιασμού, στην οποία συμμετείχαν έμπειροι ειδικοί. Επικεφαλής της ήταν ο Γάλλος αρχιτέκτονας, πολεοδόμος και αρχαιολόγος Ernest Hébrard, που είχε ασχοληθεί με τη μελέτη των ρωμαϊκών και βυζαντινών μνημείων της Θεσσαλονίκης, κατά τη διάρκεια του Πολέμου. Συμμετείχαν, επίσης, ο Άγγλος αρχιτέκτονας τοπίου Thomas Mason, ο Γάλλος λοχαγός μηχανικού Joseph Pleyber και από την ελληνική πλευρά οι αρχιτέκτονες Εμμανουήλ Ζάχος και Κωνσταντίνος Κιτσίκης, ο λιμενολόγος Άγγελος Γκίνης, αλλά και ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνος Αγγελάκης. Σε σύντομο χρονικό διάστημα (29 Ιουνίου 1918), η επιτροπή είχε έτοιμο το σχέδιο για την ανοικοδόμηση και το κατέθεσε στη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, ενώ έλαβε και τυπικά την έγκριση το 1921.
Μπορεί το σχέδιο να μην εφαρμόστηκε στο σύνολό του, παρόλα αυτά έδωσε μια νέα πνοή στην όψη της πόλης. Μεταξύ άλλων, προβλεπόταν η ιεράρχηση του οδικού δικτύου, η πρόβλεψη για μεγάλους χώρους διάφορων δραστηριοτήτων, η επικοινωνία των εσωτερικών συνοικιών με τη θάλασσα. Το εντυπωσιακότερο επίτευγμα ήταν η ιδέα της ανέγερσης μια πλατείας, στην καρδιά της πόλης. Αυτή ήταν η γνωστή Πλατεία Αριστοτέλους, που θα επικοινωνούσε με την αντίστοιχη οδό και τα κτίρια που θα την περιέβαλλαν σχεδιάστηκαν σύμφωνα με το αποκαλούμενο Νεοβυζαντινό Στυλ. Κάθετα της οδού Αριστοτέλους σχεδιάστηκε ένας χώρος όπου θα στεγάζονταν διάφορα εμπορικά μαγαζιά, αναβιώνοντας το εμπορικό κομμάτι του τόπου. Μια καινοτομία του σχεδίου ήταν και η πρόβλεψη για τη δημιουργία μιας πανεπιστημιούπολης, ακολουθώντας ευρωπαϊκά πρότυπα, ενώ τη δέουσα προσοχή έλαβαν και τα ιστορικά μνημεία της πόλης, με στόχο την ανάδειξή τους.
Μέσα σε λίγα χρόνια η Θεσσαλονίκη πέρασε από την καταστροφή στην αναγέννηση. Οι χιλιάδες οικογένειες, που εν μια νυκτί έχασαν όλη τους την περιουσία, επέστρεψαν σύντομα στη νέα τους πόλη, η οποία πλέον πληρούσε διεθνείς προδιαγραφές. Το σίγουρο είναι πάντως πως «ουδέν κακόν αμιγές καλού».
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Συλλογικό έργο (2010), Ελλάδα 20ος αιώνας 1910-1920, τόμος Β΄, Αθήνα: Εκδόσεις «Η Καθημερινή»
- Papastathis K. Charalambos, Hekimoglou Evanghelos (2010), The Great Fire of Thessaloniki (1917), Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις E.N. Manos
- Παπαστάθης Χαράλαμπος (1978), Ένα υπόμνημα για την πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης στα 1917 και την περίθαλψη των θυμάτων, Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών