Της Αγγελικής Μιχαλοπούλου,
Το 2021 είναι μία χρονιά που βρίθει φρικαλέων περιστατικών, από την εξάπλωση της πανδημίας μέχρι την πληθώρα γυναικοκτονιών, ερχόμαστε συνεχώς αντιμέτωποι με αποκαλύψεις που προκαλούν αναβρασμό στην κοινωνία και γεννούν μέσα μας ερωτήματα σχετικά με το μέλλον του ανθρωπίνου είδους. Η τελευταία είδηση που σόκαρε την κοινή γνώμη αφορά την αδικοχαμένη Δώρα, την κοπέλα από τη Ρόδο που ζήτησε να χωρίσει από τον κακοποιητικό και πιεστικό σύντροφό της και εκείνος, ως αντίποινο, την εκτέλεσε εν ψυχρώ με κυνηγετική καραμπίνα και λίγο αργότερα έβαλε και ο ίδιος τέλος στη ζωή του.
Το αποτρόπαιο αυτό έγκλημα μάς κάνει να αναρωτιόμαστε: υπάρχει ποινή για τον στυγνό αυτό αυτόχειρα εγκληματία; Η απόπειρα αυτοκτονίας τιμωρείται στο Ποινικό δίκαιο; Τι προβλέπει για αυτήν ο νόμος; Ερωτήματα όπως αυτά ταλανίζουν την κοινή γνώμη και έχουν απασχολήσει ευρέως τους νομικούς.
Καταρχήν, η αυτοκτονία και η απόπειρα αυτοκτονίας έχει έναν μη αξιόποινο και ποινικά αδιάφορο χαρακτήρα. Όπως είναι εύλογα κατανοητό, η αυτοκτονία δεν αποτελεί έγκλημα και δεν υπάρχει νομοθετική ρύθμιση για την τέλεσή της, αφού δε θα ήταν δυνατό να επιβληθεί ποινή σε έναν αποθανόντα. Στην ελληνική νομοθεσία όμως, δεν προβλέπεται ποινή ούτε για την απόπειρα αυτής. Στην Αιτιολογική Έκθεση του Ποινικού Κώδικα, μάλιστα, και συγκεκριμένα στο άρθρο 279 του Σχεδίου αναγράφεται το εξής: «Η αυτοκτονία δεν αναγράφεται υπό των νεωτέρων νοµοθετών µεταξύ των τιµωρητέων πράξεων, θεωρηθέντος ότι δικαιούται έκαστος να διαθέσει την ιδίαν αυτού ζωή». Από τη διάταξη αυτή φαίνεται ότι πηγάζει το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης της ζωής, μία έκφανση του αυτοπροσδιορισμού κάθε ατόμου. Η άποψη αυτή, ωστόσο, που διατυπώνεται στην Αιτιολογική Έκθεση του Ποινικού Κώδικα έχει αποτελέσει αντικείμενο κριτικής που βασίζεται στη νομική υποχρέωση του ανθρώπου να ζει. Το ζήτημα αυτό είναι ιδιαίτερα σύνθετο, έχει προκαλέσει έντονη διχογνωμία στους κύκλους των νομικών και δύσκολα μπορεί να ρυθμιστεί από το δίκαιο, καθώς εντάσσεται στο πεδίο της ηθικής και της πολιτικής.
H αυτοκτονία, ωστόσο, αναφέρεται στο άρθρο 301 του ελληνικού Ποινικού Κώδικα, το οποίο τυποποιεί μία προνομιούχο παραλλαγή του ΠΚ299 (ανθρωποκτονία από πρόθεση). Πιο συγκεκριμένα, η διάταξη αυτή ρυθμίζει τη συμμετοχή στην αυτοκτονία, ορίζοντας ότι «όποιος κατέπεισε άλλον να αυτοκτονήσει, αν τελέστηκε η αυτοκτονία ή έγινε απόπειρά της, καθώς και όποιος έδωσε βοήθεια κατά την τέλεσή της, η οποία διαφορετικά δε θα ήταν εφικτή, τιμωρείται με φυλάκιση». Το άρθρο αυτό σπάνια εφαρμόζεται στην πράξη και στη δικαστηριακή πρακτική, εμφανίζει, ωστόσο, μεγάλο θεωρητικό ενδιαφέρον. Για να αναλύσουμε, λοιπόν, τη διάταξη, προβαίνουμε σε μία διάκριση μεταξύ αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασής της.
Αρχικά, όσον αφορά την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, αυτή πραγματώνεται με δύο τρόπους: πρώτον, με την κατάπειση, την πρόκληση, δηλαδή, σε άλλον μέσω πειθούς της απόφασης εκτέλεσης αυτοκτονίας (εντός πλαισίου προσωπικής γλωσσικής επικοινωνίας) ή δεύτερον, με την παροχή βοήθειας (με πράξη ή παράλειψη) κατά την αυτοκτονία, η οποία έχει τη μορφή συνέργειας βάσει του ΠΚ47 εδ.β΄. Το έγκλημα είναι υπαλλακτικώς μικτό, καθώς στην περίπτωση που τελεστεί και με τους δύο παραπάνω τρόπους θα επιβληθεί μία ποινή.
Προκειμένου να στοιχειοθετηθεί το ΠΚ301, η πράξη της αυτοκτονίας πρέπει να γίνει από τον ίδιο τον αυτόχειρα –και όχι από τρίτον– ο οποίος μάλιστα κρίνεται απαραίτητο να είναι σε θέση να σταματήσει τη διαδρομή προς τον θάνατο με δική του βούληση και δικές του δυνάμεις (π.χ. ο δράστης ανοίγει τη στρόφιγγα του γκαζιού, αλλά το θύμα έχει τη δυνατότητα να ανοίξει την πόρτα του δωματίου και να σωθεί). Διαφορετικά, αν την πράξη του θανάτου πραγματοποιούσε τρίτος ή αν το θύμα δεν είχε τη δυνατότητα να ανακόψει την πορεία προς τον θάνατό του, τότε δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί η ποινή του ΠΚ301, αλλά θα έπρεπε να επιβληθεί η ποινή της ανθρωποκτονίας από δόλο. Επιπρόσθετος όρος της αντικειμενικής υπόστασης του συγκεκριμένου εγκλήματος είναι και η αιτιώδης συνάφεια. Ο νέος Ποινικός Κώδικας (4619/2019) απαιτεί, δηλαδή, να μην μπορούσε να γίνει με βεβαιότητα η αυτοκτονία χωρίς την παροχή της βοήθειας του δράστη.
Η ανάλυση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος οδηγεί στο συμπέρασμα ότι απαιτείται δόλος (έστω και ενδεχόμενος), για να τιμωρηθεί ο δράστης. Ο δράστης, δηλαδή, πρέπει να θέλει ή τουλάχιστον να αποδέχεται ότι από τη συμπεριφορά του το θύμα είτε θα καταπεισθεί να αυτοκτονήσει είτε θα του παρασχεθεί βοήθεια κατά την αυτοκτονία.
Μία ακόμα περίπτωση που ρυθμίζεται από τον Ποινικό Κώδικα και αφορά την αυτοκτονία είναι η δυαδική αυτοκτονία. Δυαδική αυτοκτονία καλείται η απόφαση δύο ατόμων να αυτοκτονήσουν μαζί. Στην προκειμένη περίπτωση, αν και τα δύο αυτά άτομα αποβιώσουν, δεν προκύπτει νομική ευθύνη, καθώς, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η αυτοκτονία αυτοτελώς είναι μη αξιόποινη. Ζήτημα, όμως, γεννάται στην περίπτωση που ένας από τους δύο επιζήσει. Για να εξετάσουμε, λοιπόν, την ποινή που τυχόν θα επιβληθεί στον επιζήσαντα, πρέπει να διακρίνουμε αν εκείνος που τελικά πέθανε αυτοκτόνησε με δική του ενέργεια ή με ενέργεια εκείνου που επέζησε. Στην πρώτη περίπτωση, ο επιζήσας τιμωρείται με το ΠΚ301 (συμμετοχή σε αυτοκτονία), καθώς η δήλωση της θέλησής του να αυτοκτονήσει μαζί με τον άλλον ή η σύμπραξή του στην τέλεση της αυτοκτονίας εκλαμβάνεται ως βοήθεια ή κατάπειση, ενώ στη δεύτερη περίπτωση ο επιζήσας τιμωρείται για ανθρωποκτονία από δόλο (ΠΚ299). Τέλος, πρέπει να λάβουμε υπόψη και το ενδεχόμενο ο θάνατος να επήλθε από ενέργεια του επιζήσαντα, μετά την οποία, όμως, ο αποθανών είχε τη δυνατότητα να υπαναχωρήσει και να σωθεί. Τότε, ο επιζήσας τιμωρείται με το ΠΚ301 ως συμμέτοχος στην αυτοκτονία και όχι ως ανθρωποκτόνος. Ανάλογη εφαρμογή έχουν τα παραπάνω, βέβαια, και στην περίπτωση της ομαδικής αυτοκτονίας.
Η αυτοκτονία αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα θέµατα-ταµπού για τις περισσότερες κοινωνίες του κόσμου, καθώς πρόκειται για ένα φαινόμενο οριακό της ζωής του ανθρώπου. Η πολυπλοκότητα της αυτοκτονίας, καθώς και οι διαστάσεις που μπορεί να λάβει είναι ο λόγος που ο Ποινικός Κώδικας δεν ορίζει κάτι παραπάνω για την αυτοκτονία και την απόπειρά της. Το δικαίωμα, δηλαδή, στον θάνατο έχει διχάσει τόσο τον κόσμο της ηθικής και της πολιτικής, όσο και τους θεωρητικούς νομικούς· ίσως τελικά ένας νομοθέτης δεν μπορεί να ορίσει και να ρυθμίσει όλες τις πτυχές του ανθρώπινου βίου και της αυτοδιάθεσης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Εγκλήματα κατά της ζωής, ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ, 2η έκδ., 2001
- Α. Β. Καραγιαννόπουλος, ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ – ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ, Αθήνα, 2019