Του Γιώργου Κοσματόπουλου,
Βασικό επιχείρημα κάθε υποψηφίου Προέδρου του ΠΑΣΟΚ (διότι αυτό είναι το μοναδικό κόμμα του -υποτίθεται- πολυκομματικού σχήματος του Κινήματος Αλλαγής) είναι η ικανότητά του να αυξήσει σημαντικά την εκλογική του δύναμη και να το θέσει σε τροχιά επαναφοράς στη θέση που κατείχε στο πολιτικό στερέωμα, πριν από τη μνημονιακή κατάρρευση. Αναγκαία συνθήκη, όμως, για να μεγαλώσεις κάτι είναι να γνωρίζεις τις υφιστάμενες πραγματικές του διαστάσεις, όχι μόνο σε ποσοτικό, αλλά και σε ποιοτικό επίπεδο.
Οι βάσεις των κομμάτων, που έχουν διαγράψει μακρόχρονες διαδρομές στον δημόσιο βίο της χώρας, έχουν σταθερά ιστορικά χαρακτηριστικά, αλλά δεν παύουν να διαφοροποιούνται σε επιμέρους στοιχεία τους συν τω χρόνω.
Γενικότερα, ένα από τα σημαντικότερα λάθη στα οποία υποπίπτουν όσοι επιχειρούν να προσδιορίσουν την ταυτότητα των υποκειμένων του εγχωρίου πολιτικού-κομματικού συστήματος, αφορά την εξέτασή του με βάση δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα. Καίτοι η χώρα μας ανήκει στη Δύση, δεν παύει όμως να αποτελεί ιδιάζουσα περίπτωση σε ό,τι αφορά τις ιδεολογικοπολιτικές μεταβολές που συντελέστηκαν κι εξακολουθούν να βρίσκονται εν κινήσει στην επικράτειά της. Αυτές οι εξελίξεις δεν μπορούν να αναγνωστούν επιτυχώς μόνο υπό το ευρωπαϊκό πρίσμα. Το ΠΑΣΟΚ δεν είναι ένα κλασικό ευρωπαϊκό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, ούτε θα εξελιχθεί κάποτε σε τέτοιο (το ίδιο ισχύει και με τη ΝΔ και τα ευρωπαϊκά συντηρητικά/φιλελεύθερα κόμματα της Ευρώπης). Η διαρκώς διακηρυσσόμενη ανάγκη για μια τέτοια μετεξέλιξή του είτε υπηρετεί ένα εκσυγχρονιστικό επικοινωνιακό αφήγημα είτε είναι απόρροια ανιστόρητων προσεγγίσεων του φαινομένου του και συμπλεγμάτων κατωτερότητας.
Το ΠΑΣΟΚ αποτελεί την τελευταία κομματική έκφραση της Σοσιαλδημοκρατικής Παράταξης. Μιας σημαντικής παράταξης που θέτει την αρχή της στον Γεώργιο Παπανδρέου και την Ένωση Κέντρου, πριν αναλάβει τις τύχες της ο Ανδρέας Παπανδρέου και διά του ΠΑΣΟΚ την καταστήσει τον κατεξοχήν φορέα κυβερνητικής εξουσίας των μεταπολιτευτικών χρόνων. Η Σοσιαλδημοκρατική Παράταξη είχε ανοιχτό μέτωπο, τόσο με την παραδοσιακή Δεξιά, τόσο στη φιλοβασιλική όσο και στη μεταπολιτευτική εκδοχή της, όσο και με την κομμουνιστική και «κομμουνιστογενή» Αριστερά. Βασική ειδοποιός διαφορά δε, ήταν η πατριωτική προσέγγιση των μεγάλων θεμάτων της χώρας και του ελληνισμού εν γένει. Διαφοροποιούνταν από τη δουλική, στη Δύση, Δεξιά, που, μέσω υπέρμετρων παραχωρήσεων στον εξωτερικό παράγοντα, εξασφάλιζε την εύνοιά του στην επιδίωξη του σφετερισμού της κυβερνητικής εξουσίας και της λαφυραγώγησης του κράτους. Διαφοροποιούνταν και από την Αριστερά, που, μπροστά στο ταξικό πρόσημο των διεκδικήσεών της και στην πάλαι ποτέ πρόσδεσή της στα διάφορα διεθνή μπλοκ, δε δίσταζε να λειτουργήσει εναντίον των εθνικών συμφερόντων.
Χωρίς να αγνοεί την ανάγκη εξωτερικών συμμαχιών -άλλωστε, επί ημερών της, η θέση της χώρας στο διεθνές γίγνεσθαι ενισχύθηκε- προσέγγιζε κριτικά τους ευρωπαϊκούς και όχι μόνο θεσμούς. Δε δίσταζε, επίσης, να έρθει σε σύγκρουση και με θεωρητικά ομοϊδεάτες της στη Γηραιά Ήπειρο. Ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου, κατά τη δεκαετία του 1970, πριν ακόμα από την ίδρυση του Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Κινήματος, ασκούσε έντονη κριτική στην Ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία για τον τρόπο που αντιμετώπιζε την έννοια της εθνικής ανεξαρτησίας, δίνοντας αποκλειστικά βάση στη συγκρότηση και ισχυροποίηση του Κοινωνικού Κράτους. Τούτο διότι, σύμφωνα με την προσέγγιση Παπανδρέου, όταν μία χώρα έχει επιτύχει να είναι όσο το δυνατόν πιο ανεξάρτητη, τότε έχει και περισσότερες δυνατότητες να αποφασίσει η ίδια τον τρόπο οργάνωσης της οικονομίας της, κατευθύνοντας πόρους στην Υγεία, την Παιδεία, την Ασφάλιση, συνδυάζοντας ανάπτυξη και κοινωνική συνοχή.
Αυτή ακριβώς η ιδεολογικοπολιτική συγκρότηση της Σοσιαλδημοκρατικής Παράταξης, η ιδιόμορφη, «ελληνική» προσέγγιση εννοιών, όπως ο δημοκρατικός σοσιαλισμός, ήταν που συσπείρωσε συγκεκριμένα κοινωνικά στρώματα στις γραμμές της. Φτάνοντας στη Μεταπολίτευση, το ΠΑΣΟΚ, όσο κι αν αυτοπροσδιορίζεται σήμερα ως κόμμα της Ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας, δεν έχει καν την ίδια αφετηρία από τα αντίστοιχα κόμματα των ευρωπαϊκών χωρών: Δεν προέκυψε από την εργατική τάξη (άλλωστε ούτε οι τάξεις, υπό την κλασική δυτικοευρωπαϊκή τους έννοια, υπήρξαν ή υπάρχουν στην Ελλάδα, καθότι δε γνωρίσαμε Βιομηχανική Επανάσταση…), δεν ήταν ρεφορμιστικό απότοκο ενός κομμουνιστικού κινήματος. Προέκυψε από τα μικρομεσαία στρώματα της ελληνικής κοινωνίας που, ναι μεν είχαν ριζοσπαστικοποιηθεί, κατά τα πρώτα χρόνια από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας κυρίως, αλλά ουδέποτε αμφισβήτησαν πραγματικά κι οργανωμένα τον αστικό χαρακτήρα του πολιτεύματος. Είχαν αυξημένες πατριωτικές ευαισθησίες και την ίδια στιγμή επιζητούσαν την ανοδική κοινωνική κινητικότητα εντός του πλαισίου του κοινοβουλευτισμού. Την ίδια στιγμή, η ΝΔ εργαζόταν στην κατεύθυνση της διατήρησης μιας κατάστασης που ευνοούσε τη διατήρηση των παγιωμένων κοινωνικοοικονομικών δομών προς εξυπηρέτηση των παραδοσιακών μεγάλων συμφερόντων, ενώ η -επίσημα- Αριστερά προσδοκούσε στη διαμόρφωση μιας μίζερης κατάστασης, που θα οδηγούσε τις μάζες στην προλεταριοποίηση και τις ανατρεπτικές πολιτικές ατραπούς. Το ΠΑΣΟΚ ήταν εκείνο, λοιπόν, που συγκρότησε τη μεσαία τάξη της χώρας, η οποία, αποτελούμενη από τους μέχρι τότε «μη προνομιούχους», ήταν η ραχοκοκαλιά της εθνικής οικονομίας και η εκλογική του βάση.
Η χρεοκοπία της χώρας που ακολούθησε, κατά τη γνώμη μου, είναι κυρίως ευθύνη της ΝΔ, ωστόσο το ΠΑΣΟΚ φρόντισε για τη διαχείρισή της. Εκεί ήρθε ο ΣΥΡΙΖΑ και, αναλαμβάνοντας την ηγεσία των αντιμνημονιακών δυνάμεων, μετά την άτακτη υποχώρηση της ΝΔ, λεηλάτησε τη βάση του ΠΑΣΟΚ. Η άποψη ότι η «Δεξιά στροφή» του ΠΑΣΟΚ οδήγησε τον κόσμο του στον ΣΥΡΙΖΑ είναι επιδερμική κι εν πολλοίς εκ του πονηρού. Τα τεράστια πλήγματα -διά των μνημονιών- στην οικονομική και κοινωνική ισχύ της μεσαίας τάξης, η απάλειψη της προσδοκίας της διαρκούς βελτίωσης της θέσης της σε συνδυασμό με την αίσθηση απομείωσης της εθνικής κυριαρχίας, ήταν οι αιτίες της αγανάκτησης. Και αυτά συνέβησαν σε μια περίοδο, όπου η ελληνική κοινωνία βρισκόταν πρωτίστως σε κατάσταση πνευματικής κι εν γένει πολιτισμικής παρακμής, με ευθύνη του πολιτικού συστήματος. Η αποπολιτικοποίηση των δυναμικών στρωμάτων της τα οδήγησε σε αυτοκαταστροφικές επιλογές. Έτσι, εμπιστεύτηκαν ένα κόμμα που ιδεολογικά απεχθάνεται τη μεσαία τάξη -για αυτό κι ως κυβέρνηση εξαπέλυσε οικονομικό πογκρόμ εναντίον της- ενώ, παράλληλα, μισεί και οτιδήποτε το εθνικό.
Κι αυτή είναι η απάντηση και στη «σιωπηρή» αποδοχή του ΣΥΡΙΖΑ, ως ιδεολογικά συγγενούς με το ΠΑΣΟΚ, μιας και μόνο η ΝΔ προσδιορίζεται από τους υποψηφίους Προέδρους, ιδιαίτερα από Γεννηματά και Καστανίδη, ως ιδεολογικός αντίπαλος του ΠΑΣΟΚ. Ίσα-ίσα που δίνουν άλλοθι στον Τσίπρα να παρουσιάζεται ως φυσικός ηγέτης αυτού του δήθεν ιδεολογικά συγγενούς μετώπου, καθότι αρχηγός του μεγαλύτερου κόμματος. Δίνει, επίσης, άλλοθι σε αυτούς που δε θέλουν να δεχτούν ότι εξαπατήθηκαν από τον ΣΥΡΙΖΑ και τον αντιλαμβάνονται ως τη μόνη ρεαλιστική εναλλακτική στον Μητσοτάκη. Είναι δε χαρακτηριστικό παρακμιακής και ελλιπούς πολιτικής συγκρότησης και αδυναμίας ανάπτυξης σοβαρής επιχειρηματολογίας να χαρακτηρίζεται νεοφιλελεύθερη η ΝΔ, την ίδια στιγμή που ορθώς κατηγορείται ότι χρεοκόπησε τη χώρα την περίοδο 2004-2009, εκτινάσσοντας χρέος κι έλλειμμα και προβαίνοντας σε εκατοντάδες χιλιάδες προσλήψεις!
Σε κάθε περίπτωση, η μετακίνηση σημαντικής μερίδας ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ στον ΣΥΡΙΖΑ, οι χυδαιότητες, η άσκηση σωματικής και ψυχολογικής βίας εις βάρος στελεχών του συρρικνωμένου ΠΑΣΟΚ και η παρ’ ολίγον καταστροφή της χώρας το 2015, οδήγησε στη δημιουργία μιας «πασοκικής» βάσης που, στη συντριπτική της πλειοψηφία απεχθάνεται τον ΣΥΡΙΖΑ. Την ίδια στιγμή παρατηρείται και το εξής οξύμωρο: Η βάση του κόμματος έχει αυτό το στίγμα, αλλά η ηγεσία του, στο όνομα της αυτονομίας και της «προοδευτικής διακυβέρνησης», ταυτίζεται πολιτικά σε μια σειρά ζητημάτων με τον ΣΥΡΙΖΑ, όπως για παράδειγμα στη «δικαιωματίστικη» ατζέντα!
Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι σήμερα το ΠΑΣΟΚ χάνει κυρίως προς τη ΝΔ και όχι προς τον ΣΥΡΙΖΑ και, επίσης, δε χωρεί αμφιβολία ότι, αν δεν υπάρξει ανάχωμα σε αυτές τις διαρροές, το μέλλον του διαγράφεται εξαιρετικά δυσοίωνο. Για να αποκτήσει το Κίνημα ένα διακριτό στίγμα, που θα του δίνει λόγο ύπαρξης, οφείλει αφενός να σεβαστεί τα χαρακτηριστικά της σημερινής του βάσης και αφετέρου να εκφράσει εκ νέου τα στρώματα που, παραδοσιακά, έβρισκαν σε αυτό πολιτικό καταφύγιο. Τα στρώματα αποτελούνται από μετριοπαθείς ανθρώπους, που ζητούν ασφάλεια, ισχυρό κοινωνικό κράτος και δυνατότητες ατομικής ανέλιξης. Είναι εκείνα που εξακολουθούν να έχουν αυξημένες πατριωτικές ευαισθησίες τόσο σε ό,τι έχει να κάνει με τις εξωτερικές σχέσεις της χώρας, όσο και σε ό,τι έχει να κάνει με τη διατήρηση ιδιαιτέρων ταυτοτικών χαρακτηριστικών της κοινωνίας της πατρίδας, εν μέσω της παγκοσμιοποίησης. Αποδέχεται τον δυτικό προσανατολισμό της χώρας, αλλά δε θέλει μια Ελλάδα ως ένα άβουλο δεσμώτη της γραφειοκρατίας των Βρυξελλών. Πιστεύει στην προάσπιση των πραγματικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων κι όχι στον ισοπεδωτικό δικαιωματισμό και τη δικτατορία της πολιτικής ορθότητας. Αν υπάρξει ηγέτης που θα αντιληφθεί αυτά τα δεδομένα και θα εκφράσει αυτά τα αιτήματα με ρεαλισμό, αλλά εντάσσοντάς τα και σαν ένα συλλογικό όραμα, τότε το ΠΑΣΟΚ θα ανακάμψει.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ιστορική αναδρομή στην ίδρυση του ΠΑΣΟΚ, tovima.gr, διαθέσιμο εδώ
- Έννοια και σημασία του Κινήματος των Ταυτοτικών, Μανάσι Γκοπαλακρισνάν / Δ. Κυρανούδη, dw.com, διαθέσιμο εδώ