Της Ειρήνης Κοτρούτσου,
Πόσο λυπηρή η διαπίστωση ότι κάποιοι εμμονικά απομακρύνουν τους ανθρώπους από τη σκέψη και την πολιτική δράση με την υιοθέτηση ενός ελιτίστικου τρόπου γραφής και ομιλίας. Αν όσοι γράφουν και μιλούν πολιτικά επιθυμούν πραγματικά να επικοινωνήσουν με το κοινό τους, πρέπει να κάνουν πιο προσιτές τις ιδέες τους. Δε μιλάμε, φυσικά, για έκπτωση στην ουσία και το περιεχόμενο. Προτείνεται, όμως, στους ενδιαφερόμενους να πάψουν να είναι «πολιτικοί και πνευματικοί δεινόσαυροι» – χαρακτηρισμός που αποδίδεται ασχέτως ηλικίας. Και αυτό πρέπει να τονιστεί – όχι μόνο από ανάγκη για υπακοή στην πάνδημη τρέλα του καθωσπρεπισμού. Αλλά για να γίνει αντιληπτό ότι όλοι – ακόμη και οι νέοι που κάνουν τα πρώτα τους βήματα στην κοινωνία των ενηλίκων και στο πολιτικό γίγνεσθαι – χρησιμοποιούν γλώσσα παλιακή ή και στημένη για να κάνουν γνωστές τις ιδέες τους, αρεσκόμενοι στα «πολυφορεμένα τσιτάτα», ενώ πολύ συχνά νομίζουν ότι είναι ακαδημαϊκοί εγνωσμένης αξίας και συγγράφουν επιστημονικό πόνημα. Έτσι, τόσο απλά, καταλήγουν να είναι «πολιτικοί και πνευματικοί δεινόσαυροι».
Πέρα από τη φαιδρότητα του πράγματος και το άφθονο γέλιο που προκαλούν, επιτείνουν ένα σοβαρό πρόβλημα. Με την έπαρση και το μεγαλείο που τους διακατέχει, αγκαλιά με τον γλωσσικό πλούτο, που υποτιθέμενα έχουν κατακτήσει και με ένα αλλόκοτο αίσθημα ευθύνης για την τήρηση των τύπων, γίνονται πρωταγωνιστές ενός έργου χωρίς θεατές. Ή, πιο σωστά, ενός έργου με βουβούς θεατές που δεν μπορούν ούτε να χειροκροτήσουν, αλλά ούτε και να αποδοκιμάσουν, επειδή πολύ απλά δεν καταλαβαίνουν τι εκτυλίσσεται μπροστά τους. Και εδώ οφείλουμε να αναρωτηθούμε για την ενεργό συμμετοχή στη σύγχρονη δημοκρατία.
Η χρήση της γλώσσας είναι ένας πολύ έξυπνος τρόπος να αδρανοποιήσουμε ένα μέρος της κοινωνίας, να σβήσουμε κάθε διάθεση για εμπλοκή στα κοινά, να «τσιμεντώσουμε» την κινητικότητα της σκέψης, να γκρεμίσουμε γέφυρες ανάμεσα σε κόσμους ή να χειραγωγήσουμε και να θολώσουμε τα νερά. Όσοι, λοιπόν, έχουν αγνές προθέσεις ας αφήσουν το λυκειακό και δασκαλίστικο ύφος στην άκρη και ας αποτινάξουν τον σνομπισμό που τους χαρακτηρίζει. Αν και πιστεύω ότι όσοι έχουν ευφυία και ευγλωττία και καταφέρνουν να γίνονται καρικατούρες και κακά αντίγραφα του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου και του Ευάγγελου Παπανούτσου, γνωρίζουν πολύ καλά τις τραγικές επιπτώσεις που έχει η δίψα τους για αναγνώριση της «μεγάλης τους πνευματικότητας». Αγαπούν να επιδεικνύουν τη διανοητική τους ανωτερότητα. Συνειδητά επιλέγουν αυτά τα κακά αντίγραφα να βρίσκονται μακριά από την κοινωνία κι ας μιλούν για θέματα που την ταλανίζουν.
Δε ζητά κανένας να κατακρεουργήσουμε τη γλώσσα, να ξεχάσουμε τους κανόνες, να περιοριστούμε σε ένα λεξιλόγιο εκατό φράσεων, να γίνουμε προσποιητά λαϊκοί. Όσοι, όμως, έχουν μερικά δράμια γνώσεων παραπάνω, όσοι ενδιαφέρονται να διατρανώσουν μία ιδέα, οφείλουν να βοηθήσουν τους γύρω τους να σκεφτούν και να καταλάβουν. Κάντε τις ιδέες λέξεις απλές κι αυτός που θα τις ακούσει θα τις κάνει ξανά ιδέες σύνθετες. Και εδώ πάντα θα υπάρχει ο Αυστριακός φιλόσοφος Ludwig Wittgenstein να υπενθυμίζει ότι «τα όρια της γλώσσας μου καθορίζουν τα όρια του κόσμου μου», να επιμένει ότι «για όσα δεν μπορεί να μιλά κανείς θα πρέπει να σωπαίνει» και να σβήνει κάθε ελπίδα ότι οι πολλοί κάποια στιγμή θα μπορέσουν να καταλάβουν. Απότομη η προσγείωση στην πραγματικότητα;