Της Αριάδνης – Παναγιώτας Φατσή,
Στις Ιστορίες του Ηροδότου (Βιβλίο Η’, Ουρανία), παραδίδεται ένα ενδιαφέρον περιστατικό από τους Περσικούς Πολέμους. Είναι Σεπτέμβριος του 480 π.Χ. και οι στρατηγοί συζητούν για τη ναυμαχία, που επρόκειτο τελικά να γίνει στη Σαλαμίνα και να αποτελέσει μια από τις μεγαλύτερες νίκες κατά των Περσών. Η συζήτηση είναι έντονη, και ο Αθηναίος Θεμιστοκλής προτείνει το σχέδιο μάχης του. Ο Σπαρτιάτης ναύαρχος Ευρυβιάδης, θεωρώντας ότι η πρόταση ήταν ανεδαφική, σηκώνει το ραβδί του για να χτυπήσει τον Θεμιστοκλή, οπότε και ακούγεται η παροιμιώδης και στις μέρες μας έκφραση «Πάταξον μεν, άκουσον δε!». Ποιος από εμάς δεν έχει πει κάτι ανάλογο σε κάποια διαφωνία; Ο καθένας μας έχει την ανάγκη να ακουστεί και να αναπτύξει το επιχείρημά του, πράγμα που γίνεται ακόμη πιο σημαντικό σε τομείς όπως το Διοικητικό Δίκαιο, όπου συχνά με ατομικές διοικητικές πράξεις επίκεινται δυσμενείς συνέπειες για τον διοικούμενο. Τούτο έχει αποτυπωθεί μέσα από διαδικασίες αιώνων και στη νομική παράδοση.
Το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης πηγάζει στο ελληνικό δίκαιο από το άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος. «Το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης του ενδιαφερομένου ισχύει και για κάθε διοικητική ενέργεια ή μέτρο που λαμβάνεται σε βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων του», αναφέρει το Σύνταγμα της Ελλάδος. Το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης κατοχυρώνεται και στον Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (άρθρο 6). Στο ενωσιακό δίκαιο, υπάρχει πάγια νομολογία του ΔΕΚ για το δικαίωμα αυτό, ενώ πλέον έχει ενσωματωθεί και στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΧΘΔΕΕ, άρθρο 41 παρ. 2 περ. α’).
Τώρα, λοιπόν, γνωρίζουμε τι είναι αυτό το δικαίωμα. Αν, όμως, ρωτούσε κανείς πού εμφανίζεται για πρώτη φορά, τι θα του λέγατε; Όταν αυτή η ερώτηση έγινε στο αμφιθέατρο της Νομικής Σχολής Αθηνών, η γράφουσα δεν μπόρεσε να υποψιαστεί την απάντηση – κι όμως, είναι εύλογη. Οι πρώτοι άνθρωποι –ή έστω χαρακτήρες– που είχαν την ευκαιρία να υπερασπιστούν τον εαυτό τους πριν από ένα δυσμενές διοικητικό μέτρο, δεν ήταν άλλοι από τον Αδάμ και την Εύα! Κι αν νομίζετε ότι υπεραναλύω, ας δούμε τι έχει να πει μια απόφαση – σταθμός για το θέμα από το βρετανικό δίκαιο, που συμπεριέλαβε στην αιτιολογία της την εν λόγω ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης.
Η ιστορία μας ξεκινά το μακρινό 1723, οπότε ο Dr Bentley, ένας κάπως ιδιόρρυθμος ακαδημαϊκός, αρνείται να συμμετέχει σε μια διαδικασία ρύθμισης των χρεών του στην οποία έχει προσκληθεί από τον τότε Αντιπρύτανη του Πανεπιστημίου του Cambridge, θεωρώντας ότι ο τελευταίος δεν είχε αρμοδιότητα να δράσει με αυτόν τον τρόπο. Αν και όλες οι βιογραφίες του Bentley τον περιγράφουν ως έναν αυταρχικό ακαδημαϊκό, που δεν είχε ιδιαίτερο δισταγμό να προσβάλει και να μειώσει τους συναδέλφους του, θεωρείται ότι υπήρξε ένας από τους πιο σημαντικούς Βρετανούς ακαδημαϊκούς. Η συμπεριφορά του, όμως, έμελλε να του δημιουργήσει προβλήματα. Εκτός από την άρνησή του να δεχθεί την αρμοδιότητα του Αντιπρύτανη σχετικά με τη διαδικασία εκείνη, ο Bentley θεώρησε σκόπιμο να τον «κοσμήσει» επιπλέον με προσβολές, αποκαλώντας τον ηλίθιο. Το Πανεπιστήμιο του Cambridge αποφασίζει να ανακαλέσει τα πτυχία του Bentley, ο οποίος ήταν διδάκτωρ της Θεολογίας στο εν λόγω Πανεπιστήμιο.
Καλά όλα αυτά, θα μου πείτε, αλλά τι σχέση μπορούν να έχουν με τα νομικά; Λοιπόν, αν σκεφτείτε το Πανεπιστήμιο του Cambridge ως φορέα δημόσιας εξουσίας και την απομάκρυνση των πτυχίων του Bentley ως ενός είδους διοικητική πράξη, μάλλον καταλάβατε ήδη πώς συνδέεται με το θέμα του άρθρου η εν λόγω υπόθεση. Μπορεί ο Bentley να πήγαινε κάπως γυρεύοντας, αλλά η αφαίρεση των τίτλων σπουδών έγινε χωρίς να κληθεί ο ίδιος για να υπερασπιστεί τον εαυτό του – και αυτό ήταν το καθοριστικό σημείο της υπόθεσης.
Το Court of King’s Bench, όργανο που ασχολήθηκε με ποινικές και αστικές κυρίως υποθέσεις, αλλά και με την επίβλεψη άλλων δικαστηρίων, ανέτρεψε την απόφαση του Cambridge και υποχρέωσε σε ανάκληση της αποστέρησης των τίτλων σπουδών του Bentley, διότι δεν του είχε προηγουμένως δοθεί η δυνατότητα να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Ο δικαστής Fortescue έκρινε σχετικά: «Οι νόμοι του Θεού και του ανθρώπου δίνουν στην κάθε πλευρά την ευκαιρία να υπερασπιστεί τον εαυτό της, εάν έχει κάτι να πει. Θυμάμαι ότι άκουσα έναν πολύ έμπειρο άνθρωπο να παρατηρεί, σε μια τέτοια περίπτωση, ότι ούτε ο ίδιος ο Θεός δεν καταδίκασε τον Αδάμ πριν τον καλέσει να υπερασπιστεί τον εαυτό του» (μτφ. της συντάκτριας).
Αυτή η ιδέα δεν ήταν, όμως, καθόλου καινούργια επινόηση του Fortescue. Ήδη από τα προηγούμενα χρόνια, και ιδιαίτερα σε περιπτώσεις εκκλησιαστικών δικαστηρίων για παραβάσεις κληρικών, η γενική ιδέα ήταν ότι αφού ο Θεός, παρόλο που είναι παντογνώστης, έδωσε την ευκαιρία στους Πρωτόπλαστους να πουν τη δική τους πλευρά των γεγονότων, δεν μπορεί παρά να αξιώνουμε το ίδιο από τους ανθρώπους που κρίνουν, και ως άνθρωποι μπορούν να σφάλλουν. Στη συνέχεια, πολλές υποθέσεις του βρετανικού case law επανήλθαν σε αυτήν την κρίση, θεμελιώνοντας μια θεώρηση του δικαιώματος προηγούμενης ακροάσεως ως παράγοντα που μεταξύ άλλων εγγυάται μια δίκαιη διαδικασία.
Ένα νομικό σύστημα που σέβεται τους διοικουμένους σίγουρα δεν μπορεί παρά να αποτελείται από τέτοιες δίκαιες διαδικασίες. Μπορεί η αναφορά σε ένα θρησκευτικό κείμενο να μη λέει απολύτως τίποτα σε πολλούς ανθρώπους, αλλά το γεγονός ότι αυτό μετουσιώθηκε και έγινε αιτιολογία μιας δικαστικής απόφασης που μνημονεύουμε μέχρι σήμερα είναι μια ένδειξη νομικής εφευρετικότητας και γενικότερης καλλιέργειας. Σε τελική ανάλυση, ίσως νομικός και όχι μόνο πολιτισμός να είναι να έχεις το δικαίωμα να υπερασπιστείς τον εαυτό σου, ακόμη κι αν έχεις πει ηλίθιο τον Αντιπρύτανη του Cambridge, και να γνωρίζεις ότι ο αρμόδιος θεσμός θα είναι εκεί για να σε ακούσει.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- R v Chancellor of the University of Cambridge (Dr Bentley’s Case), 1723.
- Procedural Fairness – Indispensable to Justice?, Chief Justice Robert S French, The University of Melbourne Law School, διαθέσιμο εδώ.
- Το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης, prevedourou.gr, διαθέσιμο εδώ.