Της Ελένης – Μαρίας Παναγή,
Ένας από τους βασικότερους τρόπους προστασίας που παρέχει το δίκαιο στον καταναλωτή είναι ο τριπλός δικαστικός έλεγχος των γενικών όρων συναλλαγών (ΓΟΣ). Πρόκειται για όρους που προδιατυπώνονται εκ μέρους των προμηθευτών, όπως είναι χαρακτηριστικά τα πιστωτικά ιδρύματα, με σκοπό την ενσωμάτωσή τους στο εσωτερικό μελλοντικών συναπτόμενων με πελάτες συμβάσεων. Οι όροι αυτοί υφίστανται έναν τριπλό έλεγχο εκ μέρους των δικαστηρίων σχετικά πρώτον με το κατά πόσο έχουν ενσωματωθεί νομότυπα σε μια σύμβαση, δεύτερον ως προς την ερμηνεία τους και τρίτον σχετικά με τον έλεγχο της καταχρηστικότητάς τους.
Κατά το πρώτο στάδιο ελέγχου της νομότυπης ενσωμάτωσής τους ελέγχεται αν οι όροι αυτοί έχουν διατυπωθεί κατά τρόπο σαφή και ευανάγνωστο στο πλαίσιο του συμβατικού κειμένου, ώστε να δημιουργούν στον καταναλωτή μια ευκρινή εικόνα σχετικά με το περιεχόμενό τους. Ακόμη, ελέγχεται αν αυτοί οι όροι περιέχονται σε εμφανές σημείο του κειμένου ή αν γίνεται σαφή παραπομπή σε αυτούς και γενικότερα αν επιτρέπουν στον καταναλωτή να αντιληφθεί όχι μόνο την ύπαρξη των ΓΟΣ στη σύμβαση αλλά και το ουσιαστικό νόημα αυτών. Αν το πιστωτικό ίδρυμα υπαιτίως υπέδειξε στους πελάτες την ύπαρξη κάποιων λαθεμένων ΓΟΣ ή αν απέκρυψε κάποιους από τους καταναλωτές, τότε οι όροι αυτοί θεωρούνται ως μη ενταγμένοι στην εν λόγω σύμβαση. Κατά το δεύτερο στάδιο της ερμηνείας εφαρμόζονται διάφοροι ερμηνευτικοί κανόνες για την ανεύρεση του πραγματικού τους νοήματος, όπως ο κανόνας ότι σε περίπτωση αμφιβολίας οι ΓΟΣ ερμηνεύονται υπέρ του πελάτη. Κατά το τρίτο και τελευταίο στάδιο του ελέγχου αυτού της καταχρηστικότητας εξετάζεται κατά πόσο οι ΓΟΣ περιέχουν ρυθμίσεις που κείνται σε βάρος του καταναλωτή. Η καταχρηστικότητα είναι μια γενική έννοια που θεμελιώνεται υπό το πρίσμα διαφόρων παραγόντων, όπως ο σκοπός της σύμβασης, οι ειδικές συνθήκες της σύναψης της και η προσωπικότητα του καταναλωτή. Η καταχρηστκότητα των ΓΟΣ επισύρει την ακυρότητά τους. Πέραν όμως των παραπάνω κριτηρίων οι ΓΟΣ θα πρέπει να είναι πλήρως σαφείς και κατανοητοί από τον πελάτη, ώστε να μη του δημιουργούν καμία αμφιβολία περί του περιεχομένου τους εκπληρώνοντας έτσι την αρχή της διαφάνειας.
Γιατί όμως να καθιερωθεί υποχρεωτικός έλεγχος του περιεχομένου των ΓΟΣ; Την απάντηση σε αυτό το ερώτημα τη δίνει η οικονομική ανάλυση του δικαίου τονίζοντας πως οι αποδέκτες των ΓΟΣ συχνά αποδέχονται τους όρους αυτούς στο πλαίσιο συμβάσεων αρκούμενοι σε μια απλή ανάγνωση δίχως να εξετάζουν περαιτέρω τη φύση και το περιεχόμενό τους, με αποτέλεσμα να πλήττονται υπέρμετρα τα συμφέροντά τους. Αιτία αυτού του φαινομένου είναι η έντονη πληροφοριακή ασυμμετρία που υφίσταται μεταξύ των αποδεκτών των ΓΟΣ (καταναλωτές) και των συντακτών τους δεδομένου ότι οι δεύτεροι ενόψει της μακροχρόνιας πείρας τους στον χώρο της αγοράς μπορούν εύκολα να «κατασκευάσουν» ΓΟΣ ιδιαίτερα επαχθείς για τους αποδέκτες. Από την άλλη οι προμηθευτές γνωρίζοντας την ελλιπή προσοχή των πελατών, καθώς και τη μη καταβολή εκ μέρους τους κόπου για την ενδελεχή ανάγνωση των ΓΟΣ, θέτουν καταχρηστικούς όρους που κείνται σε βάρος των καταναλωτών. Γιατί όμως οι πελάτες με τη σειρά τους δεν εξετάζουν προσεκτικά τους ΓΟΣ και αρκούνται σε μια άκριτη αποδοχή τους στα πλαίσια μιας σύμβασης; Ή, για να γίνει πιο εύληπτο, γιατί πολλές φορές συνάπτουμε συμβάσεις δίχως να διαβάζουμε τα «ψιλά γράμματα» τα οποία είναι μικροσκοπικά και καταλαμβάνουν μεγάλη έκταση του συμβατικού κειμένου;
Βάσει λοιπόν την οικονομικής ανάλυσης του δικαίου, ο μέσος πελάτης που αποδέχεται αβλεπτί τους όρους σκέπτεται ορθολογικά. Εξάλλου στόχος της επιστήμης της οικονομικής ανάλυσης του δικαίου είναι να προβλέψει με τη χρήση οικονομικών εργαλείων την ανθρώπινη συμπεριφορά στηριζόμενη στην παραδοχή ότι ο άνθρωπος είναι ορθολογικό όν (homo oeconomicus) που δρώντας με ιδιοτέλεια και απορρίπτοντας οποιαδήποτε συναισθηματική αδυναμία επεξεργάζεται τα προσληφθέντα από αυτόν στοιχεία και προβαίνει εν τέλει σε εκείνες τις επιλογές που μεγιστοποιούν την ατομική του ωφέλεια. Έτσι και εδώ ο αποδέκτης των ΓΟΣ σκεπτόμενος το κόστος που πρέπει να καταβάλλει σε πνευματικές διεργασίες και σε χρόνο για να αναγνώσει και να «εισπνεύσει» τους ΓΟΣ σε σχέση με το όφελος που θα λάβει από την ευόδωση των παραπάνω ενεργειών (αποτροπή αποδοχής δυσμενών για αυτόν όρων), αντιλαμβάνεται ότι το συνολικό κόστος είναι υψηλότερο από το όφελός του και έτσι απέχει από οποιαδήποτε προσπάθεια κατανόησης των ΓΟΣ. Στη μείωση αυτού του υψηλού κόστους οδηγεί αναμφισβήτητα η καθιέρωση του δικαστικού ελέγχου των ΓΟΣ. Ο έλεγχος αυτός μειώνει τόσο τον χρόνο που πρέπει να ξοδευτεί για την ανάγνωση τους, όσο και το κόστος αναζήτησης των πληροφοριών για την κατανόησή τους.
Ο αναγκαστικός όμως έλεγχος των ΓΟΣ συμβάλλει και στην αποφυγή ενός άλλου φαινομένου, αυτού της καθοδικής σπείρας (race to the bottom), που διατύπωσε για πρώτη φορά ο Aμερικανός οικονομολόγος George Akerlof. Η κατάσταση της πληροφοριακής ασυμμετρίας που χαρακτηρίζει τους καταναλωτές οδηγεί τους προμηθευτές και ιδίως τα πιστωτικά ιδρύματα να προσελκύουν πελάτες προβαίνοντας σε δελεαστικές προσφορές (π.χ. υψηλό επιτόκιο και χαμηλή προμήθεια) ρυθμίζοντας όμως στα «ψιλά γράμματα» άλλα κρίσιμα ζητήματα που οι καταναλωτές αδιαφορούν να ελέγξουν. Έτσι, οι προμηθευτές αυξάνουν την πελατεία τους αποκτώντας ανταγωνιστικό προβάδισμα έναντι των ανταγωνιστών τους, γεγονός που οδηγεί τους τελευταίους στο να ακολουθήσουν με τη σειρά τους την ίδια τακτική πυροδοτώντας έτσι έναν ανταγωνισμό προς τον πάτο και απειλώντας την αγορά με κατάρρευση. Συνεπώς, ο δικαστικός έλεγχος των ΓΟΣ όχι μόνο προστατεύει τον καταναλωτή, ο οποίος βρίσκεται σε θέση διαπραγματευτικής αδυναμίας απέναντι στον καλά πληροφορημένο προμηθευτή, αλλά ταυτόχρονα ολόκληρη την αγορά.
Ένα τελευταίο σημείο συμβολής του υποχρεωτικού ελέγχου των ΓΟΣ είναι το γεγονός ότι προλαμβάνει σφάλματά μας, στα οποία θα υποπίπταμε ενόψει της υπεραισιοδοξίας που παρουσιάζει συχνά η ανθρώπινη μας φύση. Πράγματι, δεν είναι λίγες οι φορές που, υπερεκτιμώντας τις δυνατότητές μας, αναλαμβάνουμε συμβατικές δεσμεύσεις βάσει της σημερινής μας καλής οικονομικής κατάστασης, δίχως να υπολογίζουμε το ενδεχόμενο μελλοντικής ανατροπής της. Πρόκειται για το φαινόμενο της «υπερβολοειδούς προεξόφλησης», σύμφωνα με το οποίο επιμένουμε στο να προεξοφλούμε μια καλή εξέλιξη της σύμβασης, κλείνοντας τα μάτια μπροστά σε ενδεχόμενους μακροπρόθεσμους κινδύνους. Έτσι, λοιπόν, οι αποδέκτες των ΓΟΣ αποδέχονται την ενσωμάτωση δυσμενών για αυτούς όρους, επιδιώκοντας αποκλειστικά την άμεση απόλαυση ενός αγαθού και αδιαφορώντας για την επέλευση δυσμενών μελλοντικών συνεπειών.
Όπως γίνεται λοιπόν αντιληπτό, όλα τα παραπάνω συνιστούν επιχειρήματα που συνηγορούν υπέρ του αναγκαστικού ελέγχου των Γενικών Όρων Συναλλαγών, προκειμένου να προστατευθούν οι καταναλωτές από τυχόν βουλητικές τους αδυναμίες, αλλά και να εξασφαλισθεί ένας «υγιής» ανταγωνισμός μεταξύ των παραγόντων της αγοράς που θα προάγει τις συναλλακτικές επαφές και θα τονώνει την ίδια την αγορά.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Χρήστος Βλ. Γκόρτσος, Νικόλαος Κ. Ρόκας, Αλεξάνδρα Π. Μικρουλέα, Χριστίνα Κ. Λιβαδά, “Στοιχεία τραπεζικού δικαίου” (3η αναθεωρημένη έκδοση), Νομική Βιβλιοθήκη, 2016
- Αντώνης Γ. Καραμπατζός, “Ιδιωτική Αυτονομία και Προστασία του Καταναλωτή: Μια συμβολή στη συμπεριφορική οικονομική ανάλυση του δικαίου”, Π.Ν. Σάκκουλας