Της Δανάης Λυπιρίδη,
Σύμφωνα με τη ρωσική θεώρηση των διεθνών σχέσεων, η παγκοσμιοποίηση έχει οδηγήσει στην αποκέντρωση της παγκόσμιας οικονομικής και αναπτυξιακής δυναμικής, συντελώντας στη δημιουργία ενός πολυπολικού διεθνούς συστήματος. Η παγκόσμια οικονομική και πολιτική κυριαρχία των παραδοσιακών δυτικών δυνάμεων φαίνεται σταδιακά να ελαχιστοποιείται και αναπτύσσονται νέα κέντρα οικονομικής ισχύος στην περιοχή της Ασίας-Ειρηνικού. Σε αυτό το πλαίσιο, οι εντάσεις και η διεθνής αστάθεια αυξάνονται, λόγω των ανισοτήτων στην παγκόσμια ανάπτυξη και των προσπαθειών των δυτικών δυνάμεων (και ειδικότερα των Ηνωμένων Πολιτειών) να διατηρήσουν την υπερέχουσα θέση τους στην παγκόσμια διακυβέρνηση. Το εν λόγω ασταθές διεθνές περιβάλλον παρέχει την κατάλληλη ευκαιρία για τη Ρωσία να πετύχει την εδραίωσή της ως κέντρου επιρροής στο διεθνές σύστημα.
Η σημερινή στρατηγική σύγκληση Ρωσίας και Κίνας επιδιώκει, λοιπόν, να αποτελέσει αντίβαρο στον ηγεμονισμό των Η.Π.Α. Σύμφωνα τόσο με τον κλασικό ρεαλισμό όσο και με τον νεορεαλισμό, μια μονοπολική διεθνής τάξη είναι εγγενώς ασταθής και η εμφάνιση μιας μοναδικής κυρίαρχης δύναμης θα οδηγήσει άλλες δυνάμεις από κοινού να αντιταχθούν στον «ηγεμόνα». Χαρακτηριστικά, ο κλασικός ρεαλιστής θεωρητικός Hans Morgenthau υποστήριζε ότι τα κράτη επιδιώκουν την κυριαρχία, αλλά ότι η ισορροπία δυνάμεων οδηγεί στην αποκατάσταση της διεθνούς ισορροπίας, ενώ ο νεορεαλιστής Kenneth Waltz θεωρούσε ότι το ένστικτο της επιβίωσης στο πλαίσιο της διεθνούς αναρχίας οδηγεί τα κράτη να συμπεριφέρονται με τρόπους που τείνουν προς τη δημιουργία ισορροπιών εξουσίας. Τόσο η Ρωσία όσο και η Κίνα φαίνεται να ενοχλούνται από τις μονομερείς παρεμβάσεις των Η.Π.Α. στα εσωτερικά ζητήματα τρίτων κρατών, οι οποίες πηγάζουν από την εξέχουσα θέση ισχύος της στο διεθνές σύστημα και την αδιάκοπη υποστήριξή τους προς τις πολιτικές του Ισραήλ. Επομένως, επιζητούν την αλλαγή του συσχετισμού ισχύος στη σύγχρονη παγκόσμια διακυβέρνηση και την εδραίωση του πολυπολισμού, ο οποίος θα εξασφαλίζει τα ουσιώδη οικονομικά συμφέροντα και την ασφάλειά τους.
Ενδεικτικό παράδειγμα της εν λόγω στρατηγικής σύγκλησης αποτελεί το ιδιαίτερα φιλικό και συνεργατικό κλίμα μεταξύ της Ρωσίας και της Κίνας, όσον αφορά την εκμετάλλευση του Αρκτικού Κύκλου, καθώς συνδυάζεται η ρωσική realpolitik με την κινεζική οικονομική ισχύ. Η Ρωσία είναι αποφασισμένη να αναπτύξει τα κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου και να εξορύξει τις σπάνιες γαίες της περιοχής, ενισχύοντας περεταίρω τις ενεργειακές εξαγωγές της. Οι τεράστιες εκτάσεις του Άπω Βορρά της Ρωσίας είναι πλούσιες σε ορυκτά και καύσιμα, ωστόσο στερούνται υποδομών, επενδύσεων και εργατικού δυναμικού. Αυτό το γεγονός συμφέρει την Κίνα, διότι αποζητά τη διαφοροποίηση του ενεργειακού της μείγματος, την ελαχιστοποίηση της εξάρτησής της από τα Στενά της Μαλάκκα και την αποφυγή του ανταγωνιστικού συνωστισμού στη νότιο Σινική θάλασσα· γι’ αυτό και δύναται να διαθέσει τους οικονομικούς της πόρους για επενδύσεις στις κατάλληλες υποδομές.
Η Ρωσία αναγνωρίζει και παρακολουθεί τη ραγδαία οικονομική άνοδο του κινεζικού κράτους, καθώς θα μπορούσε να την παραγκωνίσει από τη θέση της στο διεθνές σύστημα και να αποτελέσει αυτό το μοναδικό δέος έναντι των Η.Π.Α. Ωστόσο, τόσο η ίδια όσο και η Κίνα δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν μέχρι στιγμής τον δυτικό άξονα ολομόναχες. Η Ρωσία υστερεί στις οικονομικές της δυνατότητες, σε σχέση με άλλες δυτικές χώρες, ενώ η Κίνα δεν έχει αποκτήσει ακόμη τη διπλωματική-πολιτική επιρροή και δικτύωση που κατέχει η Ρωσία. Επιπλέον, η Ρωσία, και ιδίως η Κίνα, εξαρτώνται ακόμη και σε σημαντικό βαθμό από την ανοικτή πρόσβαση στις δυτικές αγορές. Επομένως, η δημιουργία μιας πλήρους αντιδυτικής συμμαχίας δε θα μπορούσε να καταστεί βιώσιμη για την οικονομική τους ανάπτυξη.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
-
Braekhus, Kyrre και Overland, Indra. “A Match Made in Heaven? Strategic Convergence between China and Russia”. China and Eurasia Forum Quarterly. 5 (2), 2007, σελ. 41-61.