Του Νικόλαου Τσελέντη,
Η μακροημέρευση των κρατών, αν και πρωταρχικός στόχος των κυβερνήσεων, αποτελεί δύσκολο εγχείρημα, καθώς επιτυγχάνεται μέσω της λήψης αποφάσεων που προάγουν το κοινό συμφέρον, ενώ πολλάκις έχει αποδειχθεί πως οι εκάστοτε ηγεσίες προσβλέπουν στην ικανοποίηση ιδίων αναγκών, δημιουργώντας αναπόφευκτα εγγενείς συγκρούσεις. Οι οιεσδήποτε αναταραχές, με τη σειρά τους, επιφέρουν συχνά την ανατροπή των αυταρχικών καθεστώτων ή, αντιθέτως, εντείνουν τη ρήξη λαού και κυβερνώντων. Στις περισσότερες δε περιπτώσεις, η παραμονή των υπαρχόντων πολιτικών και η καταστολή των αντιφρονούντων οδηγεί σε τέλμα, αλλά ακόμη και η καθαίρεση του διεφθαρμένου κυβερνητικού επιτελείου δεν αλλάζει ριζικά την υφιστάμενη κατάσταση. Αυτό οφείλεται, κυρίως, στη δράση του στρατού, ο οποίος διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στα πολιτικά τεκταινόμενα, με αποτέλεσμα όχι μόνο να «ρίχνει» κυβερνήσεις κατά το δοκούν, μα πρωτίστως να λειτουργεί πραξικοπηματικά, επιβάλλοντας εκ νέου απολυταρχίες. Ένα τέτοιο τρανό παράδειγμα, που πληροί τις προαναφερθείσες παραμέτρους, συνιστά η Αφρικανική Ήπειρος.
Τα αφρικανικά κράτη, με τη σύγχρονη μορφή που τα γνωρίζουμε σήμερα, μετρούν μόλις μερικές δεκαετίες ύπαρξης. Η περίοδος αποαποικιοποίησης ξεκίνησε περί το 1950 και ολοκληρώθηκε 20 χρόνια μετά, μεταβάλλοντας ραγδαία την όποια αντίληψη για το παγκόσμιο στερέωμα. Τόσο η διαδικασία της ανεξαρτητοποίησης καθαυτής όσο και η μετέπειτα προσπάθεια εγκαθίδρυσης μεστών δημοκρατιών, κατά τα δυτικά πρότυπα, επετεύχθη με μόχθο και «αίμα». Σε καμία από τις δύο ενέργειες ο δρόμος δεν ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα, εφόσον οι Ευρωπαίοι κατακτητές δεν αποχώρησαν αμαχητί, ενώ, στη συνέχεια, οι γηγενείς επίδοξοι πολιτικοί θεώρησαν το κενό στην εξουσία ως μία καλή ευκαιρία για να εδραιωθούν στο ανώτατο αξίωμα επ’ αόριστον. Έτσι, ανήλθαν εν μία νυκτί στο πηδάλιο της ηγεσίας και αρνήθηκαν να το παραδώσουν κατά τη βούληση του λαού τους, εξωθώντας τον καταβεβλημένο πληθυσμό και το σώμα του στρατού να λάβει μέρος στο πολιτικό γίγνεσθαι, γεννώντας έναν αέναο κύκλο αστάθειας και πραξικοπημάτων.
Προς επίρρωση των ειρημένων, σύμφωνα με στοιχεία μία έρευνας, από το 1956 μέχρι το 2001 σημειώθηκαν 188 προσπάθειες πραξικοπήματος στην Αφρική, εκ των οποίων ευοδώθηκαν τα 80. Οι αριθμοί αυτοί φανερώνουν πως κατά μέσο 4 πραξικοπήματα ανά έτος διενεργούνταν στις αφρικανικές χώρες, με ορισμένες να τα βιώνουν κατ’ επανάληψιν, δίχως να εξομαλύνεται ή έστω να περιορίζεται η εσωτερική τους κρίση. Η Μπουρκίνα Φάσο, ένα μικρό και περίκλειστο κράτος της Δυτικής Αφρικής, κατέχει τα ηνία στην εν λόγω λίστα, απαριθμώντας 10 πραξικοπήματα (επιτυχημένα και ανεπιτυχή), και δεν έχει κατορθώσει εν έτει 2021 να αποκτήσει ένα σταθερό πολίτευμα, όπου δεν θα παρεμβαίνουν οι ένοπλες δυνάμεις. Ενδεικτικά, ακολουθούν το Σουδάν με 9, η Νιγηρία -το μεγαλύτερο κράτος της ηπείρου- με 8, αν και το τελευταίο υλοποιήθηκε τη δεκαετία του ’90, η Ουγκάντα με τουλάχιστον 5, ενώ ιδιαίτερης μνείας χρήζει το γεγονός ότι η ευρύτερη περιοχή της Δυτικής Αφρικής «ελκύει» πραξικοπηματικές συμπεριφορές, σε αντίθεση με το νότιο τμήμα που φαίνεται να διαπνέεται ως επί το πλείστον από δημοκρατικά ιδεώδη.
Η «παράδοση» της Δυτικής Αφρικής
Μπορεί να λεχθεί πως, εν συνόλω, η Αφρική ταλανίζεται από, εσωτερικές και μη, έριδες και κατ’ επέκταση η ειρήνη θεωρείται αρκετές φορές κάτι το ακατόρθωτο. Ιδίως η Δυτική Αφρική έχει πληγεί ανεπανόρθωτα από τη διχόνοια και, δυστυχώς, για ακόμη μία φορά έρχεται αντιμέτωπη με τις θυμήσεις του πραξικοπηματικού παρελθόντος. Συγκεκριμένα, σε διάστημα ενός χρόνου εκτυλίχθηκαν τρία πραξικοπήματα εντός της επικράτειας: στο Μάλι και τη Γουινέα. Η πρώτη χώρα ήρθε αντιμέτωπη με δύο(!) τέτοια περιστατικά σε λιγότερο από δώδεκα μήνες, κατόπιν πρωτοβουλίας τμημάτων του στρατού, και η δεύτερη ακολούθησε παρόμοια τροχιά πριν από δεκαπέντε ημέρες. Ας εξετάσουμε, λοιπόν, τις δύο περιπτώσεις αναλυτικότερα.
Στο Μάλι, τον Αύγουστο του 2020, στρατιωτικές μονάδες προχώρησαν στη σύλληψη του δις εκλεγμένου Προέδρου Ibrahim Boubacar Keïta, καθώς επίσης και των υψηλών αξιωματούχων του, συμπεριλαμβανομένου του Πρωθυπουργού Boubou Cissé. Ευθύς αμέσως, ο Keïta ανακοίνωσε την παραίτησή του, με το λαό να χαιρετίζει αρχικά την κίνηση του στρατού, διότι η ηγεσία είχε κατηγορηθεί για εκλογική νοθεία, έξαρση της ισλαμοφοβίας και κακή διαχείριση της πανδημίας. Ακολούθησε ο διορισμός μίας μεταβατικής κυβέρνησης, βάσει των προτιμήσεων του Assimi Goïta, Συνταγματάρχη που οργάνωσε το πραξικόπημα, υποσχόμενος να διεξαχθούν σύντομα ελεύθερες εκλογές. Αντ’ αυτού, βέβαια, στις 24 Μαΐου 2021, η απομάκρυνση δύο Υπουργών, φίλα προσκείμενων στον στρατό, από τον προσωρινό Πρόεδρο και Πρωθυπουργό προκάλεσε την εκ νέου παρέμβαση του Goïta, ανακαταλαμβάνοντας την εξουσία, μέχρις ότου χρειασθεί.
Στη Γουινέα, οι πρώτες δημοκρατικές εκλογές πραγματοποιήθηκαν το κοντινό 2010. Τότε, είχε ανακηρυχθεί Πρόεδρος της χώρας ο Alpha Condé και, μάλιστα, διεκδίκησε το 2015 για ακόμη μία φορά το χρίσμα, καταφέρνοντας να επικρατήσει ξανά. Λίγο πριν το τέλος της δεύτερης θητείας του -που θα ήταν και η τελευταία, αφού απαγορεύεται συνταγματικά η παραμονή ενός ηγέτη για παραπάνω από δύο πενταετίες- ο Condé τροποποίησε το άρθρο του Συντάγματος, δηλώνοντας επισήμως πως θα θέσει υποψηφιότητα τρίτη συνεχή φορά. Μάλιστα, μέσα σε ένα κλίμα γενικότερης αμφιβολίας για την καθαρότητα της εκλογικής διαδικασίας, ο Condé υπερνίκησε τον αντίπαλό του, Diallo, στις εκλογές του περασμένου έτους, πυροδοτώντας μαζικές αντιδράσεις. Έτσι, φθάνοντας στις 5 Σεπτεμβρίου του 2021, ο στρατός, υπό τον Mamady Doumbouya, συνέλαβε τον 83χρονο Πρόεδρο και ανήγγειλε την ανάληψη της εξουσίας από τον ίδιο, ούτως ώστε να «απελευθερωθεί» ο λαός της Γουινέα. Πράγματι, ανεξαρτήτου έκβασης στην πολιτική σκηνή του κράτους, οι πολίτες ξεχύθηκαν στους δρόμους στο άκουσμα των χαρμόσυνων γι’ αυτούς ειδήσεων.
Η εξάπλωση της «πραξικοπηματικής νόσου»
Εμπνευσμένο και συνάμα ορμώμενο από την πραξικοπηματική δράση στο Μάλι, το Τσαντ, το οποίο κείται στην Κεντρική Αφρική, πορεύθηκε αναλόγως. Ο επί 31 συναπτά έτη αρχηγός του κράτους, ονόματι Idriss Déby, δολοφονήθηκε μεσούσης των εχθροπραξιών τον Απρίλιο του 2021, όταν δηλαδή, μαζί με μία μαχητική ομάδα, αντιμετώπιζε το Μέτωπο για Αλλαγή και Ομόνοια στο Τσαντ (the Front for Change and Concord in Chad, FACT) στα βόρεια σύνορα. Το αιφνίδιο αυτό γεγονός έδωσε το έναυσμα στον 37χρονο υιό του αποθανόντα, Mohamat Idriss Déby Itno, να συγκροτήσει «προσωρινή» κυβέρνηση από κοινού με το στρατιωτικό του συμβούλιο (απαρτιζόμενο από 14 μέλη), προκειμένου να επέλθει η σταθερότητα και να αποκατασταθεί η τάξη. Όπως ήταν φυσικό, η αντιπολίτευση του Τσαντ εξαπέλυσε μύδρους κατά του στρατιωτικού σώματος, ισχυριζόμενη πως πρόκειται για ένα «συνταγματικό-στρατιωτικό πραξικόπημα», από τη στιγμή που δε δικαιολογείται η αυθαίρετη ανάληψη της εξουσίας από Mohamat Déby σε μία δημοκρατική κοινωνία. Εκείνος, ωστόσο, έχοντας την αμέριστη στήριξη της Γαλλίας, δεν είναι πρόθυμος να υποχωρήσει πριν το πέρας των 18 μηνών, οπότε θα προσέλθουν οι πολίτες στις κάλπες.
Ποια η θέση της διεθνούς κοινότητας;
Μεγάλες κρατικές οντότητες με άμεσα ενδιαφέροντα στην Αφρική αλλά και πληθώρα διεθνών οργανισμών τίθενται, τουλάχιστον προφορικά, κατά των πραξικοπηματιών. Για να ενισχύσουν τη θέση τους αυτή, προβαίνουν συχνά σε επιβολή κυρώσεων, οι οποίες ουσιαστικά «γονατίζουν» τις αναπτυσσόμενες οικονομίες των αφρικανικών κρατών, ωθώντας τα με αυτόν τον τρόπο στην ασφαλή επιλογή της δημοκρατίας. Για τη διεθνή κοινότητα, η γοργή διεξαγωγή ελεύθερων και δίκαιων εκλογών αποτελεί αυτοσκοπός, με αποτέλεσμα να αμελούν την αναγκαιότητα της ομαλής μετάβασης σε ένα νέο καθεστώς, το οποίο θα έχει γερά και όχι σαθρά θεμέλια, δηλαδή της διαφθοράς και της νοθείας. Κατά συνέπεια, στον αντίποδα παρατηρείται το μίσος των αφρικανικών ηγεσιών προς οποιαδήποτε ξένη παρότρυνση ή αρωγή, επειδή δεν δείχνουν να ενδιαφέρονται ειλικρινά για μέλλον των ανθρώπων αυτών, απομακρύνοντάς τους ποικιλοτρόπως (μη γνωστοποίηση των εκλογικών αποτελεσμάτων, απαγόρευση ενημέρωσης των ξένων καναλιών, κ.ά.).
Συνοψίζοντας, το ενδιαφέρον της διεθνούς γνώμης έχει στραφεί τελευταία στη «Μαύρη Ήπειρο», ενόψει των αλλεπάλληλων πραξικοπημάτων που παρατηρούνται στην περιοχή. Αυτή η πρακτική καθίσταται εξόχως ανησυχητική, καθώς ενδέχεται να προξενήσει την κατάρρευση των υπολοίπων εύθραυστων αφρικανικών δημοκρατιών, βυθίζοντάς τες σε ένα απέραντο χάος. Επομένως, η αντίδραση των δρώντων του παγκόσμιου συστήματος πρέπει να είναι άμεση, στοχευμένη και πρωτίστως να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του πληθυσμού. Πριν να είναι πολύ αργά.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Why are coups making a comeback in Africa?, CNN, διαθέσιμο εδώ
- Is the coup making a comeback in Africa?, Financial Times, διαθέσιμο εδώ
- Guinea coup: Are military takeovers on the rise in Africa?, BBC, διαθέσιμο εδώ
- Military interventions in Africa – an overview, Anadolu Agency, διαθέσιμο εδώ
- What causes Africa’s coups? That is the question, Institute For Security Studies, διαθέσιμο εδώ