10.5 C
Athens
Πέμπτη, 26 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΟικονομίαΗ εργασιακή θεωρία της αξίας

Η εργασιακή θεωρία της αξίας


Της Γεωργίας Παγιαβλά,

Ένα από τα ερωτήματα που απασχολούν τους οικονομολόγους είναι «Από πού προέρχονται τα κέρδη;». Το πρώτο κοινό σημείο των κλασικών οικονομολόγων είναι ο τρόπος με τον οποίο προσπάθησαν να απαντήσουν στο παραπάνω ερώτημα. Πιο αναλυτικά, προσεγγίζουν τον Καπιταλισμό πρώτα από το ερώτημα της αξίας. Το δεύτερο κοινό σημείο είναι ότι στο επίκεντρο των περισσότερων οικονομικών παραδειγμάτων τους βρίσκεται η Θεωρία της Αξίας. Οι κλασικοί πολιτικοί οικονομολόγοι βρήκαν την αξία να καθορίζεται στις συνθήκες παραγωγής και ιδιαίτερα στη συνθήκη της βιοτεχνίας ή του εργοστασίου και όχι στην αγορά. Τρίτο κοινό σημείο είναι η υποκειμενική θεωρία των μισθών. Αυτό σημαίνει ότι το κόστος της εργασίας είναι από μόνο του ίσο με την αξία των αγαθών και των υπηρεσιών όπου μια οικογένεια της εργατικής τάξης χρειάζεται για να επιβιώσει.

Δεδομένου ότι το μεγαλύτερο μέρος του κόστους παραγωγής θα μπορούσε να μειωθεί από την εργασία αναπτύχθηκε η λεγόμενη Εργασιακή Θεωρία της Αξίας. Σε αυτό το άρθρο θα αναλύσουμε πώς εξελίσσεται η Εργασιακή Θεωρία της Αξίας μέσα από τη σκέψη τριών κλασικών οικονομολόγων: Άνταμ Σμιθ, Ντέιβιντ Ρικάρντο και Καρλ Μαρξ.

ethics.org.au

Ο τρόπος με τον οποίο ο Σμιθ προσεγγίζει την αξία και την εργασία πρέπει να εξεταστεί σε σχέση με τις μελέτες του σχετικά με τον πλούτο και τον τρόπο μέτρησής του. Για τον Σμιθ, ο πλούτος πρέπει να μετρηθεί από την αγοραστική του δύναμη. Ωστόσο, το χρήμα δε μετρά με ακρίβεια αυτήν τη δύναμη, καθώς το ίδιο το χρήμα έχει μια μεταβλητή αγοραστική δύναμη. Ως λύση σε αυτό το πρόβλημα ο Σμιθ διατυπώνει την ιδέα του ότι η αγοραστική δύναμη του πλούτου μετριέται από την ποσότητα της εργασίας που επιτρέπει στον πλούτο να επιβάλει στους άλλους. Σε αυτό το πλαίσιο αναπτύσσει την έννοια της πραγματικής τιμής και την έννοια της αξίας (του οποίου το μέγεθος εξαρτάται από διαφορετικά ποσά εργασίας), αλλά η γέννησή τους χαρακτηρίζεται από την αμφιθυμία γύρω από το ρόλο της εργασίας ως μέτρου και πηγής πλούτου. Η ερώτηση «τι είναι αξία» συχνά συγχέεται από αυτόν με το ερώτημα «πώς μετράται η αξία», η οποία σχετίζεται άμεσα με τον αμφιλεγόμενο ρόλο της εργασίας στη θεωρία του Smith.

Όταν ο Σμιθ προτείνει την εργασία ως μέτρο της αξίας, θέλει να εκπληρώσει τον ρόλο του χρήματος, δηλαδή, τη μέτρηση της αγοραστικής δύναμης του εμπορεύματος, το οποίο αποκαλεί «αξία» ή «αξία σε αντάλλαγμα». Η εργασία είναι ένα μέσο για να εκφραστεί η αγοραστική δύναμη του εμπορεύματος, όπως και το χρήμα για να εκφράσει την αγοραστική δύναμη του εμπορεύματος στην τιμή του. Ο Σμιθ δεν προσπαθεί σαφώς να αναπτύξει μια ιδέα διαφορετική από την τιμή, αλλά απλώς εκφράζει την αγοραστική δύναμη σε ένα νέο είδος numéraire εργασίας. Υπό αυτήν την έννοια, η εργασία είναι απλώς ένα μέτρο αξίας, ένα «πραγματικό πρότυπο»  ή το numéraire, όχι η πηγή, το θεμέλιο ή η ουσία του. Τούτου λεχθέντος, η επιλογή της εργασίας ως αμετάβλητο μέτρο της αξίας δείχνει ότι ο Σμιθ πιστεύει ότι η εργασία είναι η πραγματική πηγή αξίας. Αυτή η πεποίθηση επιβεβαιώνεται από πολλά εδάφια όπου ο Σμιθ αναφέρει την εργασία ως πηγή αξίας, χωρίς αναφορά στον ρόλο της ως μέτρου (Rodríguez Herrera, 2016).

Με άλλα λόγια υπάρχει μια σαφής διαφορά μεταξύ της εργασίας ως πηγή ή αιτίας της αξίας και της εργασίας ως μέτρο της αξίας. Πιο αναλυτικά, η πηγή της αξίας είναι η απαραίτητη εργασία για την παραγωγή του εμπορεύματος, ενώ το μέτρο αυτής της αξίας είναι η αναγκαία εργασία για την παραγωγή κάθε εμπορεύματος που μπορεί να αποκτηθεί από αυτό το εμπόρευμα.

Κλείνοντας, θα άξιζε να εφιστήσουμε την προσοχή στη σημασία αυτής της συζήτησης στην εργασιακή θεωρία της αξίας για τη σύγχρονη πολιτική οικονομία. Η θεωρία της αξίας του Σμιθ είναι πολύ περισσότερο από μια πρόταση σχετικά με τη διαδικασία καθορισμού των τιμών. Με τη θεωρία της αξίας, ο Σμιθ καθιστά σαφές ότι η διάθεση μέσω της ανταλλαγής των προϊόντων της εργασίας σημαίνει την άμεση διάθεση του απαραίτητου χρόνου ζωής για την παραγωγή τους, δηλαδή την «επιβολή σε άλλους ανθρώπους» τη δουλειά και το πρόβλημα της παραγωγής

famouseconomists.net

Στην προηγούμενη ενότητα αναφέρθηκε ότι ο Σμιθ υποστήριζε ότι η συνολική παραγωγή αρχικά οφείλεται στην εργασία, ενώ o Ρικάρντο υποστήριξε ότι όλη η παραγωγή προέρχεται τελικά από την απασχόληση εργασίας και κεφαλαίου στη γη. Με άλλα λόγια, ο Ρικάρντο, δεν υιοθέτησε τη θεωρία του Σμιθ, ότι η εργασία παράγει ολόκληρη την εθνική παραγωγή, αλλά δέχτηκε το πλαίσιο του που χωρίζει την κοινωνία σε τρεις τάξεις. Προσπαθούσε να αποδείξει τη θεωρία ότι η εργασία μετρά την αξία και ότι η εργασία ρυθμίζει, κυβερνά ή καθορίζει τις σχετικές αξίες. Πιο συγκεκριμένα, η θεωρία του επικεντρώθηκε στη ρύθμιση και τη μέτρηση των τιμών της αγοράς. Παρόλο που αναφέρθηκε στη μεταφυσική έννοια της εργασίας ως προέλευση της αξίας, δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για τέτοιες φιλοσοφικές αφαιρέσεις. Δεν αναγνώριζε πάντα τις διαφορές μεταξύ της προέλευσης, του μέτρου και της ρύθμισης της αξίας (Dooley, 2005).

Αν και ο Ρικάρντο ξεκινάει την ανάλυση της εργασιακής θεωρίας όπως και ο Σμιθ, από τον διαχωρισμό της αξίας σε αξίας χρήσης και ανταλλακτική αξία, υποστηρίζει ότι η ζήτηση και όχι η αμετάβλητη προσφορά είναι ο καθοριστικός παράγοντας. Η κριτική του στον Σμιθ ξεκινάει από το μέτρο της αξίας, αφού για τον Ρικάρντο η δαπανώμενη εργασία είναι η πηγή αξία. Η σχετική ποσότητα εργασίας που είναι αναγκαία για την παραγωγή τους είναι ο ρυθμιστικός παράγοντας της αξίας των εμπορευμάτων και όχι το επίπεδο της αποζημίωσης που καταβάλλεται για την εργασία αυτή (Maurice, 1975)

Ο Ρικάντο παρουσίασε μια άλλη άποψη για την αξία, καθώς υποστήριξε ότι η αξία των αγαθών επηρεάζεται από την ποσότητα του κεφαλαίου σε μορφή εργαλείων που χρησιμοποιείται για την παραγωγή τους. έτσι, η εργασία που έχει χρησιμοποιηθεί δεν είναι ο καθοριστικός παράγοντας της αξίας των αγαθών, αλλά συνδυάζεται με την ποσότητα και την αξία του παγίου εξοπλισμού. Θα μπορούσε να λεχθεί ότι αναιρεί την εργασιακή θεωρία της αξίας και υποστηρίζει τη θεωρία κόστους παραγωγής. Αυτό γίνεται αισθητό μέσα από τον προβληματισμό του ότι το κρασί έχει μεγαλύτερη αξία από τον χυμό σταφυλιού, γεγονός που τον οδηγεί να συμπεριλάβει στο συλλογισμό του το κόστος κεφαλαίου που είναι αναγκαίο στην δημιουργία αξίας. Ο χρόνος αναμονής είναι ο παράγοντας που διαφοροποιεί την ενσωματωμένη εργασία στα εμπορεύματα από το συσσωρευμένο κεφάλαιο.

i1.prth.gr

Ο Καρλ παρουσίασε την πιο ολοκληρωμένη και λογικά συνεπή εργασιακή θεωρία αξίας οποιουδήποτε κλασικού οικονομολόγου, κλείνοντας το κύκλο της κλασικής πολιτικής οικονομίας που ξεκινάει ο Σμιθ. Περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο, διατήρησε μια εργασιακή θεωρία για την προέλευση, το μέτρο και τη ρύθμιση της αξίας. Συμφώνησε με τον Σμιθ, ωστόσο, ότι η εργασία είναι η προέλευση της αξίας, αλλά τον επέκρινε για τον περιορισμό της εργασιακής θεωρίας του σχετικά με τη ρύθμιση της αξίας στην πρωτόγονη κοινωνία. Ο Σμιθ εγκατέλειψε την εργασιακή θεωρία της ρύθμισης της αξίας για την κοινωνία και υιοθέτησε μια θεωρία κόστους παραγωγής για να εξηγήσει τον καθορισμό των τιμών.  Ο Μαρξ χαρακτήρισε την εργασιακή θεωρία της αξίας ως «εσωτερικό» μέρος του έργου του Σμιθ. Αποκάλεσε τη θεωρία του κόστους παραγωγής «εξωτικό» μέρος της δουλειάς του. Είτε οι διάδοχοί του ακολούθησαν το εσωτερικό ή εξωτικό μέρος του έργου του Σμιθ, υιοθέτησαν τη γλώσσα και τις αφηρημένες έννοιες του για να περιγράψουν και να αναλύσουν οικονομικά φαινόμενα. Κατά κάποιο τρόπο, ο Μαρξ ήταν πιο κοντά στον Σμιθ παρά στον Ρικάρντο (Dooley, 2005).

Ο Μαρξ υποστήριξε ότι η εργασία ήταν η μόνη ουσία που δημιουργεί την αξία και ότι η συνολική εργάσιμη ημέρα χωρίζεται σε δύο μέρη, ένα από τα οποία αναπαράγει την επιβίωση της εργασίας, το άλλο από τα οποία παρείχε την υπεραξία του κεφαλαίου.  Ο Μαρξ συμφώνησε με τον Ρικάρντο ότι η εργασία που ενσωματώνεται στην παραγωγή εμπορευμάτων ρυθμίζει τις αξίες τους στην κοινωνία, η οποία ήταν η εσωτερική θεωρία της Smith για την αξία για την πρωτόγονη κοινωνία. Πίστευε ότι η εργασιακή θεωρία της αξίας του Ρικάρντο αντιπροσώπευε τη «μεγάλη ιστορική σημασία του για την επιστήμη». Παράλληλα, ο Μαρξ ενέκρινε την προσέγγιση του Ρικάρντο στη θεωρία της αξίας, επειδή πίστευε ότι έκανε αισθητή την εγγενή σύγκρουση μεταξύ των τάξεων του καπιταλισμού. Εάν η αξία καθορίζεται από τον χρόνο εργασίας, τότε ο καπιταλιστής πρέπει να κερδίσει υπεραξία εκμεταλλευόμενος την εργασία (Θεοχαράκης, 2019).

Κλείνοντας, η εργασιακή θεωρία της αξίας οδηγήθηκε σε διαφορετικά συμπεράσματα, ανάλογα με την προσέγγιση που ακολουθήθηκε από τους τρεις κλασικούς της πολιτικής οικονομίας που παρουσιάστηκαν στην παρούσα εργασία. Ο Σμιθ ήταν ο πρώτος που αντιλήφθηκε την εργασία ως πηγή της αξίας, ενώ ο Ρικάρντο του άσκησε έντονη κριτική και υπέδειξε ότι το μέτρο της αξίας αποτελεί μόνο η εργασία που δαπανάται. Ο Μαρξ διαφοροποιείται έντονα, καθώς η δική του θεωρία θέτουν τις σχέσεις παραγωγής ως καθοριστικό παράγοντα του γενικού χαρακτήρα της πολιτικής, της κοινωνικής διαδικασίας της ζωής, όπου το αποτέλεσμα της εκμετάλλευσης του εργάτη (που το ονομάζει υπεραξία) δίνει τελικά την αξία στα εμπορεύματα.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Dobb, M., & Dobb, M. H. (1975). Theories of value and distribution since Adam Smith: Ideology and economic theory. Cambridge University Press.
  • Dooley, P. C. (2005). The labour theory of value. Routledge.
  • Θεοχαράκης, Ν. (2019).Οι μεταμορφώσεις της έννοιας της εργασίας στην ιστορία της Πολιτικής Οικονομίας. Gutenberg.
  • Rodríguez Herrera, A. (2016). Adam Smith’s Concept of Labor: Value or measure?. Ciencias Económicas 34, 2 (153-166).
  • Taylor, K.S. (1996). Human Society and the Global Economy. Chapter 6: Theories of Value. Διαθέσιμο εδώ. Τελευταία πρόσβαση 03/06/2021.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Γεωργία Παγιαβλά
Γεωργία Παγιαβλά
Αποφοίτησε από το Tμήμα Οικονομικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και ολοκλήρωσε μεταπτυχιακό στο University of Glasgow με ειδίκευση Economic Development. Παρακολούθησε δεύτερο μεταπτυχιακό στα Οικονομικά στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ, παράλληλα, ήταν βοηθός ερευνήτρια στο «Ινστιτούτο Περιφερειακής Ανάπτυξης». Απασχολήθηκε σε μια αστική ΜΚΟ για την Απολιγνιτοποίηση στη Μεγαλόπολη και ολοκλήρωσε μεταπτυχιακό στο Tμήμα Γεωγραφίας στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο με κατεύθυνση Χωρικές Πολιτικές και Ανάπτυξη στην Ευρώπη. Συνεχίζει τις σπουδές της σε διδακτορικό επίπεδο, ενώ, συγχρόνως, φοιτά στο προπτυχιακό Τμήμα της Φιλοσοφίας του ΕΚΠΑ. Χόμπυ της η ανάγνωση λογοτεχνικών βιβλίων και οι περίπατοι στην Αθήνα.