Της Μαρίας Κελεπούρη,
Έχει χαρακτηριστεί ως πολιτική φιλόσοφος, τίτλο που η ίδια σε συνέντευξή της απορρίπτει ευγενικά. Ωστόσο, η συμβολή της στη διαμόρφωση μιας σύγχρονης και οικουμενικής ματιάς ως προς την πολιτική θεωρία, καθώς και η καυστική πολλές φορές πένα της, που έγινε η αιτία για την εμπλοκή της σε αντιπαραθέσεις, σίγουρα δεν είναι αμφισβητήσιμες.
O Richard Bernstein είναι ιδιαίτερα γνωστός για την ενασχόλησή του με τον Αμερικανικό πραγματισμό. Έχει εκδώσει έναν σημαντικό αριθμό φιλοσοφικών δοκιμίων και έργων κριτικού περιεχομένου, επιτυγχάνοντας μια διαλογική εξέταση διάφορων φιλοσοφικών παραδόσεων, που φαίνονταν αποκλίνουσες μεταξύ τους. Σ’ αυτό το πλαίσιο εργάστηκε και για το παρόν πόνημα. Στο βιβλίο του, Γιατί πρέπει να διαβάζουμε Χάνα Άρεντ, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Επίκεντρο, σε επιμέλεια του Δημήτρη Ψυχογιού και μετάφραση της Βασιλικής Σουλαδάκη, επιχειρεί μια ολιστική – πλην διευκρινιστική προσέγγιση των πτυχών του στοχαστικού έργου της Άρεντ, μιας φιγούρας που άφησε το στίγμα της στον τρόπο αντίληψης και ερμηνείας των πολιτικών εξελίξεων.
Έχοντας διδάξει κατά το παρελθόν στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ και στο Yale, ο ίδιος είναι σήμερα καθηγητής φιλοσοφίας στο New School for Social Research στη Νέα Υόρκη. Η προσωπική του γνωριμία με τη Χάνα Άρεντ τού επέτρεψε να εκπονήσει δοκίμια που πραγματεύονται το έργο της, όχι απλώς ως συγκεντρωτικά εγχειρήματα των ιδεολογικών της ερεισμάτων, αλλά πολύ περισσότερο ως προσπάθειες ανάδυσης των κοινών αιτιών των θεωριών της και της σύνδεσής τους με το σήμερα.
Η Χάνα Άρεντ υπήρξε η πρώτη γυναίκα που ανήλθε σε θέση καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον, το 1959, ενώ, στη συνέχεια, ακολούθησαν συνεργασίες της και με άλλα πανεπιστήμια, μεταξύ των οποίων, αυτό του Σικάγο και της Κολούμπια. Εισαγωγικά, ο συγγραφέας παρουσιάζει συνοπτικά το χρονικό της ζωής της, καθώς λόγω του εβραϊκού πρόσημου που έφερε, δεν ξέφυγε από τη μοίρα των ομοεθνών της, όμως, ταυτόχρονα, στάθηκε πιο τυχερή από εκείνους. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ήρθε αντιμέτωπη με τις δυσκολίες διαφυγής από τη Ναζιστική Γερμανία για να καταφύγει τελικά στις ΗΠΑ, όπου πια παράλληλα με τη συμμετοχή της σε εβραϊκές οργανώσεις, ξεκίνησε και η συγγραφική της διαδρομή.
Ακολουθώντας τους βασικούς άξονες του συνολικού της έργου, ο Bernstein δικαιολογεί το ενδιαφέρον για τα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα, που άπτονται των προβληματισμών της Άρεντ, ως απόρροια των προσωπικών της εμπειριών. Πράγματι, η ίδια προσεγγίζει διάφορα θέματα, όχι με τον ρόλο του παρατηρητή των κοινωνικών φαινομένων, αλλά έχοντας πλήρη συνείδηση των λόγων γέννησης και επιρροής τους, τόσο σε ατομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο.
Έχοντας ως αφετηρία την εθνική της ταυτότητα, επαναπροσδιορίζει τον όρο «πρόσφυγας», γιατί η ίδια γνωρίζει το βάρος που φέρει αυτή η λέξη. Το έχει κι εκείνη επωμιστεί. Έτσι, μας υπενθυμίζει τη θέση στην οποία βρίσκεται ένας ξενιτεμένος, δίχως να αναγνωρίζεται από οποιαδήποτε αρχή, ως συνέπεια της δυσλειτουργικής συνεργασίας έθνους-κράτους. Η διαμόρφωση μιας εθνικής ενότητας την οποία υπόσχεται και προασπίζεται το πρώτο, καταλήγει να καθορίζεται από τη θέσπιση νόμων που εξυπηρετούν τα συμφέροντα του κρατικού μηχανισμού. Το αποτέλεσμα; Η αμφίδρομη σχέση μεταξύ του νομικού πλαισίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Είναι ειρωνικό πως την ίδια στιγμή που οι νόμοι υποτάσσονται στα αναφαίρετα δικαιώματα, αποτελούν και προϋπόθεση για την τήρησή τους. Επιστρέφουμε, λοιπόν, πάλι στην αρχή και σε αυτό που η Χάνα Άρεντ υπερασπιζόταν: «Το δικαίωμα να έχεις δικαιώματα». Και ακόμη κι αυτό στις μέρες μας δεν είναι θέσφατο, αν αναλογιστούμε τα προσφυγικά κύματα των τελευταίων χρόνων, με την πιο πρόσφατη περίπτωση του Αφγανιστάν να επιβεβαιώνει τα λεγόμενά της, με τον πλέον τραγικό τρόπο.
Σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο, λοιπόν, ένα αίτιο της ανθρωπιστικής κρίσης μπορεί να εντοπιστεί στη διάσταση μεταξύ της πρόθεσης οικοδόμησης μιας ουσιώδους εθνικής ενότητας και της πρακτικής επίτευξής της. Η απόσταση αυτών των δύο μεγαλώνει, όταν παρεισφρέουν ανάμεσά τους πολιτικά κινήματα που στοχεύουν να πραγματοποιήσουν τα δικά τους σχέδια. Ανάλογη είναι και η περίπτωση του Σιωνισμού, σχετικά με τον τρόπο που το κίνημα χειρίστηκε το αραβικό ζήτημα. Η Άρεντ, παρά την εβραϊκή της καταγωγή, δεν ήταν σύμφωνη με την ιδέα συγκρότησης ενός εβραϊκού κράτους, την οποία πρέσβευαν οι Σιωνιστές, αντιπροτείνοντας τη σύσταση συμβουλίων εντός ενός ομοσπονδιακού κράτους.
Και αυτή δεν ήταν η μόνη φορά που εξέφρασε ελεύθερα, δίχως φόβο, τη γνώμη της. Η θεωρία της για την υπόθεση Άιχμαν και τον βαθμό ευθύνης που έφερε ο Γερμανός συνταγματάρχης για τις μαζικές δολοφονίες των Εβραίων, επικρίθηκε όσο καμία άλλη, καθιερώνοντας τον όρο «κοινοτοπία του κακού». Κι εδώ είναι η κατάλληλη στιγμή για να τονιστεί η αντικειμενικότητα του συγγραφέα ως προς τις απόψεις της Άρεντ. Ο Bernstein δεν πλέκει το εγκώμιό της, αφού στις περιπτώσεις που διαφωνεί, δε διστάζει να εκφράσει τις αντιρρήσεις του και να επιχειρηματολογήσει. Εξάλλου, αυτό θα ήθελε και η ίδια η Άρεντ, στο πλαίσιο του πλουραλισμού και της ελευθερίας της γνώμης. Αρχές, που οδηγούν στη συνειδητοποίηση του πολιτικού μας εαυτού και των προσωπικών μας ευθυνών. Όμως, ακόμα και η ουσιώδης ελευθερία, η οποία θα άφηνε το περιθώριο να εξορυχθεί από τα κοιτάσματα του ψεύδους η αλήθεια, περιπλέχτηκε με την έννοια του λιμπερτινισμού. Τελικά, από τα μέσα του 20ου αιώνα, που έγραφε η Άρεντ, μέχρι σήμερα αποδεικνύεται δύσκολη η διασαφήνιση των όρων.
Κανείς δεν εθελοτυφλεί μπροστά στα λάθη της Άρεντ, όμως αυτά δεν έχουν τη δύναμη να επισκιάσουν τη σημασία του συνολικού της έργου. Η ίδια επισημαίνει τον διαχωρισμό της μαθηματικής από την πρακτική αλήθεια, υπερβαίνοντας την εδραιωμένη φιλοσοφική σκοπιά του προηγούμενου αιώνα με τη διορατικότητά της. Οι θεωρίες της Άρεντ, που βλέπουμε σήμερα να επιβεβαιώνονται, δεν αποτελούν μια τυχαία πρόβλεψη, αλλά μια βιωματική μελέτη των σύγχρονών της γεγονότων, που ήταν αδύνατον να μην επηρεάσουν την πορεία των μετέπειτα ετών.
Αποπειρώμαι, λοιπόν, να απαντήσω η ίδια στην ερώτηση που θέτει ο τίτλος, ως ένα εποικοδομητικό παιχνίδι για την κατανόηση των φιλοσοφικών θεωριών και τη συνειδητοποίηση της σημασίας τους στον σύγχρονο κόσμο. Πρέπει, λοιπόν, να διαβάζουμε Χάνα Άρεντ, γιατί κάθε μέρα αποδεικνύεται πιο επίκαιρη από ποτέ, γιατί όσο κι αν η αλλαγή μάς φαίνεται ακατόρθωτη, εκείνη μας δίδαξε να μην πέσουμε στην παγίδα του semper idem. Κι αν κάποιος επιθυμεί να ερμηνεύσει και διαφορετικά τη μετωνυμία του τίτλου, τότε ο ιδανικός τρόπος θα ήταν να δει τη Χάνα Άρεντ ως τη φωτεινή πλευρά της πολιτικής θεωρίας στο σκοτάδι του δημόσιου γίγνεσθαι.