Της Άννας Βαρβαρέζου,
Οι προσπάθειες για την επιστροφή στην κανονικότητα της προ κορωνοϊού εποχής είναι έντονες και αποτελούν πλέον μία επιταγμένη κοινωνική απαίτηση από το σύνολο της σχολικής κοινότητας και πρωτίστως από τους ίδιους τους μαθητές. Ο εγκλεισμός καθώς και η επί σχεδόν δύο σχολικά έτη αποχή από τις δραστηριότητες που συνοδεύουν την κλασσική φοίτηση και εκπαίδευση έχουν επηρεάσει τα μέγιστα την κοινωνικοποίηση και την εξοικείωση κυρίως των μικρότερων ηλικιακά μαθητών με το κοινωνικό γίγνεσθαι. Σαφές καθώς είναι το ενδεχόμενο να αναβιώσει εκ νέου τη φετινή χρονιά το περσινό μοντέλο καραντίνας, φαντάζει τουλάχιστον εφιαλτικό.
Το σχολικό περιβάλλον αποτελεί μετά την οικογένεια τη ρεαλιστικότερη αναπαράσταση μίας κοινωνίας. Το άτομο εντάσσεται ως μέλος σε μία κοινωνική μικρογραφία και προσπαθεί καθημερινά μέσω αυτής να αναπτύξει τόσο την ατομική όσο και την συλλογική του ταυτότητα, η οποία θα καθορίσει, άλλωστε, μελλοντικά σε σημαντικό βαθμό την ενήλικη προσωπικότητά του. Δια μέσου της κοινωνικοποιήσεως το παιδί αφομοιώνει κοινωνικούς ρόλους, αντιλαμβάνεται βιωματικά τον τρόπο κατά τον οποίο λειτουργούν οι διαπροσωπικές σχέσεις και φυσικά αναγνωρίζει τα πρότυπα και τις αξίες που επικρατούν στην εκάστοτε εποχή.
Επιχειρώντας μια ανασκόπηση στον αντίκτυπο των διαδοχικών εγκλεισμών τόσο εν συνόλω όσο και ειδικά υπό το πρίσμα της ψυχοσύνθεσης των μαθητών, τα δεδομένα δεν μοιάζουν και τόσο ενθαρρυντικά. Η παρατεταμένη απομόνωση και η απαγόρευση οποιασδήποτε κοινωνικής δραστηριότητας με φυσική παρουσία σε συνδυασμό, μάλιστα, με το πνεύμα φόβου περί του αγνώστου που κυρίευσε τα παιδιά αποτέλεσε, σύμφωνα με τα επιστημονικά πορίσματα, ανασταλτικό παράγοντα στην ομαλή διαδικασία κοινωνικοποίησης που αναμένεται σε αυτές τις ηλικίες. Η μαθητική κοινότητα περιορίστηκε στη χρήση ενός άψυχου ηλεκτρονικού υπολογιστή, ο οποίος επ’ ουδενί δεν αντικαθιστά την άμεση ανθρώπινη αλληλεπίδραση.
Πιο συγκεκριμένα, στον χώρο της σχολικής αίθουσας η οπτική επαφή καθώς και η συνολική κινησιολογία σε συνδυασμό με την αποκρυπτογράφηση της γλώσσας του σώματος του δασκάλου απελευθερώνουν ασυνείδητα αισθήματα επιβεβαίωσης και επιβράβευσης στους εγκεφάλους των νεαρών μαθητών. Τα στοιχεία αυτά αποτελούν άμεση και αναγκαία συνάρτηση για την ομαλή εξέλιξη του παιδικού ψυχισμού και της ψυχολογικής ευεξίας. Άλλωστε, είναι γνωστό πως στις συγκεκριμένες ηλικίες η μη λεκτική επικοινωνία διαδραματίζει πολύ σπουδαιότερο ρόλο από ό,τι μία απογυμνωμένη αισθημάτων φράση. Ο υπολογιστής, παρά το ότι υποβοήθησε σημαντικά το εκπαιδευτικό έργο, εν τούτοις δεν αρκεί για να καλύψει αυτό το κενό, το οποίο φυσικά αποτελεί μία εκ των πολλών προϋποθέσεων που απαρτίζουν το μεγάλο κεφάλαιο της κοινωνικοποίησης.
Επιστρέφοντας όμως στο σήμερα, όπου το χτύπημα του πρώτου κουδουνιού είναι πλέον πραγματικότητα, οι προσδοκίες για τη φετινή χρονιά είναι ιδιαιτέρως αυξημένες. Γονείς και μαθητές αγωνιούν και αναμένουν μια ομαλότητα στην εκπαιδευτική διαδικασία και αν μη τι άλλο την επιστροφή στην «πεπατημένη», στη μάθηση δηλαδή όπως την είχαμε μάθει και γνωρίσει ή έστω συνηθίσει μέχρι το 2019. Φυσικά, κανείς δεν μπορεί με βεβαιότητα να αναχθεί σε μία πρόγνωση για την εξέλιξη της πανδημίας και την επίδρασή της για ακόμη μία φορά στην καθημερινότητα τόσο των μαθητών αλλά τελικά και όλων των υπόλοιπων κοινωνών. Η ελπίδα πως βρισκόμαστε πια στο τελευταίο κεφάλαιο αυτής της κρίσης αποτελεί μονόδρομο.
Καλή σχολική χρονιά!