Της Φένιας Γιαννακοπούλου,
Από τα τέρατα και τις χίμαιρες της ελληνικής μυθολογίας, στους λυκανθρώπους και τους αιμοδιψείς βρικόλακες της σύγχρονης μυθοπλασίας, ο άνθρωπος διαχρονικά αναζητεί τρόπους να ικανοποιήσει την έλξη του προς το ανεξήγητο. Μολονότι οι ταινίες τρόμου στην πλειονότητά τους δεν είναι βασισμένες σε πραγματικά γεγονότα, είναι πραγματικά απίθανη η ευκολία με την οποία διεγείρουν το αίσθημα του φόβου. Σύμφωνα με τους ειδικούς, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος δεν έχει πάντοτε τη δυνατότητα να διακρίνει με αποτελεσματικότητα μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Κατά την παρακολούθηση μίας ταινίας τρόμου, ο εγκέφαλος, απατώμενος, αδυνατεί να συλλάβει το ότι αυτό που προβάλλεται δε συνιστά μία πραγματική πηγή κινδύνου και ενεργοποιεί έναν κυκεώνα χημικών συναισθηματικών και σωματικών αντιδράσεων.
Παρά την ανωτέρω επιστημονική εξήγηση, πολλοί εξακολουθούν να μην κατανοούν το πώς κάτι το οποίο έχει κατασκευαστεί για να προκαλεί τον φόβο έχει τόσο μεγάλη απήχηση. Όπως λέει χαρακτηριστικά ο Noel Carroll, «προκειμένου να δώσουμε λίγη χαρά σε ένα βαρετό απόγευμα δε θα σκεφτόμασταν ποτέ να ανοίξουμε έναν κάδο απορριμμάτων για να δούμε ό,τι αηδιαστικό αυτός περιέχει. Και όμως, πολλοί φυσιολογικοί άνθρωποι επιδιώκουν καθημερινά να παρακολουθήσουν ταινίες τρόμου, αναζητώντας ευχαρίστηση από ένα θέαμα, που υπό άλλες συνθήκες, θα έβρισκαν αποκρουστικό». Ο προβληματισμός που θέτει η ηδονή του τρόμου απασχολεί τη θεωρία και τη φιλοσοφία ήδη από τον 18οαιώνα. Πλείονες είναι οι απόψεις που έχουν διατυπωθεί, στο παρόν άρθρο ωστόσο θα γίνει αναφορά στις σημαντικότερες από αυτές.
O Noel Carroll, επιχειρώντας να επιλύσει το παράδοξο του τόμου, εστιάζει, όχι τόσο στη συναισθηματική εμπειρία που απορρέει από το κινηματογραφικό έργο, όσο στην αφηγηματική δομή του τελευταίου. Παρατηρεί, δηλαδή, ότι οι ταινίες τρόμου είναι εξοπλισμένες με μορφικά χαρακτηριστικά ικανά να διεγείρουν την περιέργεια του κοινού, να την κορυφώσουν και εν τέλει να την ικανοποιήσουν. Ο Carroll φαίνεται να παραβλέπει, όμως, το ότι στη συντριπτική πλειονότητά τους, οι ταινίες τρόμου είναι είτε remakes, είτε sequel ήδη υπαρχουσών ταινιών και πως αναπόφευκτα η πλοκή τους είναι προβλέψιμη και οι χαρακτήρες της εκ των προτέρων γνωστοί στους φανατικούς του είδους. Δεν είναι, συνεπώς τόσο πειστικό το επιχείρημα περί ικανοποίησης της ακόρεστης περιέργειας.
Κατ’ άλλη άποψη, εμπνεόμενη από την αριστοτελική θεωρία περί κάθαρσης, η απόλαυση των ταινιών αυτού του είδους οφείλεται στο γεγονός ότι αυτές συνιστούν μία ασφαλή δίοδο εκτόνωσης αρνητικών συναισθημάτων. Ο θεατής εντοπίζει στο πρόσωπο των πρωταγωνιστών ταινιών τρόμου έναν αποδιοπομπαίο τράγο επί του οποίου εναποθέτει όλα τα συναισθήματα που τον βαραίνουν, όπως ο φόβος, ο τρόμος, η απέχθεια και το μίσος.
O Gault εισφέρει στο διάλογο μια τρίτη, πιο αξιολογική θεωρία. Κατά την άποψή του, τα αρνητικά συναισθήματα έχουν αρνητικό χαρακτήρα όχι αυτά καθ’ αυτά, αλλά επειδή εμπεριέχουν αρνητικές αξιολογήσεις σχετικά με το περιεχόμενό τους. Η βάση του συλλογισμού του είναι η εξής: Εφόσον μπορούμε να κρίνουμε αρνητικά κάτι χωρίς να βιώσουμε μία δυσάρεστη εμπειρία, είναι δυνατό να βιώσουμε ένα αρνητικό συναίσθημα, βρίσκοντάς το ευχάριστο την ίδια στιγμή. Για να καταστεί πιο κατανοητό, ο Gault, ισχυρίζεται ότι δεν υφίσταται αναγκαστικά σχέση μεταξύ ενός αρνητικού συναισθήματος και της δυσαρέσκειας. Ενώ, δηλαδή, τα αρνητικά συναισθήματα βιώνονται συνήθως ως δυσάρεστα, υπάρχουν και εξαιρετικές περιπτώσεις στις οποίες των αρνητικών συναισθημάτων έπεται η ευχαρίστηση. Υπό μία άλλη θεώρηση, το παράδοξο του τρόμου δεν είναι και τόσο παράδοξο, αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ο άνθρωπος μπορεί να επιθυμεί κάτι δυσάρεστο, αν είναι κατά κάποιο τρόπο πεπεισμένος ότι η όλη εμπειρία θα τον ανταμείψει.
Για να εκληφθεί ο φόβος που βιώνουμε κατά τη θέαση μίας ταινίας τρόμου ως θετικό συναίσθημα, λοιπόν, θα πρέπει αφενός να υπάρχουν όντως οφέλη στην όλη εμπειρία, ώστε αυτή να έχει χαρακτήρα ανταμοιβής της ψυχικής μας φόρτισης και αφετέρου τα αποκομιζόμενα οφέλη να υπερσκελίζουν τους κινδύνους. Η δεύτερη προϋπόθεση πληρούται. Τις ταινίες τρόμου τις παρακολουθούμε από την ασφάλεια του σπιτιού μας ή της αίθουσας προβολών του κινηματογράφου. Όσον αφορά στην πρώτη προϋπόθεση περί οφέλους, αξίζει να αναφερθούν τα εξής: Η οικειοθελής έκθεσή μας στις αγχώδεις καταστάσεις των ταινιών τρόμου, πέραν της ψυχαγωγικής λειτουργίας, επιτελεί και παιδευτική, υπό την έννοια ότι, μαθητεύουμε στον έλεγχο των αντιδράσεών μας στον φόβο. Σύμφωνα με τον Freud, η συντριπτική πλειοψηφία των θεατών ταινιών τρόμου δεν ταυτίζεται τόσο με το θύμα, όσο με τον θύτη. Θεωρούν ότι, στην απευκταία περίπτωση που βρίσκονταν οι ίδιοι σε αυτή την κατάσταση, θα προέβαιναν σε μία εναλλακτική, ευφυέστερη διαχείριση. Αυτό είναι εύκολο να το διαπιστώσει κανείς αν παρατηρήσει τις αντιδράσεις ή αν προσπαθήσει να ακούσει τις μύχιες σκέψεις των θεατών. Πόσοι δεν είναι εκείνοι που δίνουν οδηγίες στο υποψήφιο θύμα να μην πάει να κρυφτεί στο πιο σκοτεινό σημείο του σπιτιού ή να μην γυρίσει πίσω να δει πού οφειλόταν εκείνος ο περίεργος θόρυβος που άκουσε.
Τέλος, ο φόβος, όσο παράδοξο και αν φαίνεται, μας κάνει να νιώθουμε ζωντανοί. Κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης ενός θρίλερ, σημειώνεται ένα κρεσέντο. Η προσοχή μας είναι εστιασμένη, οι καρδιακοί παλμοί αυξάνονται και η αδρεναλίνη κατακλύζει τα εγκεφαλικά κύτταρα. Αυτή η κατάσταση σωματικής διέγερσης είναι πραγματικά αναζωογονητική, ένα βότσαλο που έρχεται να ταράξει τη λίμνη της καθημερινής ρουτίνας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- 8. Το παράδοξο του Τρόμου, Ζητήματα στη Σύγχρονη Φιλοσοφία της Τέχνης, slideplayer.gr, διαθέσιμο εδώ
- Why Do So Many People Like Horror Movies? Six Reasons We Love Being Scared, health.com, διαθέσιμο εδώ