Του Χριστόφορου Σωτηρίου,
Σε μία εποχή που οι γυναίκες δεν μπορούν να συμμετάσχουν στον «χορό του αετού», που η «θεία Λένα» εξαγιάζεται σε πρότυπο μητέρας και παιδαγωγού, στο πλαίσιο ενός πατριαρχικού μοτίβου, η διεύρυνση του κοινωνικού ρόλου των γυναικών και η απόκτηση δικαιώματος ψήφου διαμόρφωσε το κοινωνικό πλαίσιο των γυναικείων κινήσεων του 19ου αιώνα. Μια προσπάθεια να δικαιωθεί η θέση και η αξία τους μέσα στην οικογένεια, αλλά κι έξω από αυτήν, από το Σύνταγμα, τις οδηγεί στο να δημιουργήσουν αυτόνομες ομάδες γυναικών, μαζικές οργανώσεις, να ιδρύσουν σωματεία και να οργανώσουν συναθροίσεις σε ειδικά διαμορφωμένους, για αυτές και μόνο, χώρους. Έτσι, έχουμε αναπόφευκτα στροφή προς τις γυναικείες ή φεμινιστικές σπουδές, οι οποίες αποτυπώνουν και κριτικές θεωρήσεις των γυναικείων μορφών στη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο.
Η αναπαράσταση των γυναικών στη λογοτεχνία, επί παραδείγματι, αποτελεί και αυτή μια μορφή «κοινωνικοποίησης», καθώς ήταν ένας παράγοντας που καθιέρωνε και που υποδείκνυε στις γυναίκες, αλλά και στους άντρες, αφενός τι αποτελούσε μια αποδεκτή εκδοχή του «θηλυκού» και αφετέρου ποιες θα πρέπει να είναι οι κοινωνικά αποδεκτές γυναικείες φιλοδοξίες. Οι φεμινίστριες παρατήρησαν, για παράδειγμα, ότι στα μυθιστορήματα του 19ου αιώνα πολύ λίγες γυναίκες δουλεύουν για το μεροκάματο, εκτός κι αν είναι απολύτως αναγκασμένες. Αντίθετα, κέντρο του ενδιαφέροντος είναι η επιλογή συζύγου, γεγονός που θα προσδιορίσει οριστικά την κοινωνική υπόσταση της γυναίκας και θα καθορίσει αποκλειστικά το αν θα επιτύχει ή όχι την ολοκλήρωση και την ευτυχία στη ζωή της. Τα πρότυπα της καλής γυναίκας, δηλαδή όσα εξυπηρετούν τα συμφέροντα του ήρωα, αποτελούν χαρακτήρες, όπως η υπομονετική σύζυγος, η μητέρα/μάρτυρας και η κυρία. Παρομοίως, στα στερεότυπα μιας κακής γυναίκας εμπίπτουν οι αποκλίνουσες περιπτώσεις γυναικών που απορρίπτουν ή δεν υπηρετούν καλά τον άνδρα και τα συμφέροντά του: η γεροντοκόρη/εργαζόμενη, η μάγισσα/λεσβία, η στρίγγλα ή εξουσιαστική μητέρα/σύζυγος.
Αυτό συμβαίνει ακόμη και σε έργα που είναι βασικά για τη δυτική παράδοση. Για παράδειγμα, η Οδύσσεια, η Θεία Κωμωδία και ο Φάουστ μπορεί να έχουν γυναικείους χαρακτήρες με μεγάλη παρουσία στο έργο, αλλά δεν παρουσιάζουν το «εσωτερικό» της γυναικείας εμπειρίας. Ελάχιστα μαθαίνουν οι αναγνώστες για τον τρόπο και τα συναισθήματα με τα οποία βιώνουν και αντιμετωπίζουν τα γεγονότα οι γυναίκες. Οι γυναίκες σε αυτό το πλαίσιο είναι μόνο οχήματα για την εξέλιξη του πρωταγωνιστή. Ακόμη και στον Κινηματογράφο, παρότι δεν είναι εύκολο να το διακρίνει κανείς, ορισμένες ταινίες (π.χ. του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν) αποτελούν εξαιρετικά παραδείγματα του φαινομένου της αισθητικής εκμετάλλευσης των γυναικείων χαρακτήρων: τo «Κραυγές και Ψίθυροι» (1972) είναι μια ταινία, που θα μπορούσε κανείς, εκ πρώτης όψεως, να χαιρετίσει μια ευαίσθητη απεικόνιση της ζωής τεσσάρων γυναικών.
Η συγκεκριμένη ταινία εποχής του Μπέργκμαν καταγράφει με ανήλεη τρυφερότητα τα βάθη του πόνου και της εξιλέωσης, με φόντο ένα υπέροχο αρχοντικό του 18ου αιώνα. Η ταινία διαδραματίζεται στα τέλη του 19ου αιώνα, σε μια εξοχική βίλα, όπου, με αφορμή την αρρώστια της μίας αδελφής, συναντιούνται τρεις γυναίκες. Η Άγκνες πάσχει από καρκίνο, αν και είναι μόλις 37 ετών, είναι ιδιαίτερα μοναχική, με μόνη συντροφιά της την οικιακή βοηθό της, το πιάνο και τη ζωγραφική. Η αρρώστια της είναι και ο λόγος που συναντιούνται οι τρεις αδελφές. Η Καρίν, μεγαλύτερη σε ηλικία, είναι εγκλωβισμένη σε έναν γάμο που ποτέ δεν ήθελε, και βρίσκεται σε αδιέξοδο. Η Μαρία, μικρότερη σε ηλικία, είναι ευτυχισμένη στον γάμο της, αλλά παρουσιάζεται σαν μια επιφανειακή, ρηχή γυναίκα που νοιάζεται μόνο για την εικόνα της. Η συνάντηση των αδελφών είναι μια αφορμή για να επαναπροσδιορίσουν τις αξίες της ζωής τους και να αξιολογήσουν τη θέση στην οποία βρίσκονται, μετά από μια εκρηκτική μίξη προσωπικοτήτων.
Όταν, όμως, σκεπτόμαστε βαθύτερα το έργο, συνειδητοποιούμε ότι οι γυναίκες χρησιμοποιούνται αισθητικά σαν να βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο σημαντικότητας με το κόκκινο ντεκόρ που τις περιβάλλει. Αναφορικά, ξανά, με τη λογοτεχνία, βλέπουμε ότι στη φεμινιστική κριτική της δεκαετίας του ‘70, ο κύριος αγώνας επικεντρώθηκε στην έκθεση αυτών που θα μπορούσαν να ονομαστούν μηχανισμοί της πατριαρχίας. Οι κριτικοί, πλέον, ασχολήθηκαν περισσότερο με βιβλία αντρών συγγραφέων που είχαν κατασκευάσει ιδιαίτερα επιδραστικές ή τυπικές εικόνες γυναικών.
Αναγκαστικά, η κριτική αυτή θεώρηση έπρεπε να είναι μαχητική. Έτσι, η Ηλέιν Σουόλτερ περιέγραψε την αλλαγή στα τέλη της δεκαετίας του 1970 ως μια μετακίνηση της προσοχής από τα «ανδροκείμενα» στα «γυναικοκείμενα». Η γυναικεία γραφή περνάει από διάφορες φάσεις, κατά τις οποίες μιμείται κυρίαρχες ανδρικές καλλιτεχνικές νόρμες, στη συνέχεια, αναπτύσσει ριζοσπαστικές και αυτονομιστικές θέσεις, και, τέλος, επικεντρώνεται στη γυναικεία γραφή κι εμπειρία. Επιπλέον, καταλαβαίνει κανείς το κλίμα της εποχής από τους τίτλους κάποιων συλλογών, βιβλίων και συνεντεύξεων, όπως: «Η γυναίκα δεν ορίζεται», «Νέοι γαλλικοί φεμινισμοί», «Το φύλο δεν είναι ένα», και άλλα βιβλία διάσημων διανοητριών, που ανέδειξαν την προβληματική εκπροσώπηση της γυναίκας στην τέχνη.
Αξίζει, τέλος, να συμπληρώσουμε ότι δεν είναι φεμινιστική όλη η κριτική που έχει γραφτεί από γυναίκες- ότι όλα τα βιβλία για γυναίκες συγγραφείς δεν είναι κατ’ ανάγκη φεμινιστικά- ότι η φεμινιστική γραφή δεν ανήκει αποκλειστικά σε γυναίκες κριτικούς και ότι δεν απευθύνεται υποχρεωτικά σε ένα γυναικείο αναγνωστικό κοινό. Όπως και να’ χει, “the struggle is real”, και είναι σίγουρο ότι ακόμη και στις αποτυπώσεις της λογοτεχνίας και των ταινιών, η γυναίκα αντιμετωπίζεται τουλάχιστον «διαφορετικά», και ως οντότητα κοινωνική, αλλά και ως ιδεολογικό ψυχογράφημα μια άλλης εποχής.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Peter Barry, Γνωριµία µε τη θεωρία: Εισαγωγή στη λογοτεχνική και πολιτισµική θεωρία (µτφρ. Αναστασία Νάτσινα), Αθήνα: Βιβλιόραµα. 2013.
- Τζόζεφιν Ντόνοβαν: «Έξω από το δίχτυ: η φεμινιστική κριτική ως ηθική κριτική», διαθέσιμο εδώ.
- Cries & Whispers (1972), IMDb.com, διαθέσιμο εδώ.