Του Παναγιώτη Στρίκου,
Αναμφίβολα, ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός με το βαθύ του πνεύμα αγκάλιασε την ανθρωπότητα, συμβάλλοντας με καταλυτικό τρόπο στην πολιτιστική πρόοδο και εξέλιξη. Το ίδιο το θέατρο, αναπόσπαστο κομμάτι του, αντικαθρέπτισε στην σκηνή την ελληνική κουλτούρα. Μέσα σε αυτήν την τεράστια κληρονομιά δημιουργήθηκε ένας δυϊσμός, ο οποίος συμβολίζει ένα διαχρονικό σημάδι του ελληνισμού. Αυτή η διφυής φύση του αρχαίου ελληνικού πνεύματος αντικατοπτρίστηκε στη λεγόμενη αττική τραγωδία, στην οποία διακρίνουμε την σύνδεση μεταξύ απολλώνιου και διονυσιακού στοιχείου.
Οι δύο αρχαίες ελληνικές θεότητες, ο Απόλλων και ο Διόνυσος, αποτελούν σύμβολα και προστάτες της τέχνης, ωστόσο με πολύ βαθιές και ισχυρές αντιθέσεις. Ο Απόλλων, προστάτης του ονείρου, της μουσικής, του φωτός και της μαντείας, συμβόλιζε πάντα το μέτρο και την αρμονία. Εν αντιθέσει ο Διόνυσος, θεός του κρασιού, της μέθης και της φύσης, αντιπροσώπευε την ζωτική ενέργεια, την ορμή και την αφθονία που προσέφερε κάθε ανθρώπινο ένστικτο. Όπως είχε τονίσει ο Φρίντριχ Νίτσε, αυτά τα δύο εντελώς διαφορετικά ένστικτα τα οποία εναπέθετε ο αρχαίος Έλληνας στους θεούς του, μοχθούσαν να αποκτήσουν υπεροχή.
Η αττική τραγωδία είχε κατά κοινή ομολογία ως πρόγονο τον διθύραμβο, λατρευτικό τραγούδι που συνήθως τιμούσε τον θεό Διόνυσο. Ο πιο γνωστός ποιητής που ευθύνεται για την εξέλιξή της είναι ο Θέσπις, πράγμα το οποίο δικαιολογεί τις πλείστες θεατρικές σκηνές που σήμερα τιτλοφορούνται με το όνομά του. Ο Αριστοτέλης περιγράφει στο έργο του με ενάργεια και σαφήνεια τις φάσεις εξέλιξης της τραγωδίας. Από τον διθύραμβο και το σατυρικό δράμα, η μετάβαση στο αρχαίο θέατρο με τη μορφή που το γνωρίζουμε ξεκίνησε με αυτοσχεδιαστικά διαλογικά μέρη. Η διάκριση του διαλογικού από το χορικό μέρος, κατά την οποία -σε αρχικό τουλάχιστον στάδιο- ο υποκριτής συνδιελέγετο με τον Χορό, δημιούργησε τελικά την ανάγκη για περισσότερους υποκριτές. Ο Αριστοτέλης ονομάζει τον «δευτεραγωνιστή», δεύτερο υποκριτή (όπως λέγονταν τότε οι ηθοποιοί), που σηματοδοτεί μια περαιτέρω εξέλιξη, τη μείωση των μερών του Χορού, και εν συνεχεία τους «τριταγωνιστές» (περισσότερους ηθοποιούς), και τη χρήση της σκηνογραφίας.
Στην Ποιητική του Αριστοτέλη, ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με μία επιστημονική θεώρηση του είδους της τραγωδίας. Εκεί γίνεται λόγος για τα κατά ποσόν μέρη, τα οποία αφορούν μία διάκριση του έργου αναφορικά με τα αποσπάσματα του λόγου και του Χορού, και θα λέγαμε ότι θυμίζουν τις σύγχρονες πράξεις. Τα μέρη που αφορούν την ηθοποιία είναι ο Πρόλογος, τα Επεισόδια και η Έξοδος, ενώ ο Χορός έχει την Πάροδο (είσοδο), τα Στάσιμα και συμμετέχει στους Κομμούς (θρηνητικά αποσπάσματα). Ως προς τα κατά ποιόν μέρη, αυτά αφορούν την ουσία της τραγωδίας και αποτελούν τον μύθο (βασική ιστορία, συνήθως του Τρωικού ή Θηβαϊκού κύκλου), το ήθος (χαρακτήρες), η διάνοια (ιδέες του κειμένου), η λέξις (λεκτική αποτύπωση, γλώσσα), το μέλος (μουσικής) και η όψις (όλη η σκευή του ηθοποιού που συντελεί στη μεταμόρφωσή του, ιδίως τα προσωπεία και η ενδυμασία).
Το είδος της τραγωδίας συνδέθηκε άρρηκτα με τις διονυσιακές τελετές. Η διονυσιακή ορμή προσέφερε στον αρχαίο Έλληνα μία εκστατική εμπειρία, απελευθερώνοντας τον από τις ψυχικές εγκράτειες τις οποίες επέβαλε ο πολιτισμός του. Συνήθως, οι διονυσιακές τελετές αποκτούσαν ομαδικό χαρακτήρα και σε συνδυασμό με το κρασί προσέδιδαν ψυχική έξαρση και ικανοποίηση όλων των επιθυμιών που κυοφορούσαν στο ανθρώπινο σώμα. Ο θεός Διόνυσος αποτελούσε την επαφή του ανθρώπου με το βάθος της ζωτικής του φύσης, ουσίας και ύπαρξης, διεισδύοντας με αυτόν τον τρόπο στα «έγκατα» της ψυχής του. Αξίζει να σημειωθεί πως ο αρχαίος Έλληνας απέδωσε στον θεό Διόνυσο τις παραπάνω θρησκευτικές συνήθειες ώστε να νιώθει ασφαλής απέναντι στο «θεϊκό μάτι» την στιγμή που απελευθέρωνε όλες τις καταπιεσμένες ορμές του. Μέσα από αυτές τις διονυσιακές ορμές, ο ελληνισμός παρέδωσε την σκυτάλη στον Απόλλωνα.
Το απολλώνιο μέτρο αποτελούσε τον αυστηρό δάσκαλο του αρχαίου διονυσιακού Έλληνα, το οποίο κατεύναζε του διονυσιακούς εκστασιασμούς μέσω της βούλησης, της λογικής και της ορθολογικής σκέψης. Στην ουσία αντικαθρέπτιζε το πολιτισμένο «μη» που επιβαλλόταν σε κάθε διονυσιακό ένστικτο. Επίσης, μέσω της άρπας και γενικότερα της μουσικής πρόφερε μία αρμονία παρόμοια με την ονειρική. Γενικότερα, η απολλώνια λατρεία αντιπροσώπευε την ανθρώπινη επιφάνεια και την «πολιτισμένη μάσκα» την οποία φόρεσε ο άνθρωπος, καλύπτοντας τις ενστικτώδεις ανάγκες του, ώστε να βαδίσει το δρόμο της πολιτιστικής εξέλιξης. Το οξύμωρο αλλά και αληθινό στοιχείο που παρουσιάζεται σε αυτό το σημείο είναι πως η έντονη και ισχυρή αντίθεση μεταξύ του διονυσιακού βάθους και της απολλώνιας επιφανειακότητας αποτελεί παράλληλα και τον συνδετικό τους κρίκο.
Μέσα από αυτή τη σύνδεση γεννήθηκε η αττική τραγωδία. Ως ενέργειες, η διονυσιακή και η απολλώνια λατρεία πηγάζουν από την μέθη και το όνειρο αντίστοιχα. Το σημείο τομής τους βρίσκεται στην μυστικιστική απώλεια του εαυτού καθώς όσον αφορά την μέθη ο άνθρωπος αμβλύνει τους νοητικούς φραγμούς του όπως δηλαδή και στην ονειρική πραγματικότητα. Μέσω αυτής της συμφιλίωσης, μπορούμε να διακρίνουμε το καλλιτεχνικό βάθος της ελληνικής κουλτούρας. Η απολλώνια φειδώ μετρίασε τον άφθονο και αδρό διονυσιακό ενθουσιασμό.
Λαμβάνοντας υπόψιν τα διδάγματα της αττικής τραγωδίας, διακρίνεται ένα διαχρονικό δίλλημα το οποίο δεν έχει πάψει να ταλανίζει τον άνθρωπο μέχρι και σήμερα. Είναι το ίδιο δίλλημα που απασχολούσε τον αρχαίο Έλληνα. Για τον ίδιο αποτέλεσε επιπλέον πηγή έκφρασης, ώστε να εξωτερικεύσει αυτή την ανησυχία του σε τραγωδίες, τελετές και ναούς. Για τον σημερινό άνθρωπο, η διαμάχη μεταξύ διονυσιακού και απολλώνιου στοιχείου μπορεί να μεταφραστεί ως διαμάχη μεταξύ εσωτερικών συναισθημάτων και εξωτερικής εγκράτειας. Άραγε, πόσες φορές στη ζωή μας η προσωπική μας επιθυμία, σκέψη και συναίσθημα περιορίστηκε και απωθήθηκε για χάριν της κοινωνικής σύνεσης; Μήπως αυτός ο εσωτερικός περιορισμός αντικαθρεπτίζει το απωθημένο διονυσιακό συναίσθημα; Επιπροσθέτως, η κοινωνική σύνεση δεν συνταιριάζει αντίστοιχα με το απολλώνιο μέτρο;
Προσωπικά, θεωρώ λάθος να αντικρίζουμε στο πρόσωπο του θεού Διόνυσου απαραίτητα τους εκστασιασμούς, τα όργια και τους παραλογισμούς των ανθρώπινων ενστίκτων. Πιστεύω πως οι αρχαίοι Έλληνες υπερέβαλαν σε ένα βαθμό ώστε να τονίσουν με έντονο τρόπο τις καταπιεσμένες επιθυμίες του ανθρώπου από την κοινωνία του. Επ’ αυτού λοιπόν, αναφερόμενος στη σημερινή εποχή, ένα μέρος της διονυσιακής λατρείας μας διδάσκει την γαλήνη και την ψυχική ευεξία όπου ορισμένες φορές επιφέρει η εξωτερίκευση ορισμένων «καταπιεσμένων» συναισθημάτων. Συναισθήματα τα οποία δεν αποτελούν έξαρση και ακραία υπερβολή, αλλά εκδήλωση του εσωτερικού μας κόσμου, πάντοτε με σεβασμό προς τον εαυτό μας και την κοινωνία μας. Ούτως ή άλλως, η διονυσιακή μανία δεν σχετίζεται με μανιώδεις παραλογισμούς, αλλά μπορεί να μεταφραστεί ως μένος, δηλαδή δύναμη, σωματική, ψυχική και πνευματική.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Τα μέρη της αρχαίας τραγωδίας, mytheatro.gr, διαθέσιμο εδώ.
- Φρήντριχ Νίτσε, Η Γέννηση της Τραγωδίας: Το Απολλώνιο και το Διονυσιακό στην τέχνη, academia.edu, διαθέσιμο εδώ.