Του Δημήτρη Πέτικα,
Διαχρονικά, δεν ήταν λίγες οι φορές που μια αυτοκρατορία ή ένα κράτος, αν θελήσουμε να αναφερθούμε σε πιο σύγχρονες καταστάσεις, επεδίωξαν την πλήρη υποταγή ενός άλλου σε εκείνους, με απώτερο σκοπό την εξασφάλιση της διατήρησης της δύναμής τους, καθώς και την εξυπηρέτηση, βραχυπρόθεσμων και μη, συμφερόντων. Στην προκειμένη περίπτωση, θα αναλυθεί η Ελληνική Επανάσταση του 1821 και δη η εξέγερση των κατοίκων της Σαμοθράκης απέναντι στον Οθωμανικό ζυγό.
Το νησί εκδήλωσε την άρνηση της υποταγής του τον Αύγουστο του 1821, μέσω της Φιλικής Εταιρείας, πανελλήνια οργάνωση που είχε δημιουργηθεί από διάφορους τοπικούς παράγοντες από πολλά σημεία του ελλαδικού χώρου, που αποτελούνταν μεταξύ άλλων και από κατοίκους της Σαμοθράκης. Η είσοδος αυτή έγινε με τη βοήθεια των Ψαριανών, αλλά δεν είχε αίσιο τέλος, καθώς η ολοκληρωτική καταστροφή έκανε την εμφάνισή της την 1η Σεπτεμβρίου, με τη σφαγή ολόκληρου του ανδρικού πληθυσμού της νήσου, ως αντίποινα των ενεργειών τους, και σημαίνοντας την απαρχή των απάνθρωπων ενεργειών των Τούρκων στο Αιγαίο συνολικά.
Σύμφωνα με τους ντόπιους κατοίκους του νησιού, διατυπώθηκαν ποικίλες αναλύσεις για τις ενέργειες των Οθωμανών, τις οποίες συγκέντρωσε ο Ίων Δραγούμης μεταξύ άλλων, διατυπώνοντάς τες στο έργο του «Σαμοθράκη». Με βάση τα γραπτά του ίδιου προσώπου, όταν στο άκουσμα του ερχομού των Τούρκων για την ταφόπλακα των κατοίκων πήρε ευρεία διάδοση, εκείνοι αποφάσισαν να αντισταθούν, ώστε να υπερασπίσουν κάθε αξία και τίμημα, αψηφώντας το υπεράριθμο του αντιπάλου, και κοιτάζοντας το θάνατο κατάματα. Η αρχική τους αισιοδοξία είχε γεννήσει τις ελπίδες σε όλους για μια επιτυχημένη προσπάθεια, όταν, όμως, την 1η Σεπτεμβρίου, όπως προαναφέρθηκε, είδαν τους Οθωμανούς να πλησιάζουν, έχοντας συγκεντρώσει ένα σύνολο περίπου 2.000 ατόμων, κατέφυγαν στα βουνά, επιδιώκοντας την αντίσταση από εκεί, υπακούοντας στα σχέδια και τις διαταγές ενός τοπικού παράγοντα, ικανού στη χρήση και αξιολόγηση των όπλων.
Ως προς τις δράσεις των ντόπιων, έχει επικρατήσει η αντίληψη ότι διαδόθηκαν λανθασμένες φήμες περί εισόδου του ρωσικού στρατού στην πόλη της Κωνσταντινούπολης, φήμες που ίσως πήραν την έκταση που πήραν λόγω των προσώπων που τις μετέφεραν σε κάθε γωνία του νησιού, οι οποίοι ήταν μεγάλοι ηλικιακά και ασκούσαν καθήκοντα κληρικού. Ο οθωμανικός στόλος, από την άλλη, μεταχειρίστηκε δόλια μέσα για να εξαπατήσει τους κατοίκους και να κάμψει την αντίσταση. Οι Τούρκοι κατόρθωσαν να μεταπείσουν περισσότερους από 700 Αγωνιστές να γυρίσουν στην πόλη από τα βουνά, τους οποίους, εν τέλει, δολοφόνησαν στο Κάστρο της Πρωτεύουσας, το οποίο αργότερα πήρε την ονομασία «Εφκάς» ή «Φ’ κάς», από το σύνολο των ντόπιων που σφαγιάστηκαν εκεί. Παρ΄ όλα αυτά, η απάνθρωπη αυτή δράση δε σήμανε και το τέλος των αντιποίνων. Τη σφαγή των 700 ακολούθησε εκείνη του αμάχου πληθυσμού που είχε συγκεντρωθεί στο κέντρο του νησιού, δράση που, σύμφωνα με το Δραγούμη, διήρκεσε έναν μήνα. Ωστόσο, ο θάνατος δεν αποτέλεσε τη μοναδική εκδικητική δράση τους, με άλλους κατοίκους να καταλήγουν να πωλούνται ως σκλάβοι στην περιοχή της Κωνσταντινούπολης, με τα νούμερα να φτάνουν τους 1.500 κατοίκους που είδαν τους εαυτούς τους να λογαριάζονται ως άβουλα όντα και να οδηγούνται στα παζάρια της Ανατολής.
Αξιοσημείωτο αποτελεί το γεγονός ότι 33 οικογένειες γλίτωσαν το θάνατο και ξέφυγαν από τους Τούρκους, εγκαταλείποντας τις εστίες τους. Όταν μετά από περίπου 6 χρόνια μερικοί αποφάσισαν την επιστροφή τους στη νήσο, δεν είχαν υπολογίσει την ανάγκη να αλλαξοπιστήσουν και τη μύησή τους στον Ισλαμισμό, ενώ, όταν το αντιλήφθηκαν ήταν ήδη πολύ αργά, έχοντας να αντιμετωπίσουν και το θρησκευτικό φανατισμό των κατακτητών. Όσοι αρνούνταν να αλλάξουν το δόγμα της πίστης τους θανατώνονταν, αποδεικνύοντας για ακόμα μια φορά την απολυταρχία των Οθωμανών και το μίσος που εκείνοι έτρεφαν.
Κάτι ακόμα που έχει και αυτό τη σημασία του, είναι το γεγονός ότι το Ελληνικό Κράτος επί 80 περίπου χρόνια δεν είχε καμία απολύτως ιδέα για τα πεπραγμένα των Οθωμανών στο ελληνικό νησί, ασχέτως που το 1886 ο λόγιος Νικόλαος Φαρδύς είχε μιλήσει γι’ αυτό σε ένα έργο του, το οποίο, όμως, δεν έλαβε μεγάλη έκταση. Το πρώτο έργο που λήφθηκε σοβαρά υπόψιν από όλους, ήταν το «Σαμοθράκη» του προαναφερόμενου Ίωνος Δραγούμη. Ο σπουδαίος αυτός άνθρωπος, όμως, δεν έμεινε μονάχα εκεί, καθώς κατόρθωσε να εμπνεύσει άτομα του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι στον τομέα της τέχνης, όπως τον Γάλλο καλλιτέχνη Auguste Vinchon, και στον τομέα της επιστήμης με τον Άγγλο ιστορικό George Finlay. Μάλιστα, ο τελευταίος, στο έργο του «Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης», που συγγράφηκε το 1861, αναφέρει χαρακτηριστικά το εξής: «Ήταν αδύνατο να υποθέσει κανείς ότι αυτοί οι άνθρωποι είχαν διαπράξει κάποιο έγκλημα που να αξίζει μια τόσο σκληρή τιμωρία».
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Δραγούμης,Ίων (1909), Σαμοθράκη, Ανατύπωση από το περιοδικό Νουμάς, σελ. 28–31
- Δορδανάς Σ- Μαλκίδης Θ. (2008), Σαμοθράκη: Ιστορία- Αρχαιολογία- Πολιτισμός. Πρακτικά Επιστημονικού Συνεδρίου, Αθήνα: εκδ. Επίκεντρο
- Γ. Λεκάκη (2006) ,Σαμοθράκη – Ιερά νήσος, Αθήνα: εκδ. Ερωδιός
- Άρθρο από ethnos.gr, Επανάσταση 1821: Η σφαγή στη Σαμοθράκη, μια σχεδόν λησμονημένη ιστορία. Διαθέσιμο ΕΔΩ
- Στούκας, Μιχάλης (17/6/2019), Τo ολοκαύτωμα της Σαμοθράκης απο τους Τούρκους το 1821, άρθρο από protothema.gr. Διαθέσιμο ΕΔΩ