Της Ιωάννας Μπινιάρη,
Στη σύγχρονη εποχή των ραγδαίων κοινωνικών, ηθικών, πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων διαπιστώνει κανείς ότι είναι εύλογο ένας πνευματικός δημιουργός να θέλει να μεταβάλλει ιδέες, κρίσεις και απόψεις. Για το λόγο αυτό, είναι αναγκαίο να έχει τη δυνατότητα να προσδιορίζει ελεύθερα τα έργα του, χωρίς να υπόκειται σε δεσμεύσεις και υποχρεώσεις έναντι τρίτων στο πλαίσιο εκμετάλλευσης του έργου του. Στο σημείο αυτό είναι που έρχεται το θεμελιώδες ηθικό δικαίωμα της μετάνοιας ή υπαναχώρησης του πνευματικού δημιουργού, με το οποίο μπορεί να ικανοποιήσει τη συγκεκριμένη ανάγκη του.
Αρχικά, πρέπει να γνωρίζει κανείς ότι γενικότερα ένα από τα συστατικά του δικαιώματος της πνευματικής ιδιοκτησίας είναι το ηθικό δικαίωμα. Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ.1 του ν.2121/1993, αυτό προστατεύει τον προσωπικό δεσμό του πνευματικού δημιουργού με το έργο του και απαρτίζεται από τις εξουσίες που αναφέρονται ενδεικτικά στο άρθρο 4 του ν.2121/1993. Μία από αυτές είναι η εξουσία υπαναχώρησης, που είναι γνωστή και ως εξουσία μετάνοιας.
Πρόκειται για ένα δικαίωμα με το οποίο αναγνωρίζεται στον δημιουργό η εξουσία να υπαναχωρεί από συμβάσεις μεταβίβασης του περιουσιακού δικαιώματος ή από συμβάσεις εκμετάλλευσης ή άδειας εκμετάλλευσης έργων λόγου ή επιστήμης. Συγκεκριμένα, επιφυλάσσει στον δημιουργό τη δυνατότητα να μετανοήσει για ορισμένο ή μη λόγο (ψυχολογικό γεγονός) και να υπαναχωρήσει (νομικό γεγονός), εφόσον αυτό είναι αναγκαίο για την προστασία της προσωπικότητάς του, εξαιτίας μεταβολής στις πεποιθήσεις του ή στις περιστάσεις και με καταβολής αποζημίωσης στον αντισυμβαλλόμενο για τη θετική ζημία του.
Ο σκοπός των διατάξεων αυτών είναι να έχει ο δημιουργός τη δυνατότητα να αποσύρει το έργο του όταν αυτό δεν ανταποκρίνεται πλέον στις πεποιθήσεις του ή στις πολιτικές, κοινωνικές ή οποιεσδήποτε άλλες περιστάσεις. Η άσκηση του δικαιώματος αυτού εισάγει ρήγμα στην αρχή της δεσμευτικότητας των συμβάσεων και στην ασφάλεια των συναλλαγών, επειδή είναι απόλυτο και δύναται να ασκηθεί κατά παντός τρίτου, άρα και έναντι εκείνου, ο οποίος έχει αποκτήσει περαιτέρω άδεια εκμετάλλευσης από τον αντισυμβαλλόμενο ή έχει αποκτήσει τα δικαιώματά του βάσει κληρονομικής διαδοχής.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η «μετάνοια» συνιστά το προηγούμενο ψυχολογικό στάδιο ενώ η «υπαναχώρηση» συνιστά τον νομικό χαρακτηρισμό του δικαιώματος. Μάλιστα, ο όρος «υπαναχώρηση» δεν είναι ακριβής, επειδή αφενός δεν νοείται για συμβάσεις που έχουν ήδη αποσβεσθεί με την εκτέλεση (πλήρης μεταβίβαση του περιουσιακού δικαιώματος) και αφετέρου δεν αναζητούνται οι παροχές που έχουν ήδη καταβληθεί κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Για αυτό το λόγο, άλλωστε, προτιμάται ο ουδέτερος όρος «μετάνοια» που περιλαμβάνει τη ψυχολογική πλευρά αυτής της εξουσίας.
Η εξουσία υπαναχώρησης επιτρέπει στο δημιουργό να υπαναχωρήσει από συμβάσεις μεταβίβασης ή εκμετάλλευσης του περιουσιακού του δικαιώματος, μόνο όμως για έργα λόγου ή επιστήμης. Στην αρχική διατύπωση του άρθρου 4 παρ.1 ν.2121/1993, η εξουσία υπαναχώρησης αφορούσε όλα τα έργα, όμως μετά από τις παρατηρήσεις της Κεντρικής Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής περιορίστηκε μόνο στα έργα λόγου και επιστήμης, με τη σκέψη ότι μόνο αυτά μπορούν να περιέχουν ιδέες, σκέψεις, θεωρίες, κρίσεις που να βρίσκονται σε συμφωνία ή ασυμφωνία με τη συνείδηση του δημιουργού.
Με τον τρόπο αυτό, διασφαλίζεται ότι η συγκεκριμένη ενέργεια είναι αναγκαία για την προστασία της προσωπικότητας του δημιουργού και δεν οφείλεται σε οικονομικά κίνητρα ή αλλαγή των περιστάσεων εκμετάλλευσης, τα οποία σε καμία περίπτωση δε δικαιολογούν την άσκηση αυτού του δικαιώματος. Στα έργα λόγου και επιστήμης περιλαμβάνονται τα επιστημονικά δοκίμια, τα θεατρικά έργα, τα σενάρια των οπτικοακουστικών έργων και γενικά κάθε έργο που περιέχει κείμενο. Αντιθέτως, υπαναχώρηση δεν νοείται για τα προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών, τις ψηφιακές βάσεις δεδομένων, τα έργα εικαστικών τεχνών, τις μουσικές συνθέσεις, τις χορογραφίες, τις παντομίμες, καθώς και τα διαφημιστικά κείμενα με καθαρά εμπορευματικό χαρακτήρα.
Σε γενικές γραμμές, η μεταβίβαση του περιουσιακού δικαιώματος και οι συμβάσεις για την εκμετάλλευσή του διέπονται από την αρχή της δεσμευτικότητας των συμβάσεων. Μπορεί, όμως, αυτή να οδηγήσει σε προσβολή της προσωπικότητας του δημιουργού εξαιτίας μεταβολής των πεποιθήσεών του ή των περιστάσεων, περιπτώσεις οι οποίες προξενούν κάμψη αυτής της δεσμευτικότητας και ρήγμα στην ασφάλεια των συναλλαγών, οπότε δικαιολογούν την άσκηση της εξουσίας υπαναχώρησης.
Όσον αφορά τις προϋποθέσεις άσκησης της εξουσίας μετάνοιας, ο δημιουργός μπορεί να ασκήσει την εξουσία υπαναχώρησης, αν έχει επέλθει σημαντική και φανερή, δηλαδή αναγνωρίσιμη μέσω εξωτερικών στοιχείων, μεταβολή στις πεποιθήσεις του ή εναλλακτικά μεταβολή των περιστάσεων, δηλαδή να οφείλεται σε εξωτερικούς παράγοντες και αντικειμενικές περιστάσεις, όπως σε μια πολιτική κρίση, μια εμπόλεμη κατάσταση, μια επιστημονική ανακάλυψη ή μια ανεύρεση ενός ιστορικού χειρόγραφου. Δύο απλά παραδείγματα συνιστούν η υπαναχώρηση από σύμβαση εκμετάλλευσης έργου που προπαγανδίζει αντιχριστιανικές ή αθεϊστικές ιδέες ενώ ο δημιουργός κατοπινά γίνεται πιστός χριστιανός ή και κληρικός και η περίπτωση του επιστήμονα που δημοσιεύει μία μελέτη του η οποία με βάση τα νεότερα επιστημονικά δεδομένα αποδεικνύεται ξεπερασμένη ή λανθασμένη. Οι οικονομικοί λόγοι, όπως προαναφέρθηκε, αποκλείονται σαν θεμέλια άσκησης της του δικαιώματος αυτού.
Επιπλέον, πρέπει αυτές οι μεταβολές να είναι τέτοιου μεγέθους και τέτοιας έκτασης, ώστε να διακινδυνεύει η προστασία της προσωπικότητας του δημιουργού, αν συνεχιστεί κανονικά η σύμβαση εκμετάλλευσης του έργου. Πάντως, στην περίπτωση που δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της εξουσίας υπαναχώρησης, ο δημιουργός μπορεί να επικαλεστεί εναλλακτικά την απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών του άρθρου 388 ΑΚ. Προκειμένου ακόμη η υπαναχώρηση να καταστεί έγκυρη, πρέπει να αποδειχθεί η αντίφαση ανάμεσα στις πεποιθήσεις του δημιουργού όταν δημιούργησε το έργο και στις τωρινές του πεποιθήσεις ή να αποδειχθούν αυτές οι περιστάσεις μετά από τη σύναψη της σύμβασης, λόγω των οποίων κρίνεται αναγκαία η υπαναχώρηση για την προστασία της προσωπικότητάς του. Σε μία στάθμιση συμφερόντων πρέπει η προσβολή της προσωπικότητας να έχει βαρύνουσα σημασία ώστε να δικαιολογείται η άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης.
Χρήζει επίσης αναφοράς ότι παραίτηση από την εξουσία μετάνοιας δεν επιτρέπεται, όπως δεν επιτρέπονται συμφωνίες που θα μπορούσαν να ενεργήσουν ως εμπόδιο για την άσκησή της. Ένας συμβατικός περιορισμός της εξουσίας υπαναχώρησης δεν είναι επιτρεπτός ούτε για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα ούτε αν δυσχεραίνει την άσκησή της και θα πρέπει να θεωρηθεί άκυρος.
Εν τέλει, η επιτυχής άσκηση της εξουσίας υπαναχώρησης επιφέρει τη λύση της συμβατικής έννομης σχέσης ανάμεσα στο δημιουργό και στον αντισυμβαλλόμενό του. Η υπαναχώρηση ενεργεί μόνο για το μέλλον (ex nunc) και δημιουργεί υποχρέωση αμοιβαίας απόδοσης των παροχών που έχουν ήδη ληφθεί κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Επομένως, η λύση της σύμβασης επιφέρει την απόσβεση του περιουσιακού δικαιώματος που είχε μεταβιβασθεί στον αντισυμβαλλόμενο, το οποίο επιστρέφει στον αρχικό δικαιούχο της πνευματικής ιδιοκτησίας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Καλλινίκου Διονυσία, Πνευματική Ιδιοκτησία και Συγγενικά Δικαιώματα, Δίκαιο και Οικονομία, Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 2008
- Δεσποτίδου Άννα-Παπαδοπούλου Ανθούλα, Η εξουσία της μετάνοιας του πνευματικού δημιουργού, Αρμενόπουλος, Επιστημ. Επετ. ΔΣΘ 13/1992, σελ.153-176
- Κοτσίρης Λάμπρος, Η ηθική εξουσία υπαναχώρησης του πνευματικού δημιουργού(γνωμ.), ΔΙΜΕΕ 2005, σελ.172-178