Της Αγγελικής Μανωλάκη,
Κατά το πέρασμα των χρόνων, πολλά πειράματα ψυχολογίας έχουν προκαλέσει σημαντικές αλλαγές σε διάφορες θεωρίες, λόγω των αξιοπερίεργων αποτελεσμάτων τους. Παρακάτω παρουσιάζονται μερικά από τα πιο διάσημα πειράματα που έχουν διεξαχθεί και προκάλεσαν ποικίλες αντιδράσεις στην εποχή τους, τόσο στους συμμετέχοντες όσο και στο ευρύ κοινό.
Το πείραμα του μικρού Albert
Ο John B. Watson, το 1920, στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins, αποφάσισε να μελετήσει το φαινόμενο της κλασικής εξαρτημένης μάθησης, δηλαδή τον συνδυασμό ενός εξαρτημένου ερεθίσματος με ένα μη εξαρτημένο ερέθισμα, ώστε να παράγουν παρόμοιο αποτέλεσμα. Η αντίδραση που μπορεί να παραχθεί, λόγω της εξάρτησης, σε έναν άνθρωπο ή και σε ένα ζώο υπό άλλες συνθήκες, δε θα υπήρχε. Από τους πρώτους που θεμελίωσε θεωρητικά την κλασική εξαρτημένη μάθηση ήταν ο Ivan Pavlov, ο οποίος χτυπούσε ένα κουδούνι κάθε φορά που τάιζε τον σκύλο του, μέχρι που απλά ο ήχος και μόνο του κουδουνιού προκαλούσε παραγωγή σάλιου σε αυτόν. Ο συνάδελφός του, Watson, δοκίμασε την κλασική εξαρτημένη μάθηση στον Albert, ένα παιδί 9 μηνών το οποίο αγαπούσε πολύ τα μικρά ζώα, χρησιμοποιώντας έναν λευκό ποντικό. Ο συμπεριφοριστής ξεκίνησε να συσχετίζει έναν έντονο ήχο από μεταλλικό σφυρί με την παρουσία του ποντικιού στα χέρια του παιδιού. Αυτό του προκάλεσε την ανάπτυξη έντονου φόβου, τόσο για τον ποντικό όσο και για τα υπόλοιπα ζώα, αλλά και τα γούνινα αντικείμενα. Σήμερα, φυσικά, ένα τέτοιο πείραμα δε θα γινόταν δεκτό από την επιτροπή δεοντολογίας, καθώς θεωρείται ανήθικο, αφού οι φοβίες που ανέπτυξε το παιδί παρέμειναν μέχρι και τα 6 έτη του, όποτε και πέθανε λόγω ασθένειας, και έτσι οι ειδικοί δεν κατόρθωσαν να εξακριβώσουν αν ο φόβος αυτός θα παρέμενε και στο υπόλοιπο της ζωής του.
Το πείραμα του Milgram
Ο Stanley Milgram, ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο του Yale, προσπάθησε να κατανοήσει πώς εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι συμμετείχαν στις βάρβαρες και απάνθρωπες πράξεις του Ολοκαυτώματος. Σκέφτηκε πως μια εξήγηση θα μπορούσε να ήταν πως οι άνθρωποι έχουν σε γενικές γραμμές την τάση να υπακούουν και να υποτάσσονται σε πρόσωπα εξουσίας και έθεσε το εξής ερώτημα: «Μήπως ο Eichmann και εκατομμύρια συνεργοί του στο Ολοκαύτωμα, απλώς ακολουθούσαν διαταγές; Θα μπορούσαμε να τους αποκαλούμε όλους συνενόχους;» Κάπως έτσι ξεκίνησε, το 1961. να πραγματοποιεί τα πειράματα υπακοής.
Οι συμμετέχοντες θεωρούσαν πως ήταν ένα πείραμα σχετικό με τη μνήμη. Σε κάθε δοκιμή, υπήρχαν δύο ρόλοι, ένας δάσκαλος και ένας μαθητής, αλλά στην πραγματικότητα, μόνο ο δάσκαλος παίρνει μέρος στη δοκιμασία και ο μαθητής είναι πληρωμένος ηθοποιός. Η διαδικασία ήταν η εξής: οι δύο συμμετέχοντες τοποθετούνταν σε ξεχωριστούς χώρους και ο δάσκαλος όφειλε να ακολουθεί συγκεκριμένες οδηγίες, όταν ο μαθητής δεν απαντούσε σωστά στις ερωτήσεις, τότε ο δάσκαλος όφειλε να πατάει ένα κουμπί που προκαλούσε ηλεκτροσόκ στον μαθητή και αυτό επαναλαμβανόταν κάθε φορά που δίνονταν λανθασμένες απαντήσεις από πλευράς μαθητή-ηθοποιού, ο οποίος τις συνόδευε και από μορφασμούς και κραυγές πόνου.
Στο τέλος, ο γνωστός ψυχολόγος βρήκε πως οι πιο πολλοί συμμετέχοντες τήρησαν πιστά τις οδηγίες του πειράματος παρά την έντονη δυσαρέσκεια των μαθητών, και κάποιοι συμμετέχοντες θα είχαν προκαλέσει ακόμη και τον θάνατο των μαθητών τους, αν ήταν αληθινό το ηλεκτροσόκ.
Μαθητές με γαλάζια μάτια απέναντι σε μαθητές με καστανά μάτια
Χρωστάμε αυτό το πείραμα στην Jane Elliott, που αν και δεν ήταν ψυχολόγος, το 1968, δημιούργησε μία από τις πιο διάσημες και ηθικά αμφίσημες μελέτες, τοποθετώντας τους μαθητές μιας τάξης σε 2 ομάδες, μια ομάδα με παιδιά που είχαν γαλανά μάτια, και μια ομάδα με παιδιά που είχαν καστανά μάτια. Η νεαρή δασκάλα προσπάθησε να προσφέρει μια βιωματική εμπειρία σχετικά με τις διακρίσεις στους μαθητές στο δημοτικό σχολείο της Iowa, μιας και είχε προηγηθεί η δολοφονία του Martin Luther King Jr.. Χώρισε, λοιπόν, την τάξη σε αυτές τις δύο ομάδες και τους παρουσίασε ψευδή επιστημονικά δεδομένα ότι η μια ομάδα ήταν ανώτερη από την άλλη και θα έπρεπε για το υπόλοιπο της σχολικής ημέρας να αντιμετωπίζεται έτσι. Η Elliot διαπίστωσε πως μόνο μια μέρα χρειάστηκε, ώστε η «ανώτερη» ομάδα να γίνει σκληρότερη και η «κατώτερη» ομάδα να γίνει πιο ανασφαλής. Οι ομάδες εναλλάσσονταν, ώστε όλοι οι μαθητές κάποια στιγμή να ανήκουν και στις δύο ομάδες.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- McLeod S., The Little Albert Experiment, simplypsychology.org. Διαθέσιμο εδώ
- Bland K., Blue eyes, brown eyes: What Jane Elliott’s famous experiment says about race 50 years on, eu.azcentral.com. Διαθέσιμο εδώ
- McLeod S., The Milgram Shock Experiment, simplypsychology.org. Διαθέσιμο εδώ