Του Γιώργου Γιαρμά,
Στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, τόσο ο Πρωθυπουργός όσο οι Υπουργοί και οι Αναπληρωτές Υπουργοί, οι οποίοι μαζί συνθέτουν το Υπουργικό Συμβούλιο, φέρουν ευθύνη για όλες τις κυβερνητικές ενέργειες, για οτιδήποτε συμβαίνει, δηλαδή, στον δημόσιο πολιτικό βίο. Πιο συγκεκριμένα, όπως ορίζει το Σύνταγμα, «τα μέλη του Yπουργικού Συμβουλίου, καθώς και οι Yφυπουργοί, είναι συλλογικώς υπεύθυνοι για τη γενική πολιτική της Κυβέρνησης και καθένας από αυτούς για τις πράξεις ή τις παραλείψεις της αρμοδιότητάς του, σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων για την ευθύνη των Yπουργών». Σε καμία περίπτωση η έγγραφη ή προφορική εντολή του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν απαλλάσσει τους Yπουργούς και τους Yφυπουργούς από την ευθύνη τους (Άρθρο 85). Συνεπώς, η Κυβέρνηση είναι υπεύθυνη απέναντι στη Βουλή, που καθίσταται, με τη σειρά της, υπόλογη στον Λαό.
Η σημασία του εν λόγω άρθρου για την ομαλή και αποτελεσματική λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος έχει καίριο χαρακτήρα. Στην περίπτωση που προκύψει ένα θεσμικό ή διοικητικό πρόβλημα, με την απόδοση των ανάλογων ευθυνών σε έναν από τους κρίκους της «αλυσίδας», περιορίζεται το ευρύτερο πολιτικό κόστος, το ζήτημα επιλύεται σχετικά ανώδυνα και διατηρείται η πολυπόθητη ισορροπία στο πολιτικό σύστημα. Από την πλευρά του, και ο ίδιος ο λαός αισθάνεται, ίσως, μεγαλύτερη ασφάλεια γνωρίζοντας πως, εάν ένα ιθύνον πολιτικό πρόσωπο προδώσει την εμπιστοσύνη του και καταχραστεί, ενδεχομένως, την εξουσία του, θα χρεωθεί τις συνέπειες των πράξεών του, κάτι που, συνήθως, σημαίνει πως θα κληθεί σε παραίτηση.
Ωστόσο, παρά το ότι όλα τα προαναφερθέντα είναι γνωστά και κοινώς αποδεκτά στη σύγχρονη, εγχώρια πολιτική και πολιτειακή πραγματικότητα, σε περιπτώσεις περιστατικών, που μπορούν να οδηγήσουν ακόμα και σε πολιτική κρίση, είναι ιδιαίτερα συχνό φαινόμενο η αποτυχία εύστοχης απόδοσης των πολιτικών ευθυνών και η όλη διαδικασία έχει υποβαθμιστεί, αν όχι φθαρεί πλήρως. Το γεγονός αυτό, πιθανώς, οφείλεται στο ότι η έννοια της πολιτικής ευθύνης χρησιμοποιείται ως όπλο στα χέρια των δύο βασικών αντιπάλων του πολιτικού παιχνιδιού -της Κυβέρνησης και της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. Παραδοσιακά, η Κυβέρνηση τείνει να αποφεύγει να αποδώσει ευθύνες στα μέλη της, ώστε να μη θιχτεί η δημόσια εικόνα και η ακεραιότητά της, ενώ, αντιθέτως, η Αντιπολίτευση επιδιώκει να διογκώσει οποιοδήποτε περιστατικό θέτει ζήτημα πολιτικής ευθύνης, ώστε να βρει πάτημα για να επιτεθεί στην Κυβέρνηση και να επωφεληθεί προσωπικά. Το αποτέλεσμα καθίσταται ως εξής: η προσοχή στρέφεται στην πολιτική αντιπαλότητα των δύο κομμάτων, κανένας δεν πληρώνει το τίμημα της πολιτικής αστοχίας -όποια και αν ήταν αυτή- και το ζήτημα παραμένει στην ουσία ανοιχτό επ’ αόριστον, εντείνοντας, κατά αυτόν τον τρόπο, την ήδη διογκωμένη δυσπιστία των ψηφοφόρων προς το πολιτικό σύστημα, φαινόμενο γνωστό και ως «πολιτική αλλοτρίωση».
Ένα χαρακτηριστικό ζήτημα που υπάγεται στην παραπάνω κατηγορία περιστατικών και απασχόλησε, σχετικά πρόσφατα, τόσο τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης όσο και την κοινωνία στο σύνολο της, διχάζοντας την κοινή γνώμη, είναι το κατά πόσο η Υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού, κα Λίνα Μενδώνη, έφερε προσωπική ευθύνη για την «υπόθεση Λιγνάδη». Όταν το σκάνδαλο είδε το φως της δημοσιότητας και η ίδια κλήθηκε να λογοδοτήσει για το πως βρέθηκε ένας κατ’ εξακολούθηση παραβάτης του Ποινικού Κώδικα διορισμένος σε ένα τόσο καίριο δημόσιο αξίωμα όσο αυτό του Διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, η ίδια ισχυρίστηκε πως δε φέρει καμία πολιτική ευθύνη για τις εξελίξεις, αφού δεν είχε επίγνωση του εγκληματικού παρελθόντος του επικίνδυνου ηθοποιού και σκηνοθέτη.
Η κα Μενδώνη, αφού ισχυρίστηκε πως εξαπατήθηκε προσωπικά, έσπευσε να κατηγορήσει την Αντιπολίτευση, με την εξής προκλητική δήλωση: «Δεν βλέπω η Αξιωματική Αντιπολίτευση, σήμερα, όταν ήταν Κυβέρνηση, να έκανε κάτι για να πει αυτό που λέει σήμερα, ότι ο Λιγνάδης είναι ένας επικίνδυνος άνθρωπος. Είναι ένας επικίνδυνος άνθρωπος. Είναι. Αυτό προκύπτει, όμως, τώρα. Γιατί εάν ήταν και το γνώριζαν και εάν η υπουργός Πολιτισμού το 2018 δεν εμπόδισε το Εθνικό Θέατρο να χρησιμοποιήσει τον Δημήτρη Λιγνάδη και εάν η πρώην υπουργός Πολιτισμού γνώριζε -και ήταν πρωταγωνίστριά του το 2020- τότε οι ευθύνες και η συγκάλυψη είναι αλλού. Δεν είναι εδώ. Το γεγονός ότι ο Δημήτρης Λιγνάδης είχε μία διθυραμβική αποδοχή από όλα τα ΜΜΕ -συμβατικά και ψηφιακά- όταν τοποθετήθηκε στο Εθνικό Θέατρο είναι κατά κάποιον τρόπο η απόδειξη ότι η επιλογή του ήταν ορθή».
Η τοποθέτησή της, ωστόσο, δεν ικανοποίησε τον οργισμένο λαό, ο οποίος συνέχισε να απαιτεί την παραίτηση της Υπουργού στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, θέτοντας τα εξής και, κατά τη γνώμη μου, εύστοχα ερωτήματα: Ακόμη και αν η κα Μενδώνη, πράγματι, δεν γνώριζε τι κρυβόταν πίσω από το προσωπείο του κ. Λιγνάδη, το γεγονός ότι δεν κατάφερε να εντοπίσει τη διαστροφή του και έπεσε θύμα της απάτης του, με λίγα λόγια, δηλαδή «παραπλανήθηκε» -εάν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε με ακρίβεια τα λόγια της-, δε σημαίνει ότι στάθηκε ανεπαρκής ως προς τον θεσμικό της ρόλο; Δε σημαίνει ότι δεν επιτέλεσε αποτελεσματικά το έργο της ως Υπουργός Πολιτισμού; Αυτή της η ανικανότητα δε μεταφράζεται σε πολιτική ευθύνη, τόσο προσωπική όσο και αντικειμενική; Και αν η απάντηση στα παραπάνω είναι ναι, δεν όφειλε στον οργισμένο λαό, ο οποίος απαιτούσε δικαίωση για τα θύματα, μα πάνω από όλα ως προς τα θύματα αυτά καθαυτά, να αναλάβει την ευθύνη της άγνοιάς της και να παραιτηθεί;
Αυτή την πολιτική ευθύνη, όμως, δεν ανέλαβε ούτε η ίδια, ούτε το κυβερνόν κόμμα. Ακόμη και αν η ανικανότητα της Υπουργού δεν αποτελεί ευθεία παραβίαση του άρθρου 85 του Συντάγματος, αδιαμφησβήτητα, παραβιάζει το άγραφο δίκαιο, που, όπως όλοι γνωρίζουμε, στη χώρα μας έχει ουσιαστική νομική αξία. Αναλυτικότερα, όταν μία κυβέρνηση ή μέλος της φέρουν εξ υποκειμένου ή και εξ αντικειμένου την πολιτική ευθύνη για μία αστοχία, αβελτηρία ή αρνητική κατάσταση με σημαντικές συνέπειες στο πολιτικό, κοινωνικό ή οικονομικό γίγνεσθαι, οφείλουν να παραιτηθούν. Προφανώς, όμως, για την Υπουργό ήταν πιο ουσιώδους χαρακτήρα να προστατευτεί η υστεροφημία της, παρά η ήδη εύθραυστη ισορροπία του πολιτικού συστήματος.
Η ίδια τακτική ίσχυσε και στην περίπτωση των πυρκαγιών που έπληξαν τη χώρα, κατά τη διάρκεια του φετινού καλοκαιριού. Πέραν της δημόσιας συγγνώμης του Πρωθυπουργού, κανένας εκτελεστικός ιθύνων δεν απολογήθηκε, ούτε αναγνώρισε τα λάθη που έλαβαν χώρα κατά περίπτωση. Η απομάκρυνση του πρώην Υπουργού Προστασίας του Πολίτη, κ. Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, στον πρόσφατο ανασχηματισμό, ίσως αποτελεί δείγμα της απόδοσης ευθυνών, αλλά όχι αρκετό για τους πολίτες των οποίων επλήγη το οικιστικό και φυσικό περιβάλλον. Για πόσο, όμως, ακόμη το ελληνικό πολιτικό σύστημα θα παραμένει έρμαιο της ανευθυνότητας των πολιτικών του, της άτυπης αδιαφάνειας στις διοικητικές διαδικασίες και την πλήρη έλλειψη της εμπιστοσύνης του Λαού;
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Βενιζέλος Ευ. (2021), Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, Εκδόσεις ΣΑΚΚΟΥΛΑ Α.Ε.
- Γεωργιάδης Α. Σ. (2018), Τι είναι δίκαιο; Η νομική επιστήμη για όλους, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
- Σπυρόπουλος Φ. (2020), Συνταγματικό Δίκαιο, Β’ Έκδοση, Εκδόσεις ΣΑΚΚΟΥΛΑ Α.Ε.
- Λίνα Μενδώνη: Μας εξαπάτησε ο Λιγνάδης, δεν φέρω πολιτική ευθύνη, huffingtonpost.gr, διαθέσιμο εδώ