Της Εμμανουέλας Μπουλταδάκη,
Κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, η διεξαγωγή ναυμαχιών αποτελούσε ένα συχνό τρόπο σύγκρουσης μεταξύ των ελληνικών και οθωμανικών δυνάμεων. Μάλιστα, οι επιχειρήσεις στη θάλασσα επικουρούσαν τις επιχειρήσεις στη στεριά και επηρέαζαν πολλές φορές την έκβασή τους. Μια από τις πιο σημαντικές ναυμαχίες ήταν η εκείνη που έλαβε χώρα στις Σπέτσες, τον Σεπτέμβριο του 1822. Εκείνη την περίοδο, ο τουρκικός στόλος είχε υποστεί ένα πλήγμα από τον ελληνικό, καθώς ο Κωνσταντίνος Κανάρης είχε πυρπολήσει μια τουρκική ναυαρχίδα κοντά στη Χίο. Κατά συνέπεια, ήταν απολύτως αναγκαία η συνεργασία του οθωμανικού στόλου με τον αιγυπτιακό, για να αποκτήσει πλεονέκτημα έναντι του ελληνικού. Ωστόσο, και ο αντίστοιχος ελληνικός αντιμετώπιζε κάποια προβλήματα, αφού η κυβέρνηση δε μπορούσε να επωμισθεί το κόστος μετακίνησης του στόλου λόγω οικονομικής στενότητας.
Στις 20 Ιουλίου, ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος, ο οποίος έρχονταν από τη Μονεμβασιά, κατευθύνονταν προς το Ναύπλιο, για να ανεφοδιάσει το Παλαμήδι, το οποίο πολιορκούνταν από τις δυνάμεις του Δημήτρη Υψηλάντη στη στεριά και από τις δυνάμεις Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας στη θάλασσα. Από την πλευρά του, ο τοπικός ηγεμόνας των Σπετσών, Χατζηγιάννης Μέξης, είχε ήδη αρχίσει τις προσπάθειες οργάνωσης του νησιού και κατασκεύασε τρία κανονιοστάσια. Ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος αποτελούνταν από 84 πλοία. Ο ναύαρχος των Οθωμανών, Μεχμέτ Αλή Πασά, έφτασε στον κόλπο του Ναυπλίου και βρέθηκε αντιμέτωπος με τον ελληνικό στόλο του Ανδρέα Μιαούλη, με 56 πλοία και 16 πυρπολικά. Την 8η Σεπτέμβρη του 1822, οι τουρκοαιγυπτιακές δυνάμεις εμφανίστηκαν στην είσοδο στο στενό ανάμεσα στην Ερμιονίδα και στις Σπέτσες.
Το σχέδιο των Οθωμανών διακρίνονταν σε δυο φάσεις: πρώτα, θα στόχευαν το νησί των Σπετσών, που βρίσκεται στον Αργολικό Κόλπο και στη συνέχεια, θα κατευθύνονταν στο Ναύπλιο, για να το ανεφοδιάσουν. Ο Μιαούλης διέταξε να μετακινηθεί ο ελληνικός στόλος στο εσωτερικό του Κόλπου, στο στενό, καθώς θα ήταν ευκολότερο να συγκρουστούν με τα εχθρικά πλοία και να τα εγκλωβίσουν εκεί. Η κακή, όμως, συνεννόηση μεταξύ των πλοιάρχων οδήγησε στην εκτέλεση ενός διαφορετικού σχεδίου από εκείνο που ήθελε να υλοποιήσει ο Μιαούλης. Πιο συγκεκριμένα, 4 πλοίαρχοι, ο Ανάργυρος Λεμπέσης, ο Λάζαρος Παναγιώτας, ο Λεονάρδος Θεοδωρής και ο Αντώνιος Κριεζής, νομίζοντας ότι ο Μιαούλης ήθελε να αποφύγει τη σύγκρουση, παράκουσαν τις διαταγές του και κατευθύνθηκαν ανατολικότερα σε σχέση με τον υπόλοιπο ελληνικό στόλο και έτσι, διασταυρώθηκαν με τα εχθρικά πλοία και τους επιτέθηκαν. Εκτός, όμως, από τον εχθρό, αιφνιδίασαν και τους συναγωνιστές τους, διότι ο Μιαούλης δε μπορούσε να εφαρμόσει κάποιο άλλο σχέδιο τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή και το μόνο που ήταν δυνατό να κάνει ήταν να αποδεχθεί την κατάσταση ως είχε. Έτσι, ξεκίνησε η ναυμαχία.
Ο Ανδρέας Πιπίνος, σε μια προσπάθεια να βοηθήσει τους συμπολεμιστές του, επιχείρησε να προσκολλήσει το πυρπολικό του σε ένα από τα αιγυπτιακά πλοία. Ωστόσο, αυτό το εγχείρημά του απέτυχε, καθώς, όπως αναφέρει και ο Μιαούλης, 50 μέλη του αιγυπτιακού πληρώματος πήδηξαν πάνω στο πλοίο και το αποκόλλησαν από το δικό τους. Αυτό είχε, όμως, ως αποτέλεσμα να καούν ή να πνιγούν πολλοί αντίπαλοι, ενώ από το πλήρωμα του Πιπίνου τραυματίστηκαν μόνο δύο ναύτες. Η πράξη του αυτή ανάγκασε τους εχθρούς να φύγουν από τα δυτικά του πορθμού και να μετακινηθούν στην άλλη πλευρά της Ερμιονίδας. Όμως, στην ανατολική πλευρά συνέχισε να υπάρχει ο κίνδυνος των εχθρικών πλοίων και η ναυμαχία διαρκούσε πολλές ώρες. Ο ελληνικός στόλος συνέδραμε στους κανονιοβολισμούς συγχρόνως με τα κανόνια των Σπετσών. Τα τελευταία εμπόδιζαν τον οθωμανικό στόλο από το να κατευθυνθεί στον Αργολικό κόλπο, ενώ, καθώς νύχτωνε και η ναυμαχία συνεχίζονταν, δεν υπήρχε ξεκάθαρη επικράτηση κάποιας πλευράς. Τότε, ο μπουρλοτιέρης Κοσμάς Μπαρμπάτσης αποφάσισε να πυρπολήσει την οθωμανική ναυαρχίδα, κίνηση η οποία θα αποδειχθεί αποφασιστική για την εξέλιξη της ναυμαχίας. Η ναυαρχίδα άρχιζε να πυροβολεί εναντίον του πυρπολικού και οπισθοχώρησε πανικόβλητη, ενώ και ο υπόλοιπος εχθρικός στόλος αποφάσισε να εγκαταλείψει τη μάχη. Το αποτέλεσμα είχε κριθεί υπέρ της ελληνικής πλευράς.
Στις 12 Σεπτεμβρίου, ο τουρκικός στόλος επέστρεψε δριμύτερος για να επιτεθεί εκ νέου. Η ναυμαχία έλαβε χώρα στη Σπετσοπούλα, στο βάθος του Αργολικού κόλπου και διήρκησε τρεις ώρες. Όμως, και αυτή η ναυμαχία δεν είχε το αποτέλεσμα που επιθυμούσε ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος, ο οποίος και υποχώρησε. Την επόμενη μέρα, στις 13 Σεπτεμβρίου, ο Μεχμέτ Αλή έστειλε στο Ναύπλιο ένα πλοίο με πολεμοφόδια. Ως απάντηση, ο Μιαούλης διέταξε δύο πλοία του ελληνικού στόλου να παρεμποδίσουν το εχθρικό πλοίο και να το συλλάβουν. Έτσι και έγινε. Κατά συνέπεια, ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος αποφάσισε να εγκαταλείψει την ιδέα του ανεφοδιασμού του Ναυπλίου. Μάλιστα, τον Οκτώβριο εγκατέλειψε την Ελλάδα και έφυγε για Κωνσταντινούπολη. Στις 30 Νοεμβρίου του 1822, οι Έλληνες έγιναν πάλι κυρίαρχοι του Ναυπλίου. Καταληκτικά, η υποχώρηση των τουρκοαιγυπτιακών δυνάμεων ματαίωσε τα σχέδια που είχαν, να καταστρέψουν, δηλαδή, τις δυο σημαντικότερες ναυτικές βάσεις της Ελλάδας, τις Σπέτσες και την Ύδρα. Μια άλλη συνέπεια της υποχώρησης των Οθωμανών ήταν η αποτυχία ανεφοδιασμού του Ναυπλίου, ο οποίος ήταν άλλωστε και ο λόγος που κατευθύνονταν προς τον Αργολικό κόλπο.
Γίνεται, λοιπόν, κατανοητό ότι η Ναυμαχία των Σπετσών, ή αλλιώς αποκαλούμενη Ναυμαχία του Ναυπλίου, είχε μεγάλη σημασία για τη συνέχεια του Αγώνα, καθώς έδωσε πλεονέκτημα στους Έλληνες με την κατάληψη του Ναυπλίου και τόνωσε το ηθικό τους. Αξίζει, επίσης, να αναφερθεί ότι κάθε χρόνο στις Σπέτσες, μετά τις 8 του μηνός την πρώτη Κυριακή του Σεπτεμβρίου, λαμβάνει χώρα η αναπαράσταση της ναυμαχίας και πυρπολείται ένα ομοίωμα καραβιού. Αυτό το γεγονός ονομάζεται εορτασμός της Αρμάτας και ακολουθείται από πλήθος πολιτιστικών εκδηλώσεων.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Τρικούπης, Σ., (1853). Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης. Τόμος Α΄. Αθήνα: Εκδ. Λιβάνη
- Σαν σήμερα, 2021. Η Ναυμαχία των Σπετσών διαθέσιμο εδώ