17.1 C
Athens
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΚοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου: Η ρύθμισή του από μια δέσμη ενωσιακών πράξεων

Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου: Η ρύθμισή του από μια δέσμη ενωσιακών πράξεων


Της Ελένης – Μαρίας Παναγή,

Ένας από τους κυριότερους στόχους που τέθηκαν στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τονίστηκε ιδιαίτερα στη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Τάμπερε της Φινλανδίας το 1999 είναι η υιοθέτηση κοινών προσεγγίσεων στα διάφορα ζητήματα ασύλου και η εγκαθίδρυση ενός Κοινού Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασύλου (ΚΕΣΑ). Απώτεροι στόχοι αυτής της κοινής πολιτικής ασύλου είναι ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των αιτούντων άσυλο, η εναρμόνιση των εθνικών κανόνων δικαίου των κρατών μελών για την ομοιόμορφη αντιμετώπιση των ζητημάτων ασύλου, η παύση της παράνομης μετανάστευσης και η καταπολέμηση του διασυνοριακού εγκλήματος.

Προς ρύθμιση του ΚΕΣΑ, έχει εκδοθεί μια πληθώρα ενωσιακών πράξεων (Κανονισμών και Οδηγιών), οι οποίες, ενόψει των συνεχών μεταβολών στα ζητήματα ασύλου έχουν τύχει αναδιατυπώσεων. Τα σπουδαιότερα σκέλη της Ευρωπαϊκής νομοθεσίας για το ΚΕΣΑ είναι οι Οδηγίες για την αναγνώριση των δικαιούχων διεθνούς προστασίας, τις διαδικασίες για τη χορήγηση και την παύση του καθεστώτος της διεθνούς προστασίας και την υποδοχή των αιτούντων άσυλο. Δεσπόζουσα θέση καταλαμβάνει επίσης ο Κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ, βάσει του οποίου προσδιορίζεται ποιο κράτος είναι υπεύθυνο για την εξέταση των αιτήσεων ασύλου και ο Κανονισμός Eurodac, o οποίος ρυθμίζει το Ευρωπαϊκό Σύστημα Δακτυλοσκόπησης. Αξίζει να σημειωθεί πως η διαμόρφωση του ΚΕΣΑ πέρασε από δύο στάδια, με το πρώτο να αρχίζει το 1999 με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ και το δεύτερο το 2009 με την υιοθέτηση του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων ως νομικά δεσμευτικού κειμένου στο οποίο κατοχυρώνεται ρητά το δικαίωμα στο άσυλο (Αρ. 18). Έκτοτε, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσε κάποιες προτάσεις για αναδιατυπώσεις και αντικαταστάσεις των ήδη υπαρχουσών ενωσιακών πράξεων οι οποίες όμως δεν καρποφόρησαν, ενώ το 2020 δημοσιεύθηκαν εκ μέρους της και άλλες προτάσεις για τη διαμόρφωση του Νέου Συμφώνου για τη Μετανάστευση και το Άσυλο.

Πηγή Εικόνας: alphatv.gr

Όσον αφορά τις Οδηγίες, η πρώτη εξ αυτών (2011/95/ΕΕ) αφορά την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων κρατών ή απάτριδων υπό το καθεστώς της διεθνούς προστασίας δηλαδή είτε ως προσφύγων είτε ως δικαιούχων επικουρικής προστασίας. Προς αποσαφήνιση των όρων, πρόσφυγας είναι πρόσωπο το οποίο, κατά το Αρ. 1 παρ.2 της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 ,βρίσκεται εκτός της χώρας καταγωγής ή συνήθους διαμονής του και δεν μπορεί ή δεν θέλει συνεπεία δικαιολογημένου φόβου δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, κοινωνικής τάξης και πολιτικών πεποιθήσεων να απολαύσει την προστασία της χώρας αυτής. Οι πράξεις της δίωξης πρέπει κατά το Αρ. 9 της παρούσας Οδηγίας να είναι αρκούντως σοβαρές, ώστε να θίγουν ανθρώπινα δικαιώματα ή να αφορούν σε ένα σύνολο μέτρων παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή ώστε να θίγεται ένα άτομο. Από την άλλη, δικαιούχος επικουρικής προστασίας είναι βάσει του Αρ. 2 περ. στ΄ υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής που δεν πληροί τις προϋποθέσεις του νόμου για να αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας, αλλά υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να θεωρείται πως αν επιστρέψει στη χώρα της καταγωγής του ή της προηγούμενης διαμονής του θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να  υποστεί σοβαρή βλάβη. Ως σοβαρή βλάβη νοείται κατά το Αρ. 15 της Οδηγίας η θανατική ποινή ή εκτέλεση, τα βασανιστήρια, η απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση και η σοβαρή και η προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου λόγω άσκησης αδιάκριτης βίας σε καταστάσεις ένοπλης σύρραξης. Αξιοσημείωτο είναι πως η υπαγωγή κάποιου προσώπου υπό το καθεστώς της διεθνούς προστασίας  περιλαμβάνει προστασία και αναγνώριση δικαιωμάτων σε διάφορους τομείς, όπως τη πρόσβαση στην εκπαίδευση και την αγορά εργασίας, τη πρόσβαση σε υγειονομική περίθαλψη, την ελεύθερη κυκλοφορία εντός κράτους μέλους και τη πρόσβαση σε κατάλυμα και σε κοινωνικές παροχές.

Η δεύτερη Οδηγία (2013/32/ΕΕ) αφορά τη διαδικασία για τη χορήγηση και την ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Το Αρ. 9 της Οδηγίας αυτής δίνει στους αιτούντες άσυλο το δικαίωμα να παραμείνουν στο κράτος μέχρι την εξέταση του αιτήματος της διεθνούς προστασίας. Βασική προϋπόθεση για την εξέταση του αιτήματος είναι αυτή της επικοινωνίας μεταξύ του αιτούντα και των αρμοδίων αρχών. Η επικοινωνία πρέπει κατά το Αρ. 15 της Οδηγίας να γίνεται σε γλώσσα που κατανοεί ο αιτών και αν κρίνεται απαραίτητο πρέπει να διορίζεται διερμηνέας. Απαραίτητο δε στάδιο θεμελιώδους σημασίας κατά την εξέταση του αιτήματος είναι αυτό της συνέντευξης. Η συνέντευξη έχει ως στόχο να διαλευκανθεί πλήρως η κατάσταση του αιτούντος έτσι ώστε να κριθεί αν πρέπει να του χορηγηθεί ή όχι η αίτηση ασύλου. Επίσης, στο πλαίσιο της συνέντευξης οι αρμόδιοι φορείς λαμβάνουν πολύτιμα στοιχεία για τυχόν ευάλωτη κατάσταση του αιτούντος και για το ενδεχόμενο να χρήζει ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων βασιζόμενοι κυρίως σε στοιχεία όπως η ηλικία, το φύλο και ο γενετήσιος προσανατολισμός. Η διαπίστωση της ευαλωτότητας των αιτούντων πρέπει να γίνεται σε σύντομο χρονικό διάστημα, προκειμένου να προστατευθούν οι ίδιοι σωματικά και ψυχικά και να εξεταστεί αντικειμενικά η αίτηση ασύλου. Όσον αφορά ειδικότερα τη συνέντευξη αυτή πρέπει να διεξάγεται από πρόσωπα που διαθέτουν την κατάλληλη ειδίκευση, προκειμένου να εκτιμήσουν την προσωπική κατάσταση του αιτούντος και το εν γένει πολιτιστικό και κοινωνικό του περιβάλλον. Κατόπιν αιτήματος του αιτούντος βέβαια μπορεί να διορισθεί διερμηνέας για την εξασφάλιση της δέουσας επικοινωνίας και αν κριθεί αναγκαίο διερμηνέας μπορεί να επιλεγεί άτομο του ιδίου φύλου. Ένα ακόμη σημαντικό στάδιο κατά τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης είναι και αυτό της πραγματοποίησης ιατρικών εξετάσεων σε πιθανόν ανήλικα άτομα κατόπιν συναίνεσης τους και με γνώμονα την τήρηση της αξιοπρέπειας τους με σκοπό την εξακρίβωση της πραγματικής τους ηλικίας (Αρ. 25).

Η τρίτη Οδηγία (2013/33/ΕΕ) αφορά τις συνθήκες υποδοχής και διαβίωσης των αιτούντων άσυλο, οι οποίες πρέπει να είναι ομοιόμορφες σε όλα τα κράτη μέλη. Ειδικότερα, κατά το στάδιο της υποδοχής πρέπει να τηρούνται συγκεκριμένα στάδια, όπως η ενημέρωση των αιτούντων για τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματά τους, παροχή της κατάλληλης υλικής υποδομής για τη στέγασή τους, πρόσβαση σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και πρόσβαση των ανηλίκων στο εκπαιδευτικό σύστημα. Σκοπός είναι να εξασφαλιστεί ένα επαρκές βιοτικό επίπεδο στους αιτούντες, προκειμένου να εξασφαλιστεί τόσο για τους ίδιους όσο και για την οικογένειά τους ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης. Βασικός γνώμονας της Οδηγίας αυτής είναι η εξασφάλιση της ιδιωτικής ζωής των οικογενειών και η προστασία των ανηλίκων τέκνων. Ειδικά στους ανηλίκους πρέπει να παρέχεται συμβουλευτική υποστήριξη και να εξασφαλίζεται η πρόσβαση σε εκπαιδευτικά και ψυχαγωγικά προγράμματα. Όσον αφορά το ενδεχόμενο της κράτησης, αυτή αποτελεί εξαιρετικό μέτρο, το οποίο επιβάλλεται μόνο για το μικρότερο δυνατό χρονικό διάστημα (Αρ. 9) και κάτω από ειδικές περιστάσεις όπως, όταν ο ίδιος ο αιτών αποτελεί κίνδυνο για την εθνική τάξη και ασφάλεια. Η κράτηση των ανηλίκων μπορεί να διαταχθεί μόνο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και ποτέ δεν πραγματοποιείται σε σωφρονιστικά καταστήματα.

Πηγή Εικόνας: katiaranzabal.com

Κυρίαρχη θέση στη ρύθμιση του ΚΕΣΑ κατέχει επίσης και ο Κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ (ΕΕ 604/2013-επέκταση του Δουβλίνο ΙΙ), βάσει του οποίου προσδιορίζεται βάσει ιεραρχημένων κριτηρίων το κράτος που είναι υπεύθυνο να εξετάσει την αίτηση ασύλου που υποβάλλει ο αιτών. Βασικός στόχος του νέου Κανονισμού είναι αυτός της οικογενειακής επανένωσης των ανηλίκων με μέλη της οικογένειάς τους. Γι΄ αυτόν τον λόγο, προβλέπεται πως υπεύθυνο κράτος για την εξέταση της αίτησης ασύλου τους είναι το κράτος στο οποίο βρίσκεται νομίμως κάποιο μέλος της οικογένειάς του, διαφορετικά το κράτος στο οποίο ο ανήλικος υπέβαλε την αίτηση ασύλου. Το σπουδαιότερο κριτήριο βέβαια είναι αυτό του κράτους πρώτης υποδοχής (Αρ. 13 του Κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ). Σύμφωνα με αυτό, όταν ο αιτών έχει εισέλθει παράνομα από τρίτη χώρα, το κράτος από το οποίο εισήλθε είναι υπεύθυνο να εξετάσει την αίτηση ασύλου. Παρόλα αυτά, μπορεί ένα κράτος μη υπεύθυνο να αναλάβει την εξέταση ενός αιτήματος, ενεργοποιώντας τη ρήτρα διακριτικής ευχέρειας (Αρ.17 παρ.1). Τελευταίο σκέλος της ενιαίας ευρωπαϊκής νομοθεσίας για το άσυλο είναι ο Κανονισμός Eurodac, o oποίος προβλέπει τη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής βάσης δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων στην οποία καταχωρούνται τα δακτυλικά αποτυπώματα των αιτούντων άσυλο σε οποιαδήποτε χώρα κι αν αυτοί υπέβαλαν την αίτηση ασύλου, με σκοπό την αποθήκευση και την αντιπαραβολή τους.

Όσον αφορά τέλος τα καθ΄ ημάς, το ελληνικό σύστημα διεθνούς προστασίας άρχισε να διαμορφώνεται τη δεκαετία του 1990 με τη μεταφορά του ΚΕΣΑ. Μάλιστα, η ενσωμάτωση του δεύτερου σταδίου του ΚΕΣΑ (2009-) συνέπεσε με την αυξημένη εισροή των προσφύγων στα ελληνικά νησιά το 2015. Σήμερα, οι διατάξεις των τριών παραπάνω Οδηγιών του ΚΕΣΑ έχουν ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη μέσω του νόμου 4636/2019, δημιουργώντας έτσι ένα ενιαίο νομοθέτημα για τα ζητήματα ασύλου.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Ζωή Παπασιώπη – Πασιά με τη συνεργασία του Βασιλείου Κούρτη, Δίκαιο Αλλοδαπών, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2015

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ελένη-Μαρία Παναγή
Ελένη-Μαρία Παναγή
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 2000 και κατοικεί στον Πειραιά. Είναι τριτοετής φοιτήτρια Νομικής στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μιλά την αγγλική και τη γαλλική γλώσσα. Την γοητεύουν ιδιαίτερα τα ταξίδια, η ενασχόληση με τον χορό και τον εθελοντισμό και η παρακολούθηση σεμιναρίων συναφών με το αντικείμενο των σπουδών της. Πιστεύει πως κάθε άνθρωπος πρέπει να θέτει υψηλούς στόχους επιστρατεύοντας κάθε θεμιτό μέσο και κάθε ψυχική του δύναμη για την επίτευξή τους.