Του Βασίλη Πλαΐτη,
Στις 3 Σεπτεμβρίου 1974, σε εκδήλωση στο ξενοδοχείο King Palace, ο Ανδρέας Παπανδρέου ανακοίνωσε την ίδρυση του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος ή ΠΑΣΟΚ. Το κόμμα πρωταγωνίστησε στη μεταπολιτευτική πολιτική σκηνή, με τον Ανδρέα Παπανδρέου να είναι αρχηγός του μέχρι το θάνατό του, το 1996. Ωστόσο, τα πράγματα θα μπορούσαν να είχαν πάρει μια τελείως διαφορετική τροπή∙ γνωρίζουμε ότι είχε προταθεί στον Ανδρέα Παπανδρέου η ηγεσία της Ένωσης Κέντρου (το κόμμα που είχε ιδρύσει ο πατέρας του), με τον ίδιο να αρνείται κατηγορηματικά. Η ιστορία δικαίωσε την επιλογή του, καθώς, ενώ το ΠΑΣΟΚ θριάμβευε στις εκλογές του 1981, η Ένωση Κέντρου περνούσε στην πολιτική αφάνεια. Όμως, ένα ερώτημα παραμένει: γιατί ο Ανδρέας Παπανδρέου επέλεξε να προχωρήσει στην ίδρυση του ΠΑΣΟΚ και να αυτονομηθεί από την Ένωση Κέντρου;
Προτού προχωρήσουμε με την ίδρυση του ΠΑΣΟΚ και τις προδικτατορικές εξελίξεις στο χώρο του Κέντρου, χρειάζεται να εστιάσουμε στον Ανδρέα Παπανδρέου και την πορεία του μέχρι την επιστροφή του στην Ελλάδα, το 1959. Γεννημένος το 1919 στη Χίο, ο γιος του Γεωργίου Παπανδρέου και της Σοφίας Μινέικο είχε προβλήματα με τις αρχές από τα εφηβικά του χρόνια, λόγω των πεποιθήσεών του, και συνελήφθη δύο φορές από το καθεστώς Μεταξά. Άρχισε να σπουδάζει Νομική στην Αθήνα το 1937, αλλά το 1939 έφυγε από την Ελλάδα (λόγω των προβλημάτων του με τις αρχές) και πήγε στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, όπου σπούδασε Οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, από όπου έλαβε και το διδακτορικό του. Έπειτα, κατετάγη εθελοντικά στον αμερικανικό στρατό κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Τα επόμενα χρόνια, δίδαξε οικονομικά σε διάφορα Πανεπιστήμια, ενώ διετέλεσε και κοσμήτορας της Σχολής Οικονομικών στο Μπέρκλεϊ. Παράλληλα, νυμφεύτηκε, σε δεύτερο γάμο, τη Μαργαρίτα Τσαντ, με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά.
Μετά από αυτήν την πολυετή ακαδημαϊκή του πορεία, ο Παπανδρέου επέστρεψε στην Ελλάδα, αρχικά προσωρινά το 1959, με ακαδημαϊκές υποτροφίες, και έπειτα μόνιμα το 1961, όταν και οργάνωσε το Κέντρο Οικονομικών Ερευνών (σημερινό ΚΕΠΕ), με εντολή του Πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή. Ωστόσο, ένας ακόμη σημαντικός παράγοντας για την επιστροφή του ήταν η πίεση που δεχόταν από τον κύκλο του για να εισέλθει στην πολιτική. Ο ίδιος δεν επιθυμούσε κάτι τέτοιο, λόγω του πολύ αρνητικού πολιτικού κλίματος στη χώρα∙ η συντηρητική ΕΡΕ κυριαρχούσε στην πολιτική σκηνή για μια εξαετία, ενώ ο ίδιος είχε δεχτεί ήδη σκληρή κριτική για τις προτεινόμενές του ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις στην ελληνική οικονομία. Οι ιδέες του, που εντάσσονταν στο πολιτικό ρεύμα των Αμερικανών Liberals (όπως η οικογένεια Κένεντι, ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ κ.α.), θεωρούνταν ακραίες και φιλοκομμουνιστικές από μεγάλα μέρη της ελληνικής κοινωνίας. Από την άλλη, ο Παπανδρέου πάντα ενδιαφερόταν για τις πολιτικές εξελίξεις στη χώρα, ενώ υπήρχε πάντα μέσα του το «μικρόβιο» της πολιτικής, σε μεγάλο βαθμό ένεκα της καριέρας του πατέρα του.
Έτσι, άρχισε σταδιακά να συμμετάσχει σε περιοδείες της Ένωσης Κέντρου, που είχε ως πρόεδρο και συνιδρυτή τον γηραιότερο Παπανδρέου και που ιδρύθηκε λίγες εβδομάδες πριν τις εκλογές του 1961, ως αντίβαρο στη Δεξιά αλλά και -κυρίως- στην Αριστερά. Η Ένωση Κέντρου αποτελούσε μια παράταξη-ομπρέλα για πολλές δυνάμεις, με συντηρητικούς πολιτικούς (όπως ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Παπάγου, Στέφανος Στεφανόπουλος), φιλόδοξους πολιτευτές (όπως ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης) και πρώην εαμικούς (όπως ο Ηλίας Τσιριμώκος) να εντάσσονται σε αυτήν. Μετά τις εκλογές και τις καταγγελίες για άσκηση βίας, ο Ανδρέας υποστήριξε την στάση του πατέρα του στον Ανένδοτο Αγώνα (μη αναγνώριση του αποτελέσματος και αίτημα νέων, αδιάβλητων εκλογών) και βρισκόταν δίπλα του στις δυναμικές ομιλίες του δεύτερου κατά του παρακράτους. Ο Ανένδοτος Αγώνας αποτέλεσε ένας από τους λόγους παραίτησης του Καραμανλή από το πρωθυπουργικό αξίωμα το 1963 και, στις εκλογές που ακολούθησαν, νίκησε η Ένωση Κέντρου. Λίγους μήνες αργότερα, η κυβέρνηση παραιτήθηκε, επειδή δεν είχε αυτοδυναμία στη Βουλή. Στις εκλογές του 1964, η Ένωση Κέντρου θριάμβευσε, παίρνοντας το 53% των ψήφων και 171 έδρες. Σε αυτές τις εκλογές πολιτεύτηκε πρώτη φορά ο Ανδρέας, καταφέρνοντας να εκλεγεί βουλευτής Αχαΐας. Είχε ισχυρά λαϊκά ερείσματα, λόγω της εξαιρετικής του επικοινωνίας με το εκλογικό σώμα και των ιδεών του, που υπόσχονταν ευημερία και βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των Ελλήνων.
Η αυξανόμενη πολιτική επιρροή και φήμη του Παπανδρέου τον οδήγησε για πρώτη φορά στο κυβερνητικό σχήμα, όταν, τον Ιούνιο του 1964, ορκίστηκε αναπληρωτής Υπουργός Συντονισμού (σημερινό Υπουργείο Οικονομίας). Αν και παραιτήθηκε από αυτήν λίγο αργότερα, η τόσο γρήγορη υπουργοποίησή του, πέρα από τις ισχυρές του συνδέσεις και τις ικανότητές του, έδειξε και την επιρροή που ασκούσε στον πολιτικό κόσμο. Η επιρροή του αυτή συνετέλεσε στη δημιουργία μια κεντροαριστερής πτέρυγας της Ένωσης Κέντρου, που απέκτησε υπολογίσιμη δύναμη στα εσωτερικά του κόμματος. Όπως είναι φυσικό, ενοχλήθηκαν πολλά στελέχη της παράταξης, είτε αυτά ήταν «βετεράνοι» των βουλευτικών εδράνων είτε φιλόδοξοι πολιτικοί. Πέρα από την Ένωση Κέντρου, η ύπαρξη μιας ριζοσπαστικής πτέρυγας εντός του κυβερνώντος κόμματος ενόχλησε τους Αμερικανούς, το Παλάτι και τη συντηρητική Δεξιά. Το γεγονός αυτό οδήγησε σε σωρεία επιθέσεων του δεξιού (και, ενίοτε, του κεντρώου) Τύπου εναντίον του Ανδρέα, και, κατά συνέπεια, του πατέρα του. Οι ολοένα και επιδεινούμενες σχέσεις Παλατιού και Ένωσης Κέντρου απειλούσαν την σταθερότητα και την πολιτική επιβίωση της κυβέρνησης.
Τα πνεύματα οξύνθηκαν ακόμη περισσότερο με τη δημοσίευση του πορίσματος του ανακριτή για το Σχέδιο «Περικλής», που χρησιμοποιήθηκε εναντίον αριστερών και κεντρώων ψηφοφόρων στην επαρχία, τον Φεβρουάριο του 1965. Λίγο αργότερα, ο Ανδρέας Παπανδρέου κατηγορήθηκε για την εμπλοκή του στο σκάνδαλο ΑΣΠΙΔΑ, πράγμα που δεν έχει αποδειχθεί επαρκώς. Το σκάνδαλο ΑΣΠΙΔΑ συγκλόνισε την κυβέρνηση Παπανδρέου, ο οποίος αναγκάστηκε να οδηγήσει σε ανάκριση το γιο του, για να αποφύγει κατηγορίες νεποτισμού, αλλά, εν τέλει, επέζησε. Η κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου, τελικά, έπεσε τον Ιούλιο, όταν, με αφορμή την επιθυμία του πρεσβύτερου Παπανδρέου να αφαιρέσει από το φιλοβασιλικό Γαρουφαλλιά το Υπουργείο Άμυνας, ο Κωνσταντίνος προσπάθησε να επιβληθεί στον Πρωθυπουργό, μέσα από μια σειρά επιστολών. Ο Γεώργιος Παπανδρέου αναγκάστηκε να παραιτηθεί, με τον Κωνσταντίνο να δίνει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης σε πρώην στελέχη της Ένωσης Κέντρου που ανεξαρτητοποιήθηκαν (οι λεγόμενοι Αποστάτες, με κορυφαίους τους Μητσοτάκη, Στεφανόπουλο και Τσιριμώκο). Αυτό το κοινοβουλευτικό πραξικόπημα με βασιλική βούλα προκάλεσε αναταραχές στη χώρα (τα γνωστά Ιουλιανά), την κήρυξη του Δεύτερου Ανένδοτου και οδήγησε στην επιβολή δικτατορικού καθεστώτος, δύο χρόνια αργότερα.
Βλέποντας την εξέλιξη της πολιτικής μας ιστορίας, είναι αρκετά εύκολο να κατανοήσουμε την απόφαση του Ανδρέα να πολιτευθεί αυτόνομα από την Ένωση Κέντρου, το 1974. Κατανόησε ότι δε θα μπορούσε να προωθήσει τις μεταρρυθμίσεις που ήθελε μέσω ενός ετερόκλητου και αντιφατικού κομματικού μηχανισμού, όπως η Ένωση Κέντρου, αλλά μέσω μιας πιο ριζοσπαστικής και δυναμικής κίνησης. Θεώρησε ότι είχε έρθει η ώρα να συγκροτηθεί μια νέα παράταξη, που δε θα προερχόταν από το κατεστημένο και που θα άλλαζε την Ελλάδα προς το καλύτερο. Αυτή η μεταβολή θα εκφραζόταν σε όλους τους τομείς της πολιτικής, από τη δυναμική εξωτερική πολιτική έως την εκδημοκρατικοποίηση της κοινωνίας και των κοινωνικών θεσμών. Με αυτό το σκεπτικό, ο Παπανδρέου και ο πολιτικός πυρήνας που είχε σχηματιστεί γύρω του ανέπτυξε σημαντική δράση κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, με τη συγκρότηση του ΠΑΚ (Πανελλήνιου Απελευθερωτικού Κινήματος). Με την ανατροπή της Χούντας, το ΠΑΚ διαλύθηκε και τη θέση του πήρε ένας οργανωμένος κομματικός μηχανισμός. Αυτός ο μηχανισμός ήταν φυσικά το ΠΑΣΟΚ, με τη «Διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη» (στην επέτειο της συνταγματικής επανάστασης του 1843) να αποτελεί το ιδρυτικό του κείμενο και με κεντρικές ιδέες αυτές της εθνικής ανεξαρτησίας, της κοινωνικής απελευθέρωσης και της λαϊκής κυριαρχίας. Το ΠΑΣΟΚ αποτέλεσε τον πρωταγωνιστή του πολιτικού μεταπολιτευτικού σκηνικού μαζί με τη Νέα Δημοκρατία, η κληρονομιά του είναι σχεδόν παντού εντοπίσιμη στην ελληνική κοινωνία μέχρι και σήμερα, δικαιώνοντας πολιτικά τον Παπανδρέου για την επιλογή του.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Παπανδρέου, Α. (2006), Η δημοκρατία στο απόσπασμα, τόμος Α’, Αθήνα: Εκδ. Λιβάνη
- Κωστής, Κ. (2018), Τα κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας, Αθήνα: Εκδ. Πατάκη.
- Λιάκος, Α. (2019), Ο ελληνικός 20ος αιώνας, Αθήνα: Εκδ. Πόλις.