Του Κωνσταντίνου Δήμου,
Βρισκόμαστε στον ένατο χρόνο διακυβέρνησης του Όθωνα από τη στιγμή της ενηλικίωσής του, τον Ιούνιο του 1835. Η πολιτική που ακολουθεί ο βασιλιάς και οι Βαυαροί δέχεται σφοδρή κριτική για την ανοχή της ανάμειξης του ξένου παράγοντα στις εσωτερικές υποθέσεις του κράτους, από εφημερίδες, όπως η φιλελεύθερη «Αθηνά» και ο συντηρητικός «Αιών». Τα οικονομικά του κράτους βαίνουν από το κακό στο χειρότερο, με τις Μεγάλες Δυνάμεις στο σύνολό τους να αρνούνται να εξυπηρετήσουν τα ελληνικά δάνεια, λόγω της μη ανοχής τους απέναντι στις λανθασμένες αποφάσεις. Η δυσμένεια αυτή μεταφέρεται και στους εκπροσώπους τους, εντός των «ελληνικών» κομμάτων, οι οποίοι δε θα χάσουν ευκαιρία, ώστε να λοιδορήσουν και να υπονομεύσουν το κύρος του στέμματος. Οι συνθήκες, επομένως, ήταν ιδανικές για την εκδήλωση μιας στάσης απέναντι στη βασιλική εξουσία, πράγμα που δεν άργησε να γίνει.
Ήδη από το φθινόπωρο του 1842, μερίδα των πολιτικών, ανεξαρτήτως κομματικών πεποιθήσεων και συμφερόντων, κυβερνητικοί και συνταγματικοί, φερέφωνα των Ρωσοαγγλογάλλων, ξεκίνησαν να συνωμοτούν με απώτερο σκοπό την αποπομπή των εναπομεινάντων Βαυαρών και την παραχώρηση Συντάγματος από το βασιλιά. Οι συνωμότες ήταν οι εξής: από το αγγλικό κόμμα ο Ανδρέας Λόντος, από το ρωσικό ο Ανδρέας Μεταξάς και ο Κωνσταντίνος Ζωγράφος, και από το γαλλικό οι Ρήγας Παλαμήδης και ο στρατηγός Ιωάννης Μακρυγιάννης. Οι συναντήσεις, μάλιστα, λάμβαναν χώρα στην οικία του τελευταίου, συνήθως με την επίφαση ενός δείπνου, ώστε να μην υπάρχουν υποψίες. Σταδιακά, ολοένα και περισσότεροι μυήθηκαν στη συνομωσία για την αλλαγή του πολιτεύματος, σε σημείο μάλιστα επικίνδυνο. Η πλεκτάνη παραλίγο να ξεσκεπαστεί από τον Γενναίο Κολοκοτρώνη, αλλά ο Μεταξάς κατάφερε να τον πείσει ότι δεν υπήρχε σχέδιο πολιτικού πραξικοπήματος από μερίδα κυβερνητικών αξιωματούχων.
Η αφήγηση του Μακρυγιάννη στα «Απομνημονεύματα» αποδεικνύεται ιδιαίτερα διαφωτιστική, αποτυπώνοντας ποιο ήταν το πνεύμα που επικρατούσε στην πρωτεύουσα. Η ανησυχία για το ενδεχόμενο μιας στάσης ήταν διάχυτη στα βασιλικά ανάκτορα. Συγκεκριμένα, ο Μακρυγιάννης κατονομάζει τον Δημήτρη Χρηστίδη, Γραμματέα Εσωτερικού της Επικρατείας και μερίδα των κυβερνητικών, ως εμμονικούς που βλέπουν εχθρούς παντού, κατασκοπεύοντας μέχρι και απλούς υπηκόους. Η καχυποψία αυτή ανάγκασε τους συνωμότες να μετακινήσουν πιο μπροστά την ημερομηνία από την αρχικά προγραμματισμένη (25 Μαρτίου 1844). Οι φόβοι του Μακρυγιάννη δε σταματούν, όμως, εδώ. Οι σχέσεις ανάμεσα στις φατρίες εξακολουθούσαν να είναι τεταμένες, ίσως προκαλώντας φαινόμενα αποσταθεροποίησης και κοινωνικής αναρχίας στη χώρα, τη στιγμή που οι Τούρκοι καραδοκούν, ώστε με την πρώτη ευκαιρία να πάρουν τη «ρεβάνς» έναντι του πλέον ελεύθερου ελληνικού βασιλείου.
Ο Μακρυγιάννης κατονομάζει τον εαυτό του ως τον κύριο υποκινητή της στάσης της 3ης Σεπτεμβρίου, τονίζοντας την ανάγκη για την εκπόνηση ενός Συντάγματος ήδη από την εποχή του Κυβερνήτη Καποδίστρια, περιορίζοντας τις αρμοδιότητες -και άρα την αυθαιρεσία του βασιλιά-, για το «καλό της πατρίδας». Τον Αύγουστο του 1843, εκτός από τον Μακρυγιάννη, επικεφαλής ορίζονται επίσης και ορισμένα υψηλόβαθμα στελέχη του ελληνικού τακτικού στρατού, όπως ο αρχηγός του ιππικού σώματος Δημήτρης Καλλέργης, ο συνταγματάρχης Νικόλαος Σκαρβέλης, διοικητής του πεζικού και ο Σπυρίδων Μήλιος (Σπυρομήλιος), διοικητής της σχολής Ευελπίδων. Αυτό συνέβη, διότι οι στρατιωτικοί ήταν δυσαρεστημένοι από τις περικοπές των απολαβών τους, εξαιτίας της γενικής οικονομικής δυσχέρειας, αλλά και της παραγκώνισης του ελληνικού τακτικού στρατού για χάρη του βαυαρικού σώματος και προσωπικής φρουράς του βασιλιά Όθωνα.
Το αρχικό σχέδιο προέβλεπε το ξέσπασμα της επανάστασης στις γύρω επαρχίες της Αθήνας, όμως τελικά επικράτησε αυτό του Μεταξά και του Παναγιώτη Σούτσου, συμβούλου της Επικρατείας με σημείο συγκέντρωσης να ορίζεται η οικία του Μακρυγιάννη για τις 2 Σεπτεμβρίου. Το πλάνο δράσης έχει ως εξής: ο Μακρυγιάννης με το συγκεντρωμένο σώμα ανδρών του θα ξεκινούσε το βράδυ να ρίχνει μπαλωθιές στον αέρα, δημιουργώντας την εντύπωση ότι έχει ξεκινήσει στάση ενάντια στο βασιλιά. Τα σώματα των στρατιωτικών θα ενεργοποιούνταν, με στόχο την καταστολή της φασαρίας στη σημερινή οδό Μακρυγιάννη. Ωστόσο, στην πραγματικότητα, η τριανδρία Μακρυγιάννη-Καλλέργη-Σκαρβέλη θα ενωνόταν έξω από τα ανάκτορα, περικυκλώνοντας το βασιλιά και αναγκάζοντάς τον να παραχωρήσει Σύνταγμα. Οι αντιπρόσωποι των Μεγάλων Δυνάμεων, κατά τον Μακρυγιάννη, ήταν ενήμεροι για αυτή την εξέλιξη από πολύ πριν, δίχως να δείχνουν πρόθεση να επέμβουν.
Επιπλέον, ο Μακρυγιάννης ισχυρίζεται ότι η Κυβέρνηση και το Παλάτι δε γνώριζαν για το κίνημα (sic), ωστόσο η απραξία, μάλλον, οφείλεται στην αμηχανία του βασιλιά σχετικά με το χειρισμό του ζητήματος. Ναι μεν η κυβέρνηση έστειλε τη χωροφυλακή του μοίραρχου Τζήνου για να παγιδεύσει τον Μακρυγιάννη στην οικία του το πρωί στις 2 Σεπτεμβρίου (με αποτέλεσμα το χαμό ενός ενωμοτάρχη, τη μοναδική απώλεια της επανάστασης που καταγράφηκε), ναι μεν αύξησε τα μέτρα ασφαλείας γύρω από το Παλάτι και αναγνώρισε 83 πιθανούς εμπλεκόμενους στην επανάσταση, αλλά η αναποφασιστικότητα του Όθωνα και της διοίκησης μάλλον υπήρξαν η αιτία μη αποτροπής του κινήματος.
Οι Καλλέργης, Σκαρβέλης και Μακρυγιάννης, αφότου ο πρώτος κήρυξε την επανάσταση στο στρατώνα του Ιππικού στο Μοναστηράκι και έστειλε σώμα ακροβολιστών να σπάσει τον κλοιό στο σπίτι του τελευταίου, συναντιούνται στο μέρος, που αργότερα θα ονομαστεί «τιμής ένεκεν» Πλατεία Συντάγματος, ακριβώς έξω από τα βασιλικά ανάκτορα. Ο Καλλέργης έχει διατάξει το άνοιγμα της φυλακής Μεντρεσέ στην Πλάκα και την απελευθέρωση των αιχμαλώτων, τους οποίους και θα συνόδευαν στο Σύνταγμα. Ο λαός ενώνεται μαζί τους, παρά το περασμένο της ώρας. Το συνταγματικό συλλαλητήριο τώρα ξεκινάει. Ο λοχαγός του Πυροβολικού Σχινάς ενώνει και αυτός τη φωνή του με το λαό, φωνάζοντας; «Ζήτω το Σύνταγμα!».
Ο βασιλιάς πληροφορείται για την ανταρσία και στέλνει τον Υπουργό Στρατιωτικών, Αλεξάκη Βλαχόπουλο, και τον υπασπιστή του, Γαρδικιώτη Γρίβα, για να βάλουν τέλος στη Συνταγματική Επανάσταση του στρατού. Οι δύο άνδρες συλλαμβάνονται σχεδόν αμέσως. Ο Όθωνας προβάλλει από ένα χαμηλό παράθυρο του παλατιού και ζητάει να μάθει προς τι τόση αναστάτωση. Ο Καλλέργης, όντας έφιππος, ζητάει επιτακτικά από τον Όθωνα την άμεση έκδοση Συντάγματος. Ο Όθωνας ζητάει πρώτα τη διάλυση του πλήθους και ο Καλλέργης αρνείται κατηγορηματικά να το πράξει, όχι μέχρι το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) και ο βασιλεύς να αναγνωρίσουν και να κάνουν πράξη τα δίκαια αιτήματα του ελληνικού Λαού.
Ο Καλλέργης θέτει τους υπουργούς σε κατ’ οίκον περιορισμό και βάζει φρουρές στα δημόσια και κυβερνητικά κτήρια. Το ΣτΕ συνεδριάζει στις 3 το πρωί και αποφασίζει συνοπτικά τα κάτωθι: την αναγνώριση της επανάστασης, την παραχώρηση Συντάγματος, τη διενέργεια συντακτικής εθνοσυνέλευσης εντός του Σεπτεμβρίου, την απόλυση όλων των Βαυαρών από τις δημόσιες υπηρεσίες, πλην κάποιων φιλελληνικών εξαιρέσεων, και την αντικατάσταση του Υπουργικού Συμβουλίου. Οι απεσταλμένοι στο Παλάτι θα καταθέσουν την ακόλουθη νέα κυβερνητική σύνθεση στη θέση της παλιάς: ο Ανδρέας Μεταξάς ως πρωθυπουργός και Υπουργός Εξωτερικών, ο Ανδρέας Λόντος ως Υπουργός Στρατιωτικών, ο Κωνσταντίνος Κανάρης ως Υπουργός Ναυτικών, ο Λέων Μελάς ως Υπουργός Δικαιοσύνης, ο Μιχαήλ Σχινάς ως Υπουργός του Εκκλησιαστικού, ο Δρόσος Μάνσολας ως Υπουργός Οικονομικών, και ο Ρήγας Παλαμήδης ως Υπουργός Εσωτερικού. Η υποψηφιότητα του Κωνσταντίνου Ζωγράφου δεν έγινε δεκτή, εξαιτίας ενός σκανδάλου που είχε προκύψει με μια ασύμφορη συμφωνία με την Υψηλή Πύλη.
Ο Καλλέργης επικοινώνησε στον Όθωνα τα παραπάνω, με τον τελευταίο να ζητάει τη συμβουλή των ξένων πρέσβεων. Το αίτημά του απορρίφθηκε, καθώς ο βασιλιάς έπρεπε να λάβει μια απόφαση, ως ανεξάρτητη οντότητα, δίχως να επηρεάζεται από ξένους παράγοντες. Ο Όθωνας βρέθηκε προ ενός διλήμματος, σκεπτόμενος ακόμη και την παραίτηση και την ανάρρηση του αδελφού του στο θρόνο. Τελικά, συμφώνησε σε όλα, φοβούμενος τη γενική αναταραχή. Ο λαός ξέσπασε σε παραλήρημα υπέρ του βασιλέα: «Ζήτω ο συνταγματικός βασιλεύς Όθων ο Α΄!»
Η πολιτική αυτή πράξη του Όθωνα σηματοδότησε τη μετάβαση από την απόλυτη στη συνταγματική μοναρχία. Παρόλα αυτά, στην πραγματικότητα, η εξουσία και οι αρμοδιότητες του βασιλιά δεν περιορίστηκαν σημαντικά, παρά μόνο τυπικά, αφού ο ρόλος του στο σχηματισμό κυβέρνησης και τη λήψη των υπουργικών αποφάσεων εξακολουθούσε να είναι απαραίτητος και να χρειάζεται η προσωπική του υπογραφή.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Συλλογικό έργο (1980), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΓ΄, Αθήνα: Εκδ. Αθηνών
- Στρατηγού Μακρυγιάννη (1907), Απομνημονεύματα, τόμος Β΄, μτφ.-επιμ. Γιάννης Βλαχογιάννης, Αθήνα: Εστία, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, ειδική έκδοση για την εφημερίδα Η Καθημερινή
- Συλλογικό έργο (s.d.), Η Ελλάδα την Εποχή του Όθωνα, Αθήνα: Εκδ. Περισκόπιο