Της Θεοδώρας Κρέπη,
Στα τέλη του 14ου αιώνα, η δύναμη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αυξανόταν συνεχώς. Ο σουλτάνος Βαγιαζήτ Α’, που διατηρούσε το προσωνύμιο “Yilderim” (στα ελληνικά «Κεραυνός», που του δόθηκε λόγω της εξαιρετικής πολεμικής ικανότητάς του και της ταχύτητάς του στο πεδίο της μάχης), είχε θέσει για τον εαυτό του εξαιρετικά υψηλούς στόχους. Ήδη από την αρχή της διακυβέρνησής του, βασική επιδίωξή του ήταν η συνένωση ολόκληρης της Μικράς Ασίας υπό το σκήπτρο του, γι’ αυτό και κινήθηκε επιθετικά εναντίον των τοπικών εμίρηδων, νικώντας τους και καταλαμβάνοντας τα εδάφη τους. Λίγο αργότερα, η επεκτατική του πολιτική τον οδήγησε να εκστρατεύσει στα Βαλκάνια, υποτάσσοντας ντόπιους ηγεμόνες, αλλά και στον ελλαδικό χώρο, σημειώνοντας σημαντικές επιτυχίες, ενώ το 1394 έφτασε να πολιορκήσει την ίδια την Κωνσταντινούπολη, που εκείνη την εποχή βρισκόταν σε μάλλον άσχημη κατάσταση.
Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία παρακολουθούσε με τρόμο τις εξελίξεις και πολλοί φοβούνταν μια άσχημη έκβαση της πολιορκίας. Η Βασιλεύουσα ήταν περικυκλωμένη και απομονωμένη, ενώ οι επισκέψεις του αυτοκράτορα Μανουήλ Β’ σε μεγάλα ευρωπαϊκά κέντρα προς αναζήτηση βοήθειας δε φαίνονταν να έχουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Οι επιτυχίες, όμως, του Βαγιαζήτ σταμάτησαν βίαια λόγω της εμφάνισης ενός νέου για τους Οθωμανούς κινδύνου στη Μικρά Ασία, που έφτασε ως δώρο εξ ουρανού για τους Βυζαντινούς. Επρόκειτο για τους Μογγόλους υπό το σκληρό ηγεμόνα τους, Τιμούρ ή Ταμερλάνο. Αυτός είχε καταφέρει να ανελιχθεί στην εξουσία, μετά από αρκετές διαμάχες, και την εποχή εκείνη εθεωρείτο πανίσχυρος. Στην αυλή του βρήκαν καταφύγιο όλοι οι κατατρεγμένοι και εκδιωκόμενοι από το Βαγιαζήτ εμίρηδες, οι οποίοι είχαν χάσει τα εδάφη τους. Ανήσυχος από την επεκτατική πολιτική που ακολουθούσε ο Βαγιαζήτ, ο Μογγόλος ηγεμόνας αποφάσισε να επέμβει.
Αρχικά, ο Ταμερλάνος ακολούθησε πιο συμβιβαστική πολιτική και προσπάθησε να έρθει σε συμφωνία με το Βαγιαζήτ. Εκείνος όμως, υπερφίαλος καθώς ήταν, αρνήθηκε κάθε πρόταση. Το αποτέλεσμα ήταν ολέθριο για τον ίδιο, καθώς ο Ταμερλάνος ξεκίνησε έναν σχεδόν τριετή και εξαιρετικά καταστροφικό πόλεμο εναντίον του.
Το 1400, τα στρατεύματα του Ταμερλάνου εισέβαλαν στη Μικρά Ασία. Μετά από μια νικηφόρο πορεία των Μογγόλων και την κατάληψη (και καταστροφή) αρκετών πόλεων, όπως της Σεβάστειας, έφτασε η στιγμή της αναμέτρησης. Οι Οθωμανοί βάδισαν εναντίον των Μογγόλων, ωστόσο ο Ταμερλάνος πέτυχε να τους προσπεράσει και να κατευθυνθεί προς μέρος στο οποίο το συνέφερε να γίνει η μάχη. Τελικά, οι Μογγόλοι βρέθηκαν στην ευρύτερη περιοχή της Άγκυρας και στρατοπέδευσαν σε μια πεδιάδα στα βορειοδυτικά της πόλης, την οποία έθεσαν υπό πολιορκία. Οι Οθωμανοί κινήθηκαν εναντίον τους, με στόχο να λύσουν την πολιορκία. Ο Ταμερλάνος, ωστόσο, φρόντισε να επισπεύσει τη σύγκρουση, καθιστώντας τη μοναδική πηγή νερού στην οποία είχαν πρόσβαση οι Οθωμανοί άχρηστη και αναγκάζοντάς τους με αυτόν τον τρόπο να πολεμήσουν, αν δεν ήθελαν να πεθάνουν από τη δίψα.
Στις 20 Ιουλίου του 1402, η μεγάλη μάχη ξεκίνησε. Τα δύο στρατεύματα παρατάχθηκαν το ένα απέναντι στο άλλο, με τους Μογγόλους να έχουν τόσο το αριθμητικό πλεονέκτημα όσο και καλύτερο εξοπλισμό. Δίπλα στον Ταμερλάνο και τους πολεμιστές του μάχονταν όλοι οι αδικημένοι από το Βαγιαζήτ μουσουλμάνοι εμίρηδες. Στο πλευρό των Οθωμανών από την άλλη, πολεμούσαν οι Γενίτσαροι, αλλά και οι Σέρβοι υπό τον ηγεμόνα τους, Στέφανο Λαζάρεβιτς.
Πολύ σύντομα φάνηκε ότι οι Μογγόλοι είχαν σημαντικό πλεονέκτημα και η ήττα των Οθωμανών εθεωρείτο από πολλούς δεδομένη, ειδικά από τη στιγμή που ομάδες πολεμιστών του οθωμανικού στρατεύματος (όπως οι Τάταροι, οι οποίοι είχαν πεισθεί από πράκτορες του Ταμερλάνου ότι δε θα έπρεπε να πολεμούν υπό έναν τόσο ανάξιο ηγεμόνα) αυτομόλησαν υπέρ του αντιπάλου. Παρά τις παροτρύνσεις των συμβούλων του να παραιτηθεί, ο Βαγιαζήτ, υπερβολικά υπερήφανος καθώς ήταν, και έχοντας υπέρμετρη πίστη στις δυνάμεις του (η οποία απέρρεε και από προηγούμενες επιτυχίες του), αρνήθηκε σθεναρά να υποχωρήσει. Η αμετακίνητη αυτή στάση του ανάγκασε πολλούς συνεργάτες του να αποχωρήσουν.
Σύντομα, ο Βαγιαζήτ έμεινε με ελάχιστα στρατεύματα, καθώς οι σύμμαχοί του είχαν αρχίσει σταδιακά να τον εγκαταλείπουν. Ακόμα και ο βεζίρης του, Αλή Πασάς, αποχώρησε, παίρνοντας μαζί του και έναν από τους γιους του σουλτάνου, το Σουλεϊμάν. Μαζί με λίγους πολεμιστές που του είχαν απομείνει, ο Βαγιαζήτ κατάφερε να αποκρούσει κάποιες μογγολικές επιθέσεις, αυτό, όμως, δεν κράτησε για πολύ. Με την πτώση της νύχτας, έφιππος ο Βαγιαζήτ προσπάθησε να διαφύγει, αλλά συνελήφθη από τις δυνάμεις των Μογγόλων. Κρατήθηκε αιχμάλωτος από τον Ταμερλάνο, ο οποίος του φέρθηκε μάλλον ευμενώς, τουλάχιστον μέχρι μια ανεπιτυχή προσπάθεια απόδρασης του σουλτάνου. Τελικά, ο Βαγιαζήτ πέθανε στην αιχμαλωσία το 1403. Ο Ταμερλάνος επέδειξε γενναιοψυχία και απελευθέρωσε έναν από τους γιους του Βαγιαζήτ, τον οποίο ως τότε κρατούσε επίσης αιχμάλωτο, επιτρέποντάς του να θάψει τον πατέρα του στην Προύσα με τιμές που άρμοζαν σε έναν σουλτάνο.
Αμέσως μετά τον θρίαμβό του στην Άγκυρα, ο Ταμερλάνος προέλασε με τα στρατεύματά του στη Μικρά Ασία, αφήνοντας πίσω του τεράστιες καταστροφές και πάρα πολλούς νεκρούς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της σκληρότητάς του ήταν η πολιορκία της Σμύρνης, εκείνη την εποχή υπό την κυριαρχία των ιπποτών του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ. Έπειτα, επέστρεψε στην πρωτεύουσά του, τη Σαμαρκάνδη, και σύντομα ξεκίνησε να προετοιμάζει εκστρατεία εναντίον της Κίνας, κατά τη διάρκεια της οποίας και πέθανε, το 1405.
Εν τω μεταξύ, η Οθωμανική Αυτοκρατορία βρισκόταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Η ήττα στην Άγκυρα και ο θάνατος του Βαγιαζήτ προκάλεσε τρομερή αποδιοργάνωση και οι εναπομείναντες γιοι του Βαγιαζήτ βρέθηκαν να ανταγωνίζονται για την εξουσία, ξεκινώντας μια σειρά εξαντλητικών εμφυλίων πολέμων. Νικητής, τελικά, ανακηρύχθηκε ο Μωάμεθ (μετέπειτα σουλτάνος Μωάμεθ Α’), ο οποίος επανέφερε σε μια σταθερή πορεία την αυτοκρατορία. Αν και δε συμμετείχε καθόλου στη μάχη αυτή, εξαιρετικά ωφελημένη από την έκβασή της βγήκε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η ασφυκτική πολιορκία του Βαγιαζήτ είχε τερματιστεί λίγο πριν τη μάχη της Άγκυρας και η ήττα του σουλτάνου στη μάχη αυτή, καθώς και η ενασχόληση των Οθωμανών με τα εσωτερικά τους προβλήματα στα χρόνια που ακολούθησαν, χάρισαν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία μια ανάσα ζωής, παρατείνοντας την ύπαρξή της για μισό σχεδόν αιώνα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Bunting, T., “Battle of Ankara”, άρθρο από την ιστοσελίδα Britannica. Διαθέσιμο εδώ.
- Creasy, Sir Edward Shepherd (1878), History of the Ottoman Turks, from the beginning of their empire to present, New York: Henry Holt and Company, σ. 44-51.
- Ζαχαριάδου, Ελ. (2000), Η επέκταση των Οθωμανών στην Ευρώπη ως την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως (1354-1453), στο συλλογικό έργο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. 9, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, σ. 192-195.