Της Ιωάννας Μπινιάρη,
Ένα βασικό ερώτημα που απασχολεί όχι μόνο την κοινωνία αλλά και τον εγκληματολογικό κλάδο, ο οποίος επιδιώκει την εύρεση επιστημονικών εξηγήσεων σε ό,τι αφορά το έγκλημα και τον εγκληματία, είναι το εξής: «Γιατί ο άνθρωπος εγκληματεί;». Μέσω της απάντησης σε αυτό το ερώτημα, οι επιστήμονες επιδιώκουν να αποκτήσουν γνώση του αιτίου μιας εγκληματικής πράξης, προκειμένου να προβούν στη συνέχεια στην αποτελεσματική αντιμετώπιση των αιτίων, που οδηγούν ένα άτομο στην τέλεση εγκλημάτων.
Βέβαια, έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς ιδεολογικές και μεθοδολογικές επιφυλάξεις σχετικά με τη χρησιμότητα της αιτιολογικής προσέγγισης του εγκληματικού φαινομένου, αφού πολλοί αμφισβητούν την πρακτική σημασία διαμόρφωσης μοντέλων «αιτίου» και «αποτελέσματος» για την εξήγηση των εγκληματικών φαινομένων. Παρ’ όλα αυτά, έχουν αναπτυχθεί διάφορες εγκληματολογικές θεωρίες, οι οποίες συνδέονται με την αναζήτηση των αιτιών και χαίρουν πολλών θεμελιωτών και οπαδών.
Μία από αυτές τις θεωρίες, που συνιστά και την κύρια θεματική του παρόντος άρθρου, είναι η «θεωρία της ετικέτας», η οποία επιδιώκει να εξηγήσει τον ρόλο της κοινωνίας στη διαμόρφωση της απόκλισης εις βάρος ατόμων, τα οποία τελικά οργανώνουν την προσωπικότητά τους σύμφωνα με αυτήν την ετικέτα και, συνήθως, ολισθαίνουν σε εγκληματικές συμπεριφορές. Η «θεωρία της αλληλενέργειας ή της ετικέτας» (interactionism ή labelling) αναπτύχθηκε, προκειμένου να ερμηνευθεί η αποκλίνουσα και εγκληματική συμπεριφορά.
Κατά τη θεωρία αυτή, αποκλίνουσα καλείται εκείνη η συμπεριφορά επάνω στην οποία επικολλάται η ετικέτα «αποκλίνουσα». Αυτό σημαίνει ότι η απόκλιση είναι δημιούργημα διαφόρων κοινωνικών ομάδων, οι οποίες πρώτα χαρακτηρίζουν ορισμένα άτομα ως αποκλίνοντα και ύστερα τα απομονώνουν από τους νομοταγείς πολίτες. Κατά συνέπεια, ως αποκλίνουσα δεν θεωρείται απλώς κάθε συμπεριφορά που αποκλίνει από τους παραδεδεγμένους κανόνες, αλλά κυρίως εκείνη η συμπεριφορά που είναι αποτέλεσμα αλληλενέργειας (interaction) ανάμεσα στον φορέα της συμπεριφοράς και σε εκείνους που την προσδιορίζουν ως «αποκλίνουσα». Με άλλα λόγια, τα άτομα ακολουθούν παραβατική σταδιοδρομία, όταν τους τοποθετούν την ετικέτα του αποκλίνοντα, χωρίς οι εγκληματικές τους πράξεις να βρίσκουν απαραίτητα έρεισμα σε βιολογικούς ή ψυχολογικούς παράγοντες.
Έτσι, υπό αυτό το πρίσμα, η «θεωρία της ετικέτας» επιδιώκει να αποδείξει ότι το έγκλημα είναι προϊόν κοινωνικής αλληλεπίδρασης που αντικατοπτρίζει τις αξίες κάθε κοινωνίας. Άρα, το γεγονός ότι ένας παραβάτης χαρακτηρίζεται και περιγράφεται ως εγκληματίας από την κοινή γνώμη είναι αποτέλεσμα μιας ολόκληρης διαδικασίας στιγματισμού. Η διάκριση μεταξύ εγκληματικής και σύννομης συμπεριφοράς δεν επέρχεται δηλαδή επί τη βάσει κριτηρίων εγγενών με την πράξη, αλλά με βάση τον κοινωνικό χαρακτηρισμό. Συνεπώς, εγκληματικές είναι οι πράξεις που χαρακτηρίζονται ως τέτοιες από τους ανθρώπους, δηλαδή από την αντίδραση του κοινωνικού ακροατηρίου στην προσβολή συγκεκριμένων προσδοκιών του. Άρα, δεν είναι το περιεχόμενο αλλά η αντίδραση αυτή που συνιστά μια πράξη εγκληματική.
Σύμφωνα πάντα με τη θεωρία αυτή, οι αρχές της εκάστοτε χώρας τείνουν να διώκουν κάποια άτομα μόνο και μόνο επειδή αποτελούν μέλη μιας κοινωνικής ομάδας και δημιουργούν κατά κάποιο τρόπο την εγκληματικότητα με τον χαρακτηρισμό ορισμένων ατόμων και ομάδων. Οι ετικέτες επιβάλλονται κυρίως στα μέλη των ανίσχυρων κοινωνικά ομάδων (μειονότητες, φτωχοί) από τις κυρίαρχες κοινωνικά ομάδες και από τους φορείς του επίσημου ελέγχου.
Καθίσταται, όμως, αναγκαία ξανά η διευκρίνιση ότι η «θεωρία της ετικέτας» μπορεί να τονίζει τις αρνητικές συνέπειες που μπορεί να έχει η επικόλληση της ετικέτας σε κάποιο άτομο, αυτό όμως δε σημαίνει ότι αρκεί να χαρακτηριστεί ένα άτομο ως παραβατικό, για να καταστεί το ίδιο παραβατικό. Βέβαια, με το να γίνει παρεκκλίνον για το κοινωνικό ακροατήριο ένα άτομο, μπορεί να αρχίσει να δέχεται τον χαρακτηρισμό ως αυτό-ταυτότητα. Σε κάθε περίπτωση, η αποδοχή του χαρακτηρισμού εξαρτάται από τη δύναμη της αρχικής αυτοαντίληψης του ατόμου και από τη δύναμη της διαδικασίας του χαρακτηρισμού. Μονάχα μια αλλαγή στην αυτοαντίληψη έχει ως αποτέλεσμα τον ενστερνισμό του χαρακτηρισμού της παρέκκλισης μαζί με όλα τα χαρακτηριστικά του.
Αντιλαμβάνεται, λοιπόν, κανείς ότι ο χαρακτηρισμός είναι μια διαδικασία που τελικά παράγει την ταυτοποίηση με μια αποκλίνουσα εικόνα και έναν υποπολιτισμό και εν τέλει οδηγεί στον αποκλεισμό του ατόμου, ενώ ο στιγματισμός συμβάλλει στην αύξηση της εγκληματικότητας ενός επίδοξου εγκληματία. Ωστόσο, είναι αναμφίβολο ότι η διαδικασία της ετικέτας, δηλαδή ο στιγματισμός ενός ατόμου, συμβάλλει αποφασιστικά στη γέννηση του εγκλήματος, αφού το στίγμα στενεύει σημαντικά τις δυνατότητες προσαρμογής του ατόμου στο κοινωνικό περιβάλλον. Πάντως, η συνειδητοποίηση από το άτομο της οριστικής του κοινωνικής απόρριψης καθιστά πρόσφορες τις συνθήκες, για να υιοθετήσει τον ρόλο του εγκληματία που του καθορίζει η κοινωνία.
Στο σημείο αυτό, θεωρώ ότι οι ομαλές κοινωνικές σχέσεις θα μπορούσαν να βοηθήσουν στο να ξεπεράσει το υποκείμενο τη δοκιμασία του στίγματος και να μην υποτροπιάσει, διότι έχει παρατηρηθεί ότι αυτοί που απωθούνται από τον κοινωνικό περίγυρο επιστρέφουν στο έγκλημα. Ο κοινωνικός περίγυρος και οι φορείς του επίσημου κοινωνικού ελέγχου οφείλουν να επιδείξουν πνεύμα ανοχής, συγκατάβασης και κατανόησης, δηλαδή να εκλάβουν την εγκληματική πράξη ως μια άτυχη συγκυρία ενός συνανθρώπου, που χρειάζεται κυρίως βοήθεια και ψυχολογική υποστήριξη.
Με λίγα λόγια, λοιπόν, καθίσταται αναγκαίο το κοινωνικό περιβάλλον να μη βιαστεί να κατακρίνει και να απορρίψει τον παρεκκλίνοντα, αλλά να εξετάσει όλες τις πτυχές της εγκληματικής του πράξης, πριν τον χαρακτηρίσει ως εγκληματία, ειδικά στην περίπτωση ενός νεαρού παραβάτη που μια τέτοια κοινωνική αντίδραση θα μπορούσε να καθορίσει ολόκληρη τη ζωή του.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Εγκληματολογία, Σύγχρονες και παλαιότερες κατευθύνσεις, εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2014
- Αρχιμανδρίτου Μ. «Η διαχρονική εξέλιξη της προσέγγισης της ετικέτας», Θεσσαλονίκη 1996
- Βιδάλη Σ.-Κουλούρης Ν. «Αποκλίνουσα συμπεριφορά και ποινικό φαινόμενο», Νομική Βιβλιοθήκη 2012
- Σπινέλλη Καλλιόπη Δ. «Εγκληματολογία: Σύγχρονες και παλαιότερες κατευθύνσεις» Γ’ εκδ., Νομική Βιβλιοθήκη 2014