Του Βασίλειου Βούδη,
Η αίσια έκβαση της Ελληνικής Επανάστασης, παρά των ορισμένων αποτυχιών της σε κάποια πεδία μαχών, δεν θα μπορούσε να επιτελεσθεί δίχως την οικονομική ενίσχυση του Αγώνα. Μάλιστα, στις περισσότερες περιπτώσεις ο δανεισμός καθίστατο επιτακτικός, προκειμένου να επιτευχθεί η συνέχεια των ένοπλων αγώνων έναντι των Οθωμανών, καθώς τα πολεμικά εφόδια και οι προετοιμασίες θεωρούντο υψηλές δαπάνες. Κατανοώντας, λοιπόν, την βαρύνουσα σημασία που διαδραμάτισαν τα δάνεια, κρίνεται σκόπιμο να αναφερθεί η ιστορική πορεία τους αλλά και η επιρροή που άσκησαν στην οικονομία.
Αρχικά, το πρώτο δάνειο συνήφθη το 1822 από τον Θεοχάρη Κεφαλά. Το ύψος του υψώνονταν συνολικά εις 102.000 φλορίνια, εκ των οποίων τα 40.000 υπεγράφησαν στη Ζυρίχη της Ελβετίας και τα 62.000 στη Μασσαλία της Γαλλίας. Σε αυτό το σημείο, ωστόσο, αξίζει να τονιστεί το εξής: Ο δανεισμός σε μία μη αναγνωρισμένη νομικά κρατική οντότητα, όπως η Ελλάδα του 1822, δεν ήταν αυτονόητος, καθώς η φερεγγυότητα της οικονομικής συνεργασίας κρίνονταν επισφαλής λόγω της ρευστότητας που επικρατούσε. Σαφώς, κατά τη διάρκεια της αναζήτησης οικονομικής αρωγής δεν έλειψαν και ορισμένες περιπτώσεις, στις οποίες υποψήφιοι συνέταιροι προσπάθησαν να εκμεταλλευθούν την κατάσταση εις βάρος της επαναστατημένης Ελλάδας.
Η περίπτωση του Τάγματος των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ εκλαμβάνεται ως περίτρανο παράδειγμα. Το εν λόγω Τάγμα αποστερούμενο κατά την πάροδο των ετών την κρατική του υπόσταση με επίκεντρο την Ιερουσαλήμ, τη Ρόδο και τη Μάλτα, κατέληξε να αποτελεί ένα θεσμό διασκορπισμένων ευγενών ανά την Ευρώπη, ασκώντας ισχυρή επιρροή. Η αναζήτηση εδάφους όμως, προκειμένου να αναστηλώσει την παρελθούσα εδαφική ακεραιότητα, εξακολουθούσε να αποτελεί πρωταρχικό της στόχο.
Η Ελλάδα εκλήφθη ως ένας ικανός αρωγός στα σχέδια του Τάγματος. Ειδικότερα, κατόπιν συνεχούς επικοινωνίας και διαμεσολαβήσεων μεταξύ της Ελληνικής Κυβερνήσεως και του εκπροσώπου του Ιπποτών, Ζουρνταίν, προτάθηκε εκ μέρους αυτών το συμφωνητικό που θα ακολουθήσει παρακάτω. Το Τάγμα πρότεινε ως υποθήκη του δανείου την Αστυπάλαια, την Κάρπαθο, τις Οινούσσες, τη Ρόδο και τη Σύρο, προσθέτοντας πως θα βρίσκονταν υπό τη νόμιμη κυριαρχία της αποκλειστικώς, δίχως η Ελλάδα να έχει ουσιαστικό λόγο επί των νησιών, παρά μόνο τυπικά. Ακόμη, υποστήριζε πως από το ποσό των 10.000.000 τα 6.000.000 θα διατίθεντο για την εγκατάσταση του Τάγματος στα νέα εδάφη, ενώ τα 4.000.000 θα παραχωρούνταν σε τέσσερις μόνο δόσεις στην Ελληνική Κυβέρνηση, υπό τη μοναδική προϋπόθεση ότι τα πλοία του αναπτυσσόμενου ελληνικού στόλου θα κατευθύνονταν για την απελευθέρωση των παραπάνω νήσων.
Γίνεται αντιληπτό, λοιπόν, πως η πρόταση ήταν επαίσχυντη και καταστροφική για το μελλούμενο Νεοσύστατο Κράτος. Κατά πρώτον, το ήμισυ σχεδόν του δανειζόμενου ποσού κατέληγε στους ίδιους τους δανειστές, ενώ παράλληλα επιβαρύνονταν η Ελλάδα. Έπειτα, η διάθεση των υπολοίπων χρημάτων για την απελευθέρωση νησιών που απείχαν χιλιομετρικά κατά πολύ από τα εδάφη της απελευθερωμένης χώρας ήταν εντελώς παράλογη. Η δυναμική του οθωμανικού στόλου συγκρινόμενη με εκείνη του ελληνικού γενικότερα, αλλά και ειδικότερα σε μία υποθετική πολεμική σύρραξη σε κάποιο από τα παραπάνω νησιά, θα καθίστατο καταστροφική για την Ελλάδα. Επομένως, προτεραιότητα είχε η προστασία των χερσαίων συνόρων και των νησιών πέριξ της Πελοποννήσου, όπως η Ύδρα και οι Σπέτσες, και όχι η υλοποίηση μεγαλεπήβολων σχεδίων.
Ευτυχώς, η Κυβέρνηση απέρριψε την πρόταση, αποφεύγοντας μία ολέθρια συνέπεια για την οικονομική και εδαφική πορεία της χώρας, ναυαγώντας τα σχέδια του Τάγματος. Παρά ταύτα, δεν πρέπει να συνάγουμε το συμπέρασμα πως τα μελλούμενα συναφθέντα δάνεια αποτελούσαν ευτύχημα για τη μελλοντική πορεία του Ελληνικού Βασίλειου κατά την πρώτη Οθωνική Περίοδο. Απλώς, οι συνέπειες τους δεν ήταν τόσο επαχθείς, όσο των σχεδίων των Ιπποτών.
Ένα από τα δάνεια, του οποίου το ποσό ήταν μείζονος σημασίας για την χώρα, ήταν αυτό που σύναψε η Επιτροπή του Λονδίνου τον Φεβρουάριου του 1824. Το ύψος αφορούσε τα 4.000.000 τάλαρα, ποσό αξιοσημείωτο για την εποχή. Εντούτοις, η επίτευξη της συμφωνίας δεν αξιολογήθηκε ως εύκολη υπόθεση, τόσο λόγω διενέξεων στην εσωτερική όσο και στην εξωτερική πολιτική.
Στην εσωτερική πολιτική, η αντιπαράθεση μεταξύ του Βουλευτικού και του Εκτελεστικού (τα δύο σώματα που ασκούσαν τη Διοίκηση του Κράτους από κοινού) δυσχέραινε την αποπεράτωση του δανεισμού. Αρχικώς, υπό την ηγεσία του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, είχε αποφασιστεί η αποστολή Επιτροπής στο Λονδίνο αποτελούμενης από έμπιστους συνεργάτες του: Τον Ανδρέα Λουριώτη, τον Ιωάννη Ζαΐμη και τον Ιωάννη Ορλάνδο. Το Εκτελεστικό διαφωνούσε καθέτως, καθώς θεωρούσε πως η απουσία μελών της στην Επιτροπή θα επέτρεπε την διαχείριση του δανείου αποκλειστικώς από άτομα του Βουλευτικού. Από την δική του πλευρά, το Βουλευτικό δε διαπραγματεύονταν την αλλαγή της σύστασης της Επιτροπής για προφανείς λογούς. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, όμως, την καθυστέρηση του έκτακτου ζητήματος, καθώς η Επιτροπή δε μπορούσε να αναχωρήσει στη Μεγάλη Βρετανία δίχως τη σύμφωνη γνώμη του ετέρου οργάνου της συνιστώσας Διοίκησης.
Η λύση επήλθε διά των αμφότερων έκνομων πράξεων στον βωμό της εκούσιας εθελοτυφλίας από τα δύο Νομοθετικά Σώματα. Το μεν, γνωρίζοντας πως το έτερο θα αποστείλει την Επιτροπή στο Λονδίνο χωρίς την νόμιμη άδεια του, εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση και υπέγραψε δάνειο ύψους 30.000 τάληρων με τον Λόρδο Βύρωνα δίχως τη σύμφωνη γνώμη του άλλου σώματος. Βέβαια, πρέπει να αναφερθεί πως το δάνειο συνήφθη για την οικονομική ενίσχυση του Αγώνος στο Μεσολόγγι και όχι για ιδιοτελείς σκοπούς.
Η αναχώρηση της Επιτροπής σήμανε παράλληλα με την λήξη των εσωτερικών προσκομμάτων και την αρχή των δύσκολων συζητήσεων που θα διεξάγονταν στο εξωτερικό. Εντούτοις, αξίζει να τονιστεί πως το κλίμα ήταν ιδιαίτερο θερμό όχι μόνο μεταξύ των συμμετεχόντων στη διαβούλευση περί του δανεισμού αλλά και σε ολόκληρο τον φιλελληνικό κύκλο. Άλλωστε, το Φιλελληνικό Κομιτάτο (London Philhellenic Committee, 1823-1826) και το εξέχον μέλος του, ο Συνταγματάρχης Edward Blaquiere, διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο τόσο στην απαρχή του ζητήματος, όσο και στην ολοκλήρωσή του.
Η Επιτροπή σε συνεργασία με τις πιστώτριες τράπεζες και ορισμένους κεφαλαιούχους διαμεσολαβητές επιχείρησε εντόνως να προβεί σε μερικές μεταρρυθμίσεις του αρχικού συμφώνου, εκ των οποίων κάποιες απέβησαν ατελέσφορες. Αρχικά, ο Ιωάννης Ορλάνδος και ο Ανδρέας Λουριώτης τόνισαν πως, αν τα κεφάλαια του δανεισμού ήταν κατώτερα του 59%, αυτή η κίνηση θα είχε βαρύτατες συνέπειες στις δημοσιονομικές υποθέσεις του Κράτους. Ως προς αυτό το σημείο επήλθε συμφωνία. Όμως, ως προς τη διεύθυνση των υποθέσεων του δανείου και του νομίσματος επί του οποίου θα πραγματοποιούνται η συναλλαγή η άλλη πλευρά ήταν ανένδοτη.
Το νόμισμα που επιλέχθηκε ήταν το ισπανικό, προκαλώντας ζημία 4–5% στην συμφωνία έναντι της αγγλικής στερλίνας που υποστήριζαν οι Έλληνες. Επίσης, προτάθηκε από την Επιτροπή πως στο θέμα της διεύθυνσης του δανείου θα ορίζονταν ισότιμα μέλη Άγγλων και Ελλήνων. Οι εταίροι, όμως, δεν συμφώνησαν και καθιέρωσαν ως επιθεωρητή αυτού του θεσμού τον Λόρδο Βύρωνα και το γαμπρό του Λάζαρου Κουντουριώτη, Ορλάνδο. Αφού πραγματοποιήθηκαν οι κατά το δυνατόν περισσότερες μεταβολές, η συμφωνία της δανειοδότησης υπογράφηκε στις 9 Φεβρουαρίου του 1824. Η ανακοίνωση της στην Ελλάδα προκάλεσε φρενίτιδα ευτυχίας.
Τέλος, τα αποτελέσματα του δανείου δεν άργησαν να φανούν κατά τα πρώτα χρόνια της Οθωνικής περιόδου, όπου το διάδοχο Ελληνικό Βασίλειο επωμίσθηκε τους δυσβάσταχτους όρους. Ως υποθήκη αλλά και τρόπος αποπληρωμής του δανείου ορίστηκαν οι εθνικές γαίες, οι πρόσοδοι των τελωνείων και τα έσοδα από την αλιεία και τις αλυκές. Συνολικώς, αυτοί οι πόροι διαδραμάτιζαν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη ενός νεοϊδρυθέντος κράτος. Ωστόσο, μεγάλο μέρος αυτών των εσόδων διατίθετο προς εξόφληση των δανείων. Εν κατακλείδι, γίνεται αντιληπτή η οικονομική κατάσταση στην οποία περιήλθε το Ελληνικό Κράτος μετά την Επανάσταση εξαιτίας του άνωθεν δανείου, το οποίο βοήθησε μεν την Επανάσταση, επιβάρυνε δε στη συνέχεια την οικονομία του Κράτους.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Κόκκινος, Διονύσιος (1956), Η Ελληνική Επανάσταση, Τόμος Γ΄, Αθήνα: Εκδ. Μέλισσα, σελ. 528 – 533, 534 – 539, 540 – 545, 546 – 548, 549 – 551, 552 – 555.
- Τρικούπης, Σπυρίδων (1860), Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Τόμος Γ΄, Λονδίνο: Τυπογραφείον Ταυλόρου και Φραγκίσκου,σελ. 96 – 104, 125 – 126
- Χέρτσβεργ, Γουσταύος Φ., Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Τόμος Β΄, Αθήνα: Γεώργιος Δ. Φέξης, σελ. 141 – 143.