Του Τάσου Μοσχονά,
Είστε σε μια παραλία ή περνάτε με το αυτοκίνητο στην Εθνική Οδό, όταν ξαφνικά δίπλα σας παρατηρείτε ένα απόκοσμο θέαμα. Ένα παλιό ξενοδοχείο, πρέπει να είναι της δεκαετίας του ‘50 ή του ‘60. Είναι εντελώς εγκαταλελειμμένο και αφημένο στην τύχη του, παρατηρώντας το, όμως, καλύτερα θαρρεί κανείς πως κάποτε είχε ένα ένδοξο παρελθόν, γεμάτο επισκέπτες και παραθεριστές. Δεν είναι πολύ μεγάλο, αλλά σίγουρα έχει μια χαρακτηριστική αρχιτεκτονική και αισθητική, και σε κάθε περίπτωση αν και εγκαταλελειμμένο, είναι σχεδόν σα να ζητά την προσοχή σας για μια φωτογραφία για ένα story στο instagram ή ίσως ακόμα και ένα adventure night με φίλους για να τρομάξετε, ίσως, με τη «στοιχειωμένη» του αύρα. Αυτό το μέρος, λοιπόν, είναι πολύ πιθανό να ανήκε στην ομάδα μιας διαφορετικής παλιάς αλυσίδας. Των ξενοδοχείων «Ξενία».
Τα ξενοδοχεία «Ξενία» «γεννήθηκαν» σε μια εποχή που η Ελλάδα δε ζούσε ακόμα την εποχή του μαζικού τουρισμού. Και ταυτόχρονα δεν ήταν το μοναδικό project με αυτή την ονομασία. Το έτος 1953, και σε χρόνια πολιτικής αστάθειας, γεννήθηκε και με την «ευλογία» του Σχεδίου Μάρσαλ των Ηνωμένων Πολιτειών το πρόγραμμα που γέννησε τα «Ξενία». Οι στόχοι του κρατικού προγράμματος ήταν πολλαπλοί, αλλά κυρίως αποσκοπούσαν στην ανάκαμψη της οικονομίας και στο χτίσιμο μιας Ελληνικής τουριστικής ταυτότητας, που εδραίωνε τη χώρα μας στον παγκόσμιο τουριστικό χάρτη από έναν όμορφο αλλά σχεδόν εξωτικό προορισμό σε έναν προορισμό παγκόσμιας κλάσης, με εύκολη πρόσβαση και όλες τις ανέσεις στο πιάτο για τους δυτικούς τουρίστες.
Ο σχεδιασμός του προγράμματος δε στόχευε μόνο στη δημιουργία ξενοδοχείων, αλλά και άλλων κατασκευών, που θα βελτίωναν σημαντικά τις τουριστικές υποδομές της χώρας. Για πρώτη φορά σχεδιάστηκε η δημιουργία μοτέλ αμερικανικού τύπου, τουριστικών περίπτερων, αλλά και η ανάπτυξη και εκμετάλλευση πλαζ (με διασημότερη την αγαπημένη στους Αθηναίους Ακτή Βουλιαγμένης), αγγίζοντας μια τεράστια έκταση των εθνικών οδών της χώρας, των αρχαιολογικών χώρων και των χώρων πλησίον αυτών, αλλά και εκείνων των σημείων που φημίζονταν για τη μαγευτική τους ομορφιά. Την εποπτεία αυτού του προγράμματος, αλλά και την επιγενόμενη διαχείριση των μονάδων, δεν είχε άλλος από τον Εθνικό Οργανισμό Τουρισμού, γνωστότερο και ως ΕΟΤ.
Το εκτεταμένο και καθόλα πρωτοποριακό για την εποχή πρόγραμμα, φυσικά, χτίστηκε με πολύ συγκεκριμένους άξονες και μια ξεκάθαρη αισθητική. Αυτή του μοντερνισμού. Υπό μια ομάδα καθοδηγούμενη αρχικά από τον αρχιτέκτονα και κύριο εκπρόσωπο του ελληνικού μοντερνισμού Χαράλαμπο Σφαέλλο στα χρόνια 1953 έως το 1958, και στη συνέχεια από τον εμβληματικό αρχιτέκτονα της μεταπολεμικής περιόδου Άρη Κωνσταντινίδη, τα «Ξενία» περνούν από το σχεδιασμό στην υλοποίηση. Τα πρώτα «Ξενία» ανοίγουν υπό επίβλεψη του Σφαέλλου σε Καστοριά, Αργοστόλι, Θάσο και Υπάτη στα μέσα της δεκαετίας του ‘50, για να ακολουθηθούν από τα ξενοδοχεία της περιόδου Κωνσταντινίδη, με πρώτο και εμβληματικότερο το «Ξενία» της Άνδρου, που αποτέλεσε τοπόσημο της περιοχής και κτίριο που θα επηρέαζε σημαντικά το σχεδιασμό των μελλοντικών «Ξενία». Οι δύο αρχιτέκτονες, φυσικά, είχαν δίπλα τους μια ικανότατη ομάδα νέων αρχιτεκτόνων, στους οποίους έδωσαν την ευκαιρία να εδραιωθούν με μοναδικά έργα.
Σε τι διέφερε, όμως, ένα «Ξενία» σε σχέση με άλλα ξενοδοχεία της περιόδου ή και μελλοντικά; Ως κρατικά ξενοδοχεία, τα «Ξενία» χτίστηκαν με μια συγκεκριμένη φιλοσοφία κατά νου. Σκοπός του ΕΟΤ ήταν τα ξενοδοχεία να αποτελέσουν τοπόσημο για την εκάστοτε περιοχή, αλλά και το ιδανικό σημείο αναφοράς για τους ξένους που ήθελαν να ανακαλύψουν τη χώρα. Παράλληλα, οι μονάδες θα λειτουργούσαν και ως πρότυπο για την ιδανική ανάπτυξη του τουρισμού της χώρας, προάγοντας στόχους του ελληνικού κράτους. Οι μονάδες ως επί το πλείστον δεν ήταν πολύ μεγάλες σε μέγεθος και εντάσσονταν σε κάθε περιοχή αβίαστα, γεγονός που τις καθιστούσε αξιοθέατο. Τα δωμάτια ήταν μικρά, με σκοπό την οικονομία χώρου –μιας και τα κτίρια δεν ήταν μεγάλα σε έκταση– αλλά κυρίως για να αναδειχθούν οι μεγάλοι κοινόχρηστοι χώροι, που θα επέτρεπαν στο κάθε ξενοδοχείο να φιλοξενεί εκδηλώσεις και να λειτουργεί ως «ανοιχτός χώρος» για τη σύμμειξη τουριστών και ντόπιων. Το στυλ των κτιρίων εμπνέεται ξεκάθαρα από ανάλογα κτίρια του μοντερνισμού, που αποτελούσε το διασημότερο στυλ δυτικών ξενοδοχείων της περιόδου στο εξωτερικό. Οι δύο αρχιτέκτονες έδωσαν ιδιαίτερη έμφαση στην απέκδυση οποιουδήποτε «ελληνικού» στοιχείου, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως υπερβολικό και κιτς, αντ’ αυτού προωθώντας έναν μινιμαλιστικό και κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, όπως ακριβώς τον είχαν οραματιστεί και οι δημιουργοί του προγράμματος για μια σύγχρονη δυτική χώρα. Σημαντική ήταν, επίσης, η στόχευση των ξενοδοχείων προς τον επισκέπτη της μεσαίας τάξης, συμβάλλοντας έτσι και σε έναν άτυπο εκδημοκρατισμό του τουρισμού.
Το μοντέλο αυτό ξεκάθαρα λειτούργησε και κατέστησε τα «Ξενία» τοπόσημα σε οποιαδήποτε περιοχή και αν βρίσκονταν. Συνολικά, χτίστηκαν πάνω από 50 ξενοδοχεία και δομές και η επιτυχία του εγχειρήματος στη δεκαετία του ‘60 ήταν τεράστια. Όμως, με την έλευση της Χούντας ήρθε και το τέλος του προγράμματος. Το τελευταίο «Ξενία» που θα χτιζόταν ήταν το «Ξενία» στο Παλιούρι της Χαλκιδικής, το 1962, το οποίο ειρωνικά θα ήταν και το τελευταίο που θα λειτουργούσε υπό κρατική διαχείριση, αφού έκλεισε το 1997. Η δεκαετία του ‘80 με την αφθονία και τον υπερκαταναλωτισμό που ερχόταν σα σίφουνας είχε, δυστυχώς, τεράστια επίδραση στα «Ξενία» και αποκάλυψε πως δυστυχώς το κράτος ως επιχειρηματίας πάσχει. Η ανικανότητα του κράτους να προσαρμοστεί στις νέες τουριστικές συνθήκες, που έθεσαν ακόμα μεγαλύτερες ανέσεις, βελτιωμένες παροχές, πολυτέλεια και φυσικά περισσότερα δωμάτια, βρήκαν τα «Ξενία» ανίκανα να πιάσουν τον παλμό της εποχής. Θα μπορούσε να πει κανείς πως ο μαζικός τουρισμός, για την προώθηση του οποίου είχαν φτιαχτεί και τα ξενοδοχεία αυτά, ήταν και αυτός που τα διέγραφε σταδιακά από το χάρτη. Η λιτότητα ενός Ξενία, παρά τη γοητεία της, δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί τις μεγάλες ξένες και ελληνικές αλυσίδες, που εισάγονταν λυσσαλέα στην ελληνική αγορά. Η παρακμή ήταν αναπόφευκτη, αν ληφθεί υπόψιν και η κακοδιαχείριση που μάστιζε τα ξενοδοχεία, ειδικά, τα τελευταία χρόνια.
Με τον ΕΟΤ να βλέπει πως περισσότερα χάνει παρά κερδίζει από τα «Ξενία», αποφασίζει στα χρόνια εκείνα το δρόμο της εκμίσθωσης σε ιδιώτες, οι οποίοι ως επί το πλείστον δεν φρόντισαν να ανακαινίσουν και να φροντίσουν τα παρηκμασμένα ξενοδοχεία. Στις αρχές του 21ου αιώνα, κανένα «Ξενία» δε λειτουργούσε υπό κρατική διαχείριση. Στο παρόν, τα περισσότερα ξενοδοχεία ανήκουν στην ΕΤΑΔ (Εταιρία Ακινήτων του Δημοσίου). Κάποια από τα ξενοδοχεία είναι μισθωμένα, κάποια έχουν παραχωρηθεί και λειτουργούν κανονικά μέχρι και σήμερα (π.χ. «Ξενία» Αράχωβας και «Ξενία» Πορταριάς), κάποια είναι δεσμευμένα με δικαστικές αποφάσεις και κάποια είναι ελεύθερα προς αξιοποίηση.
Στο σήμερα, παρά τη νέα προοπτική που έχει ανοίξει τα τελευταία χρόνια για αξιοποίηση και αναγέννηση των ξενοδοχείων (όπως με το «Ξενία» Χίου), αρκετά, δυστυχώς, ρημάζουν και παραμένουν αναξιοποίητα. Εμβληματικά ξενοδοχεία, όπως το «Ξενία» της Ακροναυπλίας, που βρίσκεται σε σημείο με ανυπέρβλητη θέα στο Ναύπλιο, το χαρακτηριστικής αρχιτεκτονικής «Ξενία» της Καλαμπάκας, αλλά και το εμβληματικό «Ξενία» της Άνδρου του Κωνσταντινίδη βρίσκονται σε κάκιστη κατάσταση και κινδυνεύουν με κατάρρευση, ακόμα και αν τυπικά έχουν χαρακτηριστεί ως διατηρητέα προ δεκαετίας. Σίγουρα αξίζει λίγη περισσότερη φροντίδα για ένα project το οποίο βοήθησε σημαντικά τη χώρα να χτίσει το σύγχρονο τουριστικό της προφίλ. Τα «Ξενία» αποτελούσαν κεντρικά σημεία αναφοράς για τις κοινότητες στις οποίες βρίσκονταν και το κράτος σίγουρα θα ήταν θεμιτό, για λόγους ιστορικούς αλλά και επιχειρηματικούς, να βρει κάποια λύση για να τα εντάξει ξανά σε αυτές.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Η άνοδος και η πτώση των ξενοδοχείων Ξενία, Lifo, διαθέσιμο εδώ
- Η αναγέννηση των θρυλικών Ξενία, Καθημερινή, διαθέσιμο εδώ
- Τα πρώτα Ξενία του Άρη Κωνσταντινίδη, Parallaxi Mag, διαθέσιμο εδώ
- «Ξενία»: Από την εγκατάλειψη στο… «σφυρί», Το Περιοδικό, διαθέσιμο εδώ