Της Μαρίας Καράμπελα,
Όπως θα περίμενε κανείς, οι εταιρείες εξετάζουν προσεκτικά τα επίπεδα των επιτοκίων και το σχήμα της καμπύλης των αποδόσεων, όταν λαμβάνουν σημαντικές επιχειρηματικές αποφάσεις. Για παράδειγμα, ας υποθέσουμε ότι Leading Edge Co. εξετάζει την κατασκευή ενός νέου εργοστασίου με διάρκεια ζωής 30 έτη, που θα κοστίσει ένα εκατομμύριο δολάρια και προγραμματίζει να αντλήσει από αυτό το ένα εκατομμύριο δανειζόμενη, αντί να κάνει αύξηση μετοχικού κεφαλαίου. Τη στιγμή της απόφασής της, το Μάρτιο του 2017, η εταιρεία αντιμετωπίζει μια καμπύλη απόδοσης με κλίση προς τα άνω. Εάν δανεισθεί βραχυπρόθεσμα από μια τράπεζα, ας πούμε για ένα έτος, το ετήσιο κόστος επιτοκίου θα είναι μόλις 1,25% ή 12.500 δολάρια. Από την άλλη μεριά, εάν προβεί σε έκδοση μακροπρόθεσμου ομολογιακού δανείου, τότε το ετήσιο κόστος θα είναι 4,5% η 45.000 δολάρια. Επομένως, με την πρώτη ματιά φαίνεται ότι η Leading Edge θα πρέπει να χρησιμοποιήσει βραχυπρόθεσμο δάνειο.
Ωστόσο, αυτό θα μπορούσε να αποδειχθεί ένα φρικτό λάθος. Εάν χρησιμοποιούσε βραχυπρόθεσμο δάνειο, θα πρέπει να ανανεώνει το δάνειό της κάθε έτος και το επιτόκιο που θα χρεώνεται σε κάθε νέα ανανέωση, θα αντικατοπτρίζει το τρέχον βραχυπρόθεσμο επιτόκιο. Τα επιτόκια μπορεί να αυξηθούν σημαντικά με την πάροδο του χρόνου και σε αυτή την περίπτωση οι τόκοι της εταιρείας θα αυξηθούν εν καιρώ. Αυτές οι πληρωμές τόκων θα περικόψουν και ίσως μειώσουν τα κέρδη της. Ακόμη πιο ανησυχητικό θα ήταν αν κάποια στιγμή οι δανειστές της εταιρείας αρνηθούν ανανεώσουν το δάνειο και απαιτήσουν την αποπληρωμή του, όπως θα είχαν κάθε δικαίωμα να κάνουν. Η Leading Edge θα μπορούσε να πουλήσει περιουσιακά στοιχεία με κάποια ζημιά, κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει σε πτώχευση. Από την άλλη μεριά, εάν η εταιρεία χρησιμοποιούσε μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση, το 2017 το κόστος των τόκων θα παρέμενε σταθερό σε 45.000 δολάρια το έτος, οπότε δε θα είχε άμεσα πληγεί, εάν τα επιτόκια της οικονομίας αυξάνονταν με την πάροδο του χρόνου.
Όλα αυτά υποδηλώνουν ότι οι επιχειρήσεις θα πρέπει να αποφεύγουν το βραχυπρόθεσμο δανεισμό; Καθόλου. Εάν ο πληθωρισμός μειώνεται στα επόμενα έτη, το ίδιο θα κάνουν και τα επιτόκια. Εάν η Leading Edge είχε δανειστεί μακροπρόθεσμα το Μάρτιο του 2017, θα ήταν σε μειονεκτική θέση, εάν είχε δεσμευτεί στο επιτόκιο 4,5%, ενώ οι ανταγωνιστές (που χρησιμοποίησαν βραχυπρόθεσμο δανεισμό το 2017) θα είχαν κόστος δανεισμού μόνο 1,25%.
Οι αποφάσεις χρηματοδοτήσεις θα ήταν εύκολες, εάν μπορούσαμε να κάνουμε σωστές προβλέψεις για τα επιτόκια. Δυστυχώς, η πρόβλεψη των επιτοκίων με συνέπεια είναι σχεδόν αδύνατη. Ωστόσο, αν και είναι δύσκολο να προβλέψουμε τα μελλοντικά επίπεδα των επιτοκίων, είναι εύκολο να προβλέψουμε ότι τα επιτόκια θα διακυμαίνονται –πάντα θα το κάνουν. Σε αυτή την περίπτωση απαιτείται υγιής χρηματοοικονομική, χρησιμοποιώντας έναν συνδυασμό μακροπρόθεσμου και βραχυπρόθεσμου , καθώς και χρήση ιδίων κεφαλαίων για να είναι η εταιρεία σε τέτοια κατάσταση, ώστε να μπορεί να επιβιώσει σε οποιοδήποτε περιβάλλον επιτοκίου. Επιπλέον, η βέλτιστη οικονομική πολιτική εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από τη φύση των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας. Όσο πιο εύκολο είναι να πουλήσει περιουσιακά στοιχεία για να δημιουργήσει ρευστότητα, τόσο πιο εφικτό είναι να χρησιμοποιήσει περισσότερο βραχυπρόθεσμο χρέος. Αυτό καθιστά εφικτό για μια εταιρεία να χρηματοδοτεί τα τρέχοντα περιουσιακά της στοιχεία, όπως αποθέματα και απαιτήσεις, με βραχυπρόθεσμο χρέος, και να χρηματοδοτεί τα πάγια περιουσιακά της στοιχεία, όπως κτίρια και εξοπλισμό, με μακροπρόθεσμο χρέος.
Οι αλλαγές στα επιτόκια έχουν επιπτώσεις στους αποταμιευτές. Για παράδειγμα, εάν είχαμε ένα σχέδιο (401 Κ), κάποια μέρα οι περισσότεροι από εμάς, πιθανότατα, θα θέλαμε να επενδύσουμε μερικά από τα χρήματα μας σε ένα αμοιβαίο κεφάλαιο ομολόγων. Θα μπορούσαμε να επιλέξουμε ένα αμοιβαίο κεφάλαιο που θα είχε μέση διάρκεια ζωής 25 έτη, 30 έτη ή μικρότερη διάρκεια κάποιων μηνών (κεφάλαιο χρηματαγοράς). Πώς, όμως, η απόφασή μας επηρεάζει τα αποτελέσματα της επένδυσής μας και ως εκ τούτου, το συνταξιοδοτικό μας εισόδημα; Πρώτον, η απόφασή μας θα επηρεάσει το ετήσιο εισόδημα μας από τόκους. Για παράδειγμα, εάν η καμπύλη απόδοσης είχε ανοδική κλίση, που έχει συνήθως, θα κερδίζαμε περισσότερους τόκους, εάν επιλέγαμε ένα κεφάλαιο που αποτελείται από μακροπρόθεσμα ομόλογα. Ωστόσο, εάν επιλέξουμε ένα μακροπρόθεσμο κεφάλαιο και στη συνέχεια τα επιτόκια αυξηθούν, η αγοραία αξία του κεφαλαίου μας θα μειωθεί. Για παράδειγμα, εάν είχαμε 100.000 δολάρια σε ένα κεφάλαιο του οποίου ο μέσος όρος ομολόγων είχε περίοδο λήξης τα 25 έτη και το επιτόκιο του κουπονιού είναι 6%, και στη συνέχεια τα επιτόκια αυξάνονταν από 6% σε 10%, η αγοραία αξία του κεφαλαίου μας θα μειωνόταν από 100.000 σε περίπου 63.500 δολάρια.
Εάν, πάλι, επενδύσουμε σε βραχυπρόθεσμο κεφάλαιο, η αξία του θα μπορούσε να είναι περισσότερο σταθερή, αλλά πιθανώς να παρείχε λιγότερο εισόδημα από τόκους ανά έτος. Σε κάθε περίπτωση, η επιλογή της ωρίμανσης θα είχε σημαντική επίδραση στην επίδοση της επένδυσής μας και κατά συνέπεια, στο μελλοντικό μας εισόδημα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Αρχές Χρηματοοικονομικής διοίκησης, Eugene F. Brigham, Joel F. Houston.
- Επιχειρησιακή έρευνα, Γεωργίου Σ. Οικονόμου, Ανδρέα Κ. Γεωργίου.