15.4 C
Athens
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΠολιτισμός"Rashômon" (1950): Όταν «Η Γκέισα και ο Σαμουράι» ανέδειξαν τον ιαπωνικό κινηματογράφο

“Rashômon” (1950): Όταν «Η Γκέισα και ο Σαμουράι» ανέδειξαν τον ιαπωνικό κινηματογράφο


Της Σοφίας Χαλκίδου, 

Η ταινία «Ράσομον» -γνωστή και ως «η Γκέισα και ο Σαμουράι»- θεωρείται μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του κλασικού ιαπωνικού κινηματογράφου. Σκηνοθετήθηκε από τον διεθνούς φήμης Ακίρα Κουρουσάβα το 1950 και το σενάριό της αποτελεί ένα από τα έργα της μακρόχρονης συνεργασίας αυτού και του παραγωγού Σινόμπου Χασιμότο. Αν και ο τίτλος της υιοθετήθηκε από το ομώνυμο διήγημα του Ρυουνοσούκε Ακουταγκάβα, η πλοκή βασίστηκε αποκλειστικά σε ένα άλλο διήγημα του ίδιου συγγραφέα με τίτλο ”Yabu no Naka” («Σε ένα άλσος»). Μεταξύ άλλων διακρίσεων, η ταινία κέρδισε τον Χρυσό Λέοντα το 1951 και το 1952 έλαβε το Τιμητικό Όσκαρ από την Αμερικανική Ακαδημία, γεγονός που σηματοδότησε την άνοδο του ιαπωνικού κινηματογράφου στον κόσμο της ασπρόμαυρης τηλεόρασης . 

Η πλοκή χρονολογικά τοποθετείται στον 15ο αιώνα, έχοντας ως βασικό άξονα τη μυστηριώδη δολοφονία ενός σαμουράι και τις τέσσερις διαφορετικές εκδοχές γύρω από την έκβαση του εγκλήματος. Η ιστορία ξεκινάει με έναν ιερέα και ένα ξυλοκόπο να αναζητούν καταφύγιο στις πύλες της ιαπωνικής πόλης Ράσομον, μέχρι να κοπάσει η σφοδρή βροχόπτωση. Όταν καταφθάνει ένας τρίτος να προστατευθεί από την άγρια κακοκαιρία, αποφασίζουν να του εξιστορήσουν την περίεργη και συνάμα τρομακτική ιστορία ενός ζευγαριού που έπεσε θύμα του καταζητούμενου ληστή της περιοχής, Τατζομάρου (τον οποίο υποδύεται ο πασίγνωστος και δημοφιλής πρωταγωνιστής του Κουροσάβα, Τοσίρο Μιφούνε), με αποτέλεσμα τον ανεξήγητο θάνατο του συζύγου. Ο ξυλοκόπος, αρχικά, αποκαλύπτει πως βρήκε το πτώμα του νεαρού τρεις μέρες μετά τη δολοφονία, όταν και ενημέρωσε τις αρχές, ενώ ο ιερέας επιβεβαιώνει τη συνάντησή του με το ζευγάρι πριν την τραγική έκβαση. 

Πηγή Εικόνας: Wikimedia Commons

Στην πορεία παραθέτουν τις τρεις μαρτυρίες που κατατέθηκαν στο δικαστήριο: του ληστή, της συζύγου και του ίδιου του δολοφονημένου, παραλείποντας προς το παρόν την τέταρτη: του ξυλοκόπου. Η πρώτη ιστορία είναι αυτή που ισχυρίστηκε ο εγκληματίας ότι αληθεύει, στην οποία, μετά την ακινητοποίηση του Σαμουράι, ο ίδιος προέβη σε μία σειρά ανήθικων πράξεων σε βάρος της συζύγου. Η γυναίκα, παρόλη την πάλη της να αμυνθεί και ντροπιασμένη από την ατιμία της, επιδίωξε τη μονομαχία τους, καθώς θεώρησε πως δεν γινόταν να ζήσουν και οι δύο που μοιράστηκαν το σώμα της. Η μονομαχία είχε σαν αποτέλεσμα την ήττα του σαμουράι και συνεπώς το θάνατό του, κάτι το οποίο τρομοκράτησε την κοπέλα που τράπηκε απευθείας σε φυγή.

Η δεύτερη ιστορία βασίζεται στα λεγόμενα της ίδιας της συζύγου και παρόλο που αναφέρει την ακινητοποίηση του σαμουράι και την ασέβεια στο πρόσωπό της, καταλήγει στο γεγονός ότι ο ληστής, αφού την περιγέλασε και χλεύασε την κατάντια της, αποχώρησε. Έχοντας καταρρακωθεί από την κατάσταση στράφηκε για συμπαράσταση στη μορφή του συζύγου της. Αντί του στοργικού του βλέμματος, όμως, αντίκρισε την παγερή και αηδιασμένη όψη του. Πάνω στην θλίψη και την απελπισία της έστρεψε το στιλέτο κατά πάνω του και αφού τον δολοφόνησε εν ψυχρώ,  λιποθύμησε από τη θλίψη της.

Η τρίτη ιστορία εστιάζει στην οπτική από τη μεριά του συζύγου. Με τη βοήθεια ενός μέντιουμ, κατάφερε να αποδώσει τη δική του εκδοχή των γεγονότων, σύμφωνα με την οποία ο ληστής τον έδεσε και χρησιμοποίησε τη γυναίκα του προς ευχαρίστησή του, ζητώντας της επανειλημμένα να τον παντρευτεί. Η γυναίκα γοητευμένη από το ενδιαφέρον του συμφώνησε, όμως ζήτησε για αντάλλαγμα τη δολοφονία του άνδρα της, κάτι που ο εγκληματίας αρνήθηκε κατηγορηματικά να κάνει. Αηδιασμένος από τη γυναικεία φύση και την πανουργία της γυναίκας, ρώτησε τον δεμένο σύζυγο αν επιθυμούσε να την σκοτώσει για την απιστία της. Στο σημείο αυτό, η κοπέλα κατάφερε να ξεφύγει, ενώ ο σαμουράι γεμάτος θλίψη και μίσος προς τη γυναίκα του, που τον πρόδωσε  τόσο στεγνά, κάρφωσε το στιλέτο της στο στήθος του και έδωσε τέλος στο μαρτύριό του . 

Έχοντας, πλέον, αποδώσει όλες τις καταθέσεις των αυτόπτων μαρτύρων, ο ξυλοκόπος επιμένει πως καμία από τις τρείς δεν αληθεύει, οπότε και αρχίζει να αναλύει την ιστορία από τη δική του μεριά. Επιβεβαιώνει πως ήταν παρόν την ώρα που το έγκλημα έλαβε μέρος, όμως για δικούς του λόγους δεν ανέφερε τίποτα στο δικαστήριο. Σύμφωνα με τη δική του εκδοχή –η οποία προφανώς είναι και η μόνη  αληθής– ο ληστής όντως ακινητοποίησε τον σύζυγο και βεβήλωσε την κοπέλα, λέγοντάς της πως εάν δεν δεχόταν την πρότασή του για γάμο θα αναγκαζόταν να  την σκοτώσει. Η κοπέλα, φανερά τρομοκρατημένη, κατέφυγε στον σαμουράι και χρησιμοποιώντας το στιλέτο της τον ελευθέρωσε από τα σκοινιά, αφήνοντας τους δυο άνδρες να αποφασίσουν για τη μοίρα της μέσω μονομαχίας.

Ο σαμουράι, φοβισμένος στην ιδέα ότι αυτό θα του κόστιζε τη ζωή, συνθηκολόγησε με τον εγκληματία, δίνοντάς του το ελεύθερο να παντρευτεί την ανάξια γυναίκα του. Βάζοντας τον εαυτό  του πάνω από τον γάμο του και την αγάπη της συζύγου του, την παρότρυνε να δώσει ένα τέλος στη μίζερη ζωή της, τονίζοντάς της πως δεν τον ενδιέφερε πλέον η όποια κατάληξή της. Τα άκαρδα αυτά λόγια ήταν αρκετά για να αλλάξουν την ιδέα που είχε χτίσει ο κακοποιός γύρω από το πρόσωπο της γυναίκας και να τον οδηγήσουν σε φυγή. Αβοήθητη και άκρως ταπεινωμένη από ένα σφάλμα που δεν διέπραξε, εκείνη άρχισε να τους περιγελά, λέγοντας πως μόνο οι άνανδροι φοβούνται να μονομαχήσουν για την αγάπη μιας γυναίκας. Με πληγωμένο τον ανδρισμό τους, ξεκίνησαν τη μάχη που επέφερε τον θάνατο του σαμουράι.

Πηγή Εικόνας: joshmatthews.org

Κλείνοντας, αξίζει να αναφερθεί, πως αν και ο τίτλος τονίζει συγκεκριμένα την παρουσία «Γκέισα», η ταινία δεν κάνει καμία αναφορά στην παρελθοντική ζωή της γυναικείας μορφής που εμφανίζεται. Ο παραδοσιακός ρόλος της ανύπαντρης «Γκέισας» στην Ιαπωνία αποτελούσε, καθ’ όλη τη πορεία της ιστορίας της, τιμητικό τίτλο για μία γυναίκα εξαιτίας του εκλεπτυσμένου επαγγέλματός της. Συγκεκριμένα, οι κοπέλες που επιθυμούσαν να γίνουν γκέισες περνούσαν από συγκεκριμένη εκπαίδευση και μετά την αποφοίτησή τους αποκτούσαν κύρος και σεβασμό από τον περίγυρο. Ο ρόλος τους ήταν η διασκέδαση κυρίως της υψηλής κοινωνίας –χωρίς να εξαιρούνται πελάτες χαμηλότερης κοινωνικής κάστας– και περιελάμβανε μουσική, χορό και ελαφρές συζητήσεις. Εάν επιθυμούσαν, σε κάποιο σημείο της καριέρας τους, να παντρευτούν, αναγκάζονταν να αποχωρήσουν από το επάγγελμα και κατ’ επέκταση να εγκαταλείψουν  τον τίτλο τους. Για το λόγο αυτό, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε κατά πόσο ο τίτλος «Η Γκέισα και ο Σαμουράι» αναφέρεται όντως στον παλαιότερο ρόλο της κοπέλας ή είναι αποτέλεσμα της ομογενοποίησης του παραδοσιακού αυτού ρόλου με τον υπόλοιπο γυναικείο πληθυσμό.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Οι 100 καλύτερες ιαπωνικές ταινίες όλων των εποχών, Thecinema.gr, διαθέσιμο εδώ.
  • “Rashomon (1950) : Akira Kurosawa, archive.org, διαθέσιμο εδώ.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Σοφία Χαλκίδου
Σοφία Χαλκίδου
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Δράμα. Σπουδάζει στο τμήμα των Εφαρμοσμένων Μαθηματικών της Σχολής Μαθηματικών του Ηρακλείου Κρήτης και σκοπεύει να επεκτείνει της σπουδές της στους κλάδους της βιοϊατρικής ή της φυσικής. Έχει έφεση στον καλλιτεχνικό τομέα και τρέφει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ανάγνωση βιβλίων και την ερασιτεχνική σύνθεση άρθρων και ποιημάτων. Γνωρίζει Αγγλικά και Γερμανικά, ενώ παράλληλα σκοπεύει στην εκμάθηση Γαλλικών και Ιαπωνικών.