Του Γιώργου Γαλανάκη,
Οι επαφές ανάμεσα στην αυτοκρατορία της Τραπεζούντας και τους Μογγόλους είχαν αρχίσει νωρίς, συγκριτικά με τα άλλα βυζαντινά κράτη της διασποράς. Η Τραπεζούντα είχε προσβληθεί ήδη από τις μογγολικές ορδές, όσο ζούσε ο Temujin Genghis Khan. Γρήγορα, μετά τις επιδρομές του Jebe και του Subutai, η Τραπεζούντα αναζήτησε υποστήριξη στους Σελτζούκους. Ωστόσο, οι κοινότητες, τόσο της Τραπεζούντας όσο και της Νίκαιας, γρήγορα συμβιβάστηκαν με τους Μογγόλους. Οι Μογγόλοι, αρχικά, είχαν εμφανιστεί ως φιλοπόλεμος και αιμοσταγής λαός στην Ανατολία, απειλώντας άπαντες· Τούρκους, Πέρσες, Άραβες και βέβαια, Έλληνες (αξίζει να επισημανθεί ότι ο όρος «Έλληνες» ως τρόπος αναφοράς των υπηκόων του ύστερου Βυζαντινού κράτους είναι δόκιμος, καθώς οι Βυζαντινοί εκείνη την περίοδο ξεκινούν να αποκτούν σταδιακά συνείδηση της ελληνικότητάς τους). Οι καταστροφές πόλεων ήταν μεγάλες. Ο Genghis Khan ήταν αμείλικτος απέναντι σε όποιον αντιστεκόταν. Όποια πόλη δεν παραδινόταν, σύντομα ισοπεδωνόταν, ή στην καλύτερη περίπτωση γινόταν υποτελής. Οι Σελτζούκοι Τούρκοι είχαν σχεδόν διαλυθεί μετά το 1243 και ήταν άμεσα εξαρτώμενοι από τις διαθέσεις των Λασκαριδών και συγκεκριμένα, του Ιωάννη Γ’ Δούκα Βατάτζη και των Μογγόλων.
Μετά τον Temujin και τους επιγόνους του, έγινε αντιληπτή από τη νεότευκτη δυναστεία των Ιλχανιδών, ιδρυθείσα μεταξύ 1256 και 1258 από τον Hülegü Khan, η ανάγκη της ειρηνικής συνύπαρξης με τους Βυζαντινούς της Νίκαιας. Οι αιτίες ποίκιλαν. Αφενός, οι Ιλχανίδες είχαν αντιληφθεί πως δε θα μπορούσαν να συνεχίζουν επ’ αόριστον τους επεκτατικούς πολέμους, αφού υπήρχε κόπωση στα στρατεύματα και έπρεπε κάποια στιγμή να σταματήσουν και να δημιουργήσουν ένα σταθερό κράτος. Ήδη οι επίγονοι του Temujin είχαν επεκτείνει περαιτέρω την αυτοκρατορία, φθάνοντας ως τη Μεσοποταμία και τη Ρωσία στη Δύση, ενώ ως προς την Ανατολή κατέκτησαν το Θιβέτ και την Κίνα. Σημαντικό ήταν, φυσικά, να βελτιωθεί και το δημογραφικό. Θυμίζουμε πως οι Μογγόλοι ήταν πολύ μικρός πληθυσμιακά λαός και βασιζόταν στη συνεργασία με Πέρσες και Τουρκομάνους, για να κυριαρχήσει. Το «μικρό» χανάτο, επομένως, έπρεπε να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες για να εξασφαλίσει την επιβίωση, να στερεώσει τη διαδοχή και την ανάπτυξή του.
Αφετέρου, παρότι το κράτος της Νίκαιας ήταν μικρό σε γεωγραφική έκταση, μπορούσε να είναι αποτελεσματικό απέναντι σε πολλές περιπτώσεις σε ξηρά και θάλασσα. Ιδιαίτερα μετά τη βασιλεία του Ιωάννη Γ’, η Ρωμανία είχε κατορθώσει να ανακτήσει υψηλό κύρος μέσω των διπλωματικών του σχέσεων, αλλά και ένεκα της βελτιωμένης οικονομικής πολιτικής που εφάρμοζε. Το βυζαντινό κράτος είχε κατορθώσει να συντηρεί για τα επόμενα χρόνια έναν επαρκώς εξοπλισμένο στόλο, από 200 πλοία και έναν αρκετά ικανό στρατό, παρά το μικρό του μέγεθος. Οι Βυζαντινοί, όμως, πρόσεξαν περισσότερο την ισχύ των Μογγόλων, μετά τη μάχη στο Köse Dağ, το 1243, όπου οι Μογγόλοι, με αρχηγό τον Baiju Noyan, κατατρόπωσαν το Σελτζούκο σουλτάνο Kaykhusraw, παρότι ο Τούρκος διέθετε σαφώς μεγαλύτερη στρατιά. H Τραπεζούντα, σύντομα μετά τη μάχη, πρέπει να έγινε υποτελής των Μογγόλων. Η αυτοκρατορία της Νίκαιας έβλεπε, λοιπόν, πως με ειρηνική συμβίωση με τους γείτονές της, ούτε θα ρίσκαρε την ύπαρξή της, ούτε θα έχανε σε προσόδους, καθώς Νίκαια και Μογγόλοι θα επιδίωκαν την εξέλιξη των διπλωματικών σχέσεων και του εμπορίου. Λόγω της διάνοιξης του «δρόμου του μεταξιού» είχαν να απολαύσουν πνευματικό και υλικό πλούτο, που δεν είχαν γνωρίσει ως τότε από τις επαφές τους με τις χώρες που εμπορεύονταν από την Ιβηρική χερσόνησο ως και την Κίνα του Μεγάλου Kublai Khan. Χάρη στο «δρόμο του μεταξιού» διαθέτουμε και το πολύτιμο συγγραφικό έργο του Marco Polo, που μας φωτίζει πολλά σημεία της ιστορίας των Μογγόλων και των Κινέζων της Άπω Ανατολής.
Ένας ακόμη λόγος για τη διατήρηση των καλών σχέσεων ανάμεσα στους Βυζαντινούς και τους Μογγόλους ήταν το γεγονός ότι ένα μεγάλο μειονοτικό μέρος των υπηκόων στο Ιλχανιδικό κράτος ήταν Έλληνες Ορθόδοξοι. Μεγάλο μέρος του πληθυσμού αυτού εντοπιζόταν σε πόλεις όπως η Ταυρίδα και η Θεοδοσία/Κάφφα. Αυτός που ανέλυσε με περισσότερη ενάργεια τις ανάγκες που υπήρχαν για βελτίωση των βυζαντινομογγολικών σχέσεων ήταν ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος, ο πρώτος αυτοκράτορας της τελευταίας δυναστείας του Βυζαντίου. Ο Μιχαήλ είχε πολεμήσει κατά του Ιλχανάτου στην Καππαδοκία και είχε αναγνωρίσει πως οι Μογγόλοι μπορούσαν να εξελιχθούν σε καταστροφική δύναμη, απέναντι στους Βυζαντινούς της Μικράς Ασίας. Έτσι, προτίμησε να προχωρήσει τις σχέσεις ανάμεσα στους λαούς, που ως τότε είχαν μείνει αρκετά πίσω. Κυρίως μετά την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους, ο Έλληνας αυτοκράτορας μερίμνησε για να έρθει κοντά με τον Hülegü Khan, με κάθε δυνατό τρόπο. Η Πόλη αποτελούσε ιδιαίτερα σημαντικό λιμάνι και σταθμό για το εμπόριο. Η σχέση μεταξύ των Ιλχανιδών και του Βυζαντίου είχε εξελιχθεί σε σφιχτή συμμαχία, μέσω των παρακάτω γεγονότων.
Ο Μιχαήλ έστειλε ως μνηστή την κόρη του Μαρία, προκειμένου να δέσει η συμμαχία, αλλά, ώσπου να φθάσει η νύφη, ο Hülegü ασθένησε και πέθανε. Με τη Μαρία, εν τέλει, παντρεύτηκε ο διάδοχος του Hülegü, Abagha. Η Μαρία, μάλιστα, αναδείχθηκε σε προστάτιδα των Ορθοδόξων Χριστιανών στο μογγολικό χανάτο. Μάλιστα, για χάρη της χτίστηκε και εκκλησία στην Ταυρίδα. Όταν επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, έχτισε εκκλησία και εκεί, που ονομάστηκε Παναγία των Μογγόλων και σώζεται ως σήμερα. Οι σχέσεις ανάμεσα σε Μογγόλους και Έλληνες βοήθησαν στην άνθιση και τη στερέωση πολλών επισκοπών στην Ιλχανιδική επικράτεια.
Ωστόσο, το 1295, όταν Khan έγινε ο Ghazan, που ήταν μουσουλμάνος, η ανοχή απέναντι στο Χριστιανισμό τερματίστηκε και ξεκίνησαν διώξεις κατά των Χριστιανών στην Ιλχανιδική επικράτεια, απέναντι ακόμα και σε Βουδιστές και Εβραίους. Το 1302, ο Ανδρόνικος Β’, διάδοχος του Μιχαήλ, έστειλε πρεσβεία στον Ghazan προς βελτίωση των σχέσεων ανάμεσα στο Βυζάντιο και τους Ιλχανίδες. Ο αρχηγός της πρεσβείας, μάλιστα, ο Γρηγόριος Χιονιάδης, έγινε επίσκοπος Ταυρίδας. Στην Πόλη, μάλιστα, σπούδασε και αστρονομία. Οι σχέσεις ανάμεσα σε Έλληνες και Μογγόλους, όμως, διαταράχτηκαν ξανά, όταν ο Öljaitü διαδέχθηκε τον Ghazan, το 1304. Οι διώξεις κατά των Χριστιανών συνεχίστηκαν εντονότερες, ενώ αρμενικές πηγές ονομάζουν τον Öljaitü ακόμη και «Αντίχριστο». Ο Ανδρόνικος έστειλε εκ νέου πρεσβεία το 1305, κανονίζοντας νέο γάμο με τον Öljaitü. Η πρεσβεία αυτή ήταν αποτελεσματική, προκειμένου να επιτευχθεί εφήμερη συμμαχία κατά των Οθωμανών, τους οποίους κυνήγησε ο Öljaitü, με τουλάχιστον 30.0000 ιππείς, όταν απειλούσαν τα υπολείμματα των βυζαντινών εδαφών στη Μικρά Ασία. Ωστόσο, οι σχέσεις ανάμεσα στους Ιλχανίδες και το Βυζάντιο δε βελτιώθηκαν περαιτέρω και οι Χριστιανοί στη μογγολική επικράτεια συνέχισαν να υποφέρουν. Το 1315 και το 1317, οι χριστιανοί της Αμάσειας ζήτησαν από τον πατριάρχη να εγκαταστήσει μητροπολίτη στην περιοχή τους, για να προστατευτούν. Όμως, πρώτα το 1315 και ύστερα το 1317, η εγκατάσταση του μητροπολίτη εμποδίστηκε από Ιλχανίδες αξιωματούχους και το πολεμικό κλίμα των Τουρκομάνων της περιοχής. Γρήγορα, έπειτα, μετακινήθηκαν και οι μητροπόλεις Μελιτηνής και Καισαρείας, καθώς οι σχέσεις μεταξύ Ιλχανιδών και Βυζαντινών παρήκμασαν.
Οι πληροφορίες που έχουμε από τις πηγές των ιστοριογράφων της εποχής για τις σχέσεις ανάμεσα στο χανάτο της Χρυσής Ορδής και το Βυζάντιο είναι σχετικά λίγες. Κάτι που γνωρίζουμε με ασφάλεια είναι πως οι Βυζαντινοί εκμεταλλεύονταν την ικανή διπλωματία τους για να διατηρήσουν, κατά το δυνατόν, καλές σχέσεις και με τους Κιπτσάκους της Χρυσής Ορδής και με τους Ιλχανίδες, παρότι τα μογγολικά χανάτα είχαν ανταγωνισμό μεταξύ τους. Μάλιστα, οι Παλαιολόγοι κρατούσαν εξαιρετικές σχέσεις με τις πρεσβείες των Κιπτσάκων, που τους σέβονταν ιδιαίτερα, καθότι έστελναν μαζί τις πρεσβείες τους και προς την Αίγυπτο των Μαμελούκων, για να ανανεώνουν τις συμμαχίες τους εκεί. Από το 1282 ως το 1328, ο Ανδρόνικος Β’ έστειλε συνολικά τουλάχιστον 15 πρεσβείες, οι 9 εκ των οποίων πήγαν στην Αίγυπτο τον ίδιο χρόνο. Από το 1328, οπότε και παραιτήθηκε ο Ανδρόνικος Β’, η εμβρίθεια των σχέσεων μεταξύ Sarai και Κωνσταντινούπολης διακόπηκε, όπως και οι κοινές πρεσβείες προς το Κάιρο. Τα επόμενα χρόνια, οι σχέσεις τόσο με τους Ιλχανίδες όσο και με τη Χρυσή Ορδή θα ήταν δυσχερείς. Βυζαντινοί και Μογγόλοι θα έπεφταν σε μεγαλύτερη παρακμή, μετά και την εμφάνιση του «Μαύρου Θανάτου», τη δεκαετία του 1340, που θα μετέβαλε σε μεγάλο βαθμό τις κοινωνικές, πολιτικές και εμπορικές σχέσεις.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Ακροπολίτης, Γεώργιος (2004), Χρονική Συγγραφή, Θεσσαλονίκη: Εκδ. Ζήτρος
- Γρηγοράς , Νικηφόρος (1829, 1830, 1855), Historia, τρίτομο, Bonn: CSHB
- Καντακουζηνός, Ιωάννης (2008), Ιστοριών Βιβλία Δ΄, Αθήνα: Εκδ. Επικαιρότητα (ανατύπωση εκδ. Βόννης)
- Κορομηλά , Μαριάννα (2009), Η Μαρία των Μογγόλων, Αθήνα: Εκδ. Πατάκη
- Σαββίδης, Αλέξιος Γ. Κ. (2009), Η ίδρυση της Μογγολικής αυτοκρατορίας, Αθήνα: Εκδ. Ιωλκός
- Angold, Michael (1975), A Byzantine Government in Exile: Government and Society under the Laskarids of Nicaea (1204-1261), N.Y.: Oxford University Press
- Ciociltan, Virgil (2012), The Mongols and the Black Sea trade in the Thirteenth and the Fourteenth Centuries, transl. Samuel Willocks, Leiden & Boston: Brill Publishers
- Kazhdan, Alexander P. (editor) (1991), The Oxford Dictionary of Byzantium, N.Y.: Oxford University Press
- Khakimov, Rafael, Favereau, Marie (eds.) (2017), The Golden Horde in World History, Kazan: Oxford University Press
- Lewis, Charles Pellat et al. (editors) (1986), The Encyclopaedia of Islam, v.III, Leiden: Brill
- Lippard, Bruce G. (1984), The Mongols and Byzantium 1243-1341, Bloomington: Indiana University
- Marting, Richard C. (2004), Encyclopedia of Islam and the Muslim World, N.Y.: Thomson, Gayle
- Morgan, David (ed.) (1995), Mongols and Mamluks, Cambridge: Cambridge University Press