Του Βασίλη Χουρσανίδη,
Είναι αλήθεια ότι στην Ελλάδα τείνουμε να επαινούμε την ακαδημαϊκή εκπαίδευση και να υπερηφανευόμαστε για την ποιότητα των ελληνικών πανεπιστημίων. Δε θα διαφωνήσω απόλυτα με αυτήν τη στάση της ελληνικής κοινωνίας, καθώς τα ελληνικά πανεπιστήμια ως προς το επίπεδο σπουδών τους είναι αρκετά καλά. Παρ’ όλα αυτά, οφείλω να πω ότι η κατάταξή τους σε παγκόσμιο επίπεδο βάσει των πιο αξιόπιστων κατατάξεων, όπως αυτή της Σανγκάης, εν μέρει διαψεύδει τις αντιλήψεις μας για αυτά. Είναι ενδεικτικό ότι μόνο 3 πανεπιστήμια ως ΑΕΙ και όχι ως επιμέρους τμήματα βρίσκονται στα top 1000 ανά τον κόσμο. Είναι πολύ θετική αξιολόγηση, πλην όμως θα μπορούσαν να βρίσκονται σε ακόμα καλύτερη θέση, δεδομένου του κατά γενική ομολογία υψηλού επιπέδου σπουδών που παρέχουν. Και είναι λογικό, μιας και παρουσιάζουν σημαντικό έλλειμμα σε άλλους βασικούς τομείς. Προσωπικά, θα ήθελα να καταδείξω ένα σημαντικό έλλειμμα της δικής μου σχολής, της νομικής, από τη στιγμή που αυτή γνωρίζω από πρώτο χέρι.
Όταν μπήκα τις πρώτες φορές στο αμφιθέατρο, οι προσδοκίες μου βάσει όσων είχα προηγουμένως ακούσει, δεν διαψεύστηκαν καθόλου. Στην Ελλάδα είμαστε λάτρεις του νομικού φορμαλισμού σε ακαδημαϊκό επίπεδο. Δηλαδή η εκπαίδευσή μας στις νομικές σχολές είναι επικεντρωμένη σχεδόν αποκλειστικά στο τι ισχύει σήμερα στον κόσμο του θετικού δικαίου (δηλαδή σε επίπεδο νόμου και άλλων πηγών θετικού δικαίου). Δε δίνεται έμφαση στη μεθοδολογία του δικαίου και στον τρόπο ερμηνείας των κανόνων. Μαθαίνουμε τι ισχύει κάθε φορά, διδασκόμαστε να το εφαρμόζουμε στην πράξη μέσω πρακτικών θεμάτων (μιας και είμαστε από τις λίγες «θεωρητικές» σχολές με τόσο πρακτικοποιημένη εφαρμογή της θεωρητικής γνώσης), δε μαθαίνουμε, όμως, να σκεφτόμαστε “out of the box”.
Όταν λέω να σκεφτόμαστε “out of the box”, εννοώ να εργαζόμαστε με το υλικό που διαθέτουμε δημιουργικά, να το ερμηνεύουμε και να υποστηρίζουμε την άποψή μας με νομικά επιχειρήματα. Εν ολίγοις, δεν μας διδάσκουν σχεδόν καθόλου τη μεθοδολογία του δικαίου, τη σημασία της οποίας αντιλαμβάνομαι με την πάροδο του χρόνου, αφού αυτή είναι ο πυρήνας της επιστήμης μας που τόσο πολύ παραμελείται. Στη νομική δεν υπάρχει άσπρο ή μαύρο αλλά τεκμηριωμένη και λογικά υποστηρίξιμη άποψη, της οποίας τη διαδικασία διαμόρφωσης δεν τη μαθαίνουμε ή τη μαθαίνουμε ελλιπώς.
Κανείς σχεδόν δε μας ανέλυσε ποτέ με παραδείγματα και εις βάθος το φαινόμενο της σύγκρουσης περισσοτέρων κανόνων, δηλαδή της λογικά αδύνατης παράλληλης εφαρμογής δύο κανόνων που ρυθμίζουν το ίδιο ζήτημα κατά τρόπο ασυμβίβαστο. Ούτε μας δίδαξαν σε γενικό επίπεδο θεωρίας τον τρόπο άρσης τέτοιας σύγκρουσης, που είναι συχνότατη λόγω της πολυνομίας και του πολυσχιδούς σύγχρονου νομοθετικού πλαισίου. Κανείς ποτέ δε μας ανέλυσε εις βάθος και με παραδείγματα τον τρόπο ερμηνείας των κανόνων, μίας πολυσύνθετης νοητικής εργασίας, δηλαδή τις μεθόδους γραμματικής, ιστορικής, τελολογικής και συστηματικής ερμηνείας και τη συνδυασμένη εφαρμογή τους. Ούτε αναλύσαμε ποτέ εις βάθος τη σημασία των γενικών αρχών και τον τρόπο χρήσης αυτών για την ερμηνεία των επιμέρους κανόνων και την επιλογή της πιο συμβιβασμένης με αυτές ερμηνευτικής εκδοχής.
Η γραμματική ερμηνεία είναι αυτή που εστιάζει στο κείμενο του νόμου ως σύνολο λέξεων. Δηλαδή είναι η μέθοδος ερμηνείας που στηρίζεται στο αντικειμενικό νοηματικό περιεχόμενο των χρησιμοποιούμενων λέξεων και φράσεων και μπορεί λόγω της πολυσημίας τους να οδηγήσει σε περισσότερες εκδοχές, οπότε χρήζει συμπληρωματικής εφαρμογής και των υπολοίπων μεθόδων, αν και παραμένει η βασικότερη, καθώς ποτέ δεν μπορεί να επιλεγεί ερμηνεία μη γραμματικά υποστηρίξιμη, κάτι που ισοδυναμεί με ανεπίτρεπτη από την αρχή της διάκρισης των εξουσιών (άρθρο 26 Σ) παραγωγή κανόνων από τη δικαστική εξουσία.
Η ιστορική ή βουλητική ερμηνεία είναι αυτή που εστιάζει στο τι ήθελε υποκειμενικά ο νομοθέτης να ισχύει ως προς το ρυθμιζόμενο ζήτημα, κατά τον χρόνο θέσπισης του κανόνα. Γι’ αυτό ανατρέχουμε σε διάφορες πηγές, όπως στα πρακτικά της Βουλής κατά τη συζήτηση του σχεδίου ή της πρότασης νόμου, στα πρακτικά των νομοπαρασκευαστικών επιτροπών κ.λπ., όπου και αναζητούμε τις υποκειμενικές απόψεις των μετεχόντων στη διαδικασία. Είναι η λιγότερο σημαντική μέθοδος, διότι αφενός στηρίζεται στο υποκειμενικό στοιχείο και αφετέρου ενδέχεται να έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα, ώστε οι τότε εκπεφρασμένες απόψεις και αντιλήψεις (που κατά τεκμήριο αντικατόπτριζαν και τις τότε κοινωνικές τάσεις, λόγω του αντιπροσωπευτικού συστήματος) να αφίστανται των ισχυουσών κατά τον χρόνο ερμηνείας.
Η συστηματική μέθοδος εστιάζει στο γεγονός ότι οι κανόνες εντάσσονται πάντα σε ένα ευρύτερο ρυθμιστικό πλαίσιο και δεν είναι μεμονωμένοι, αλλά αλληλοσυμπληρώνονται στη ρύθμιση κάποιου φαινομένου. Έτσι, θα πρέπει να επιλέγεται η ερμηνευτική εκδοχή που συμβιβάζεται με το ευρύτερο πλαίσιο, ώστε να αποφεύγονται οι αντινομίες και ιδίως να λαμβάνονται υπ’ όψιν και οι γενικότερες αρχές που συνάγονται από τους επιμέρους κανόνες του συστήματος, δηλαδή αυτοί οι πιο εύκαμπτοι και ελαστικοί γενικοί κανόνες που διατρέχουν ολόκληρο το ρυθμιστικό πλαίσιο και αποτυπώνουν μια γενικότερη αξιολόγηση.
Τέλος, έχουμε την τελολογική ερμηνεία, δηλαδή εκείνη που εστιάζει στον αντικειμενικό σκοπό της ρύθμισης. Αυτός κατά βάση συνάγεται από τις αιτιολογικές εκθέσεις των νόμων και από την ίδια την φύση του ρυθμιζόμενου ζητήματος. Παραδείγματος χάριν, η ευνοϊκότερη φορολογική μεταχείριση αλλοδαπών επενδυτών, που μεταφέρουν τη φορολογική κατοικία ή έδρα τους στην Ελλάδα, αποσκοπεί αντικειμενικά στην προσέλκυση επενδύσεων από το εξωτερικό, δηλαδή στην τόνωση της εθνικής οικονομίας και την ενίσχυση της εργασίας, που αποτελεί συνταγματική υποχρέωση του κράτους (άρθρα 21 και 106 Σ). Άρα αυτός ο σκοπός της ρύθμισης πρέπει να λαμβάνεται ιδιαιτέρως υπ’ όψιν κατά την ερμηνεία του κανόνα και να μην επιλέγεται κάποια ερμηνεία που συνεπάγεται ματαίωσή του, δηλαδή αχρήστευση του κανόνα, αλλά αντιθέτως αυτή που τον εξυπηρετεί καλύτερα.
Επίσης, κανείς δεν εστίασε στο φαινόμενο της «πολυεπιπεδικότητας» -αν μπορώ να το θέσω έτσι- των κανόνων του θετικού δικαίου, δηλαδή της ιεράρχησής τους σε βαθμίδες ανάλογα με την κανονιστική ισχύ που έχουν και τη σημασία αυτής της ιεράρχησης σε επίπεδο ερμηνείας και πρακτικής εφαρμογής τους, στον έλεγχο συνταγματικότητας και συμβατότητας με το διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο. Ούτε διδαχτήκαμε τη σύμφωνη με το Σύνταγμα, το Ευρωπαϊκό και το Διεθνές Δίκαιο ερμηνεία των κανόνων του εθνικού δικαίου, που αντικατοπτρίζει την αρχή ότι η αντισυνταγματικότητα και η ασυμβατότητα με το διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο και η συνακόλουθη μη εφαρμογή των κανόνων αυτών αποτελεί την έσχατη λύση, όταν το κύρος τους δε δύναται να διασωθεί ούτε ερμηνευτικά.
Όλα αυτά τα διδασκόμαστε παρεμπιπτόντως και επ’ ευκαιρία των αναλύσεων που κάνουμε στο πλαίσιο της εξέτασης των κατ’ ιδίαν κανόνων, χωρίς ιδιαίτερη ανάλυση του γενικότερου θεωρητικού υπόβαθρου. Όμως, αυτό δεν είναι σωστό, διότι όλα αυτά συνιστούν τον πυρήνα της επιστήμης μας και καθιστούν ευχερέστερη την εργασία μας, όταν κατά το συνήθως συμβαίνον επέρχονται αλλαγές στο νομοθετικό πλαίσιο, οπότε όλοι περιμένουν τον «από μηχανής θεό» ακαδημαϊκό, δικαστή ή δικηγόρο να λύσει τον γόρδιο ερμηνευτικό δεσμό, ακριβώς επειδή οι περισσότεροι ουδέποτε διδάχτηκαν στο πανεπιστήμιο να εργάζονται με τα εργαλεία που προανέφερα.
Αυτό που θέλω να πω εν τέλει είναι ότι τα πανεπιστήμιά μας, και ιδίως η δική μου σχολή, που την ξέρω καλύτερα από κάθε άλλη, πρέπει να επενδύσουν στην κριτική σκέψη και να αποβάλουν τον αμιγώς μηχανικό και αποστειρωμένο τρόπο εκπαίδευσης. Η επιστήμη αποσκοπεί στην επίλυση προβλημάτων και τα προβλήματα συνεχώς εξελίσσονται κι αλλάζουν μορφή, οπότε η ακαδημαϊκή εκπαίδευση πρέπει να εφοδιάζει τους μετέχοντες σε αυτή με τα εργαλεία επίλυσης κάθε δυνατού προβλήματος και όχι να εξαντλείται σε μία κοντόφθαλμη παρουσίαση και ανάλυση των ήδη κεκτημένων γνώσεων. Άλλωστε και αυτές αποτέλεσαν παράγωγο της δημιουργικότητας ανθρώπων που σκέφτονταν “out of the box”.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Νομική / Μεθοδολογία του Δικαίου, διαθέσιμο εδώ