Της Δανάης Λυπιρίδη,
Η σινορωσική συνεργασία στον τομέα της άμυνας και των στρατιωτικών εξοπλισμών έχει σημαντικό αντίκτυπο στη διεθνή και περιφερειακή πολιτική. Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η εκ νέου προσέγγιση των δύο κρατών έφερε νέες ευκαιρίες για τη στρατιωτική συνεργασία τους. Ωστόσο, λόγω του γενικότερου προσανατολισμού της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής προς τη Δύση την πρώτη δεκαετία μετά την πτώση της ΕΣΣΔ, σε μία προσπάθεια δομικού εκσυγχρονισμού, και λόγω της σύγκρουσης ΕΣΣΔ και Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, τα βήματα για τη συνεργασία των δύο ξεκίνησαν με ιδιαίτερη καχυποψία. Ακόμη και σήμερα, Κινέζοι και Ρώσοι αξιωματούχοι τονίζουν ότι, ενώ τα δύο κράτη είναι «στρατηγικοί εταίροι», δεν έχουν σχηματίσει προς το παρόν μια στρατιωτική συμμαχία.
Το 1992, τα δύο κράτη υπέγραψαν συμφωνία για τεχνική συνεργασία στον αμυντικό τομέα, η οποία περιλάμβανε πώληση ρωσικού στρατιωτικού εξοπλισμού και αδειοδότηση της Κίνας για την παραγωγή του, μεταφορά τεχνολογίας, ανταλλαγή επισκέψεων από ανώτατους αξιωματούχους της άμυνας των δύο κρατών, καθώς και εκπαίδευση προσωπικού του αμυντικού τομέα της Κίνας στη Ρωσία. Η συμφωνία αυτή αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία στηρίχθηκε όλο το οικοδόμημα του εμπορίου αμυντικών εξοπλισμών και τεχνολογιών.
Το 2008, με το ξέσπασμα του πολέμου στη Γεωργία, φάνηκε ότι το χάσμα μεταξύ της Ρωσίας και των δυτικών εταίρων της διευρύνθηκε, ενώ την ίδια περίοδο, η Κίνα κατηγορήθηκε για επιθετικότητα στη διπλωματική της δραστηριότητα. Οι παραπάνω συγκυρίες φαίνεται να έφεραν Ρωσία και Κίνα ακόμα πιο κοντά, αναφορικά με τη συνεργασία τους στον τομέα του εμπορίου στρατιωτικών εξοπλισμών. Εντούτοις, η ραγδαία οικονομική ανάπτυξη της Κίνας των τελευταίων ετών είχε ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη και της αμυντικής βιομηχανίας της, με συνεπακόλουθο τη μείωση των εισαγωγών αμυντικού εξοπλισμού από τη Ρωσία. Χαρακτηριστικά, την περίοδο 2001-2010, η Κίνα διέθεσε 2.5 δισ. δολάρια για αγορά στρατιωτικών εξοπλισμών από τη Ρωσία, ενώ την περίοδο 2011-2020 η αξία των αγορών ρωσικών στρατιωτικών εξοπλισμών έπεσε στα 853 εκατ. δολάρια – γεγονός που υποδεικνύει την ολοένα και αυξανόμενη ικανότητα της Κίνας να παράγει εξελιγμένα οπλικά συστήματα, λόγω της πληθώρας επενδύσεων του κινεζικού κράτους στον τομέα της Έρευνας και Ανάπτυξης (Ε&Α).
Εξάλλου, οι κοινές στρατιωτικές ασκήσεις δίνουν τη δυνατότητα στη Ρωσία και την Κίνα να επιδείξουν τις αυξανόμενες στρατιωτικές ικανότητές τους και την ισχυροποίηση των δεσμών της αμυντικής συνεργασίας τους στη διεθνή κοινότητα και κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Ακόμη περισσότερο, παρατηρείται ενίσχυση των αμυντικών τους δεσμών στo πλαίσιo του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάη (ΟΣΣ), με απώτερο σκοπό την περαιτέρω σύγκληση συμφερόντων και την αμοιβαία παρακολούθηση των στρατιωτικών κινήσεων και ικανοτήτων αμφότερων των μερών.
Η σινορωσική συμφωνία για τεχνική συνεργασία στον αμυντικό τομέα και το εμπόριο αμυντικού εξοπλισμού έχουν βοηθήσει αρκετά στη σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ των δύο κρατών και στην επίτευξη, ως έναν βαθμό, των στόχων της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής, αναφορικά με τη διασφάλιση της εθνικής ασφάλειας και κυριαρχίας, όπως και την εδραίωση της Ρωσίας ως κέντρου επιρροής στο σημερινό διεθνές σύστημα, στο πλαίσιο διεθνών οργανισμών (ΟΣΣ). Επιπλέον, καθώς η σινορωσική αμυντική συνεργασία επεκτείνεται, στέλνεται και ένα εσκεμμένο μήνυμα στη Δύση και ιδιαίτερα στις Η.Π.Α. και το ΝΑΤΟ: οι δύο χώρες δε βλέπουν η μία την άλλη ως βραχυπρόθεσμη απειλή για την ασφάλειά τους.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
-
Σωτηροπούλου, Παρασκευή. «Στρατηγική Συνεργασία Ρωσίας – Κίνας: Ενέργεια και Άμυνα», Πανεπιστημιο Πειραιώς, Σχολή Οικονομικών, Επιχειρηματικών και Διεθνών Σπουδών, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών, 2018.
-
How Dominant is China in the Global Arms Trade?, China Power Project, Center for Strategic and International Studies, 2021, διαθέσιμο εδώ