Της Σοφίας Τάνα,
Τα παραμύθια αποτελούν αδιαφιλονίκητα μία μαγική, νεραϊδένια πύλη, όπου πασπαλίζοντας τα παιδιά με στάλες χρυσόσκονης και εξοπλίζοντάς τα, με όνειρα και διαμαντένια όπλα, τα βοηθούν να κατακτήσουν τη χώρα της φαντασίας. Όλοι με λαχτάρα λησμονούμε τα παιδικά αυτά παραμύθια, με τους πελώριους γίγαντες και τα ”happy endings”, ευχόμενοι να παραμείνουμε για πάντα παιδιά, ελπίζοντας εν τέλει στο μοναδικά ταιριαστό σε μας ”happily ever after”. Οι αγωνιωδώς υποψήφιοι πρωταγωνιστές των παραμυθιών, είτε επιζητούν ιστορίες αφιερωμένες σε μάχες, ήρωες με υπεράνθρωπα μυθώδεις δυνάμεις και δράση, ενώ άλλοι προτιμούν παραμύθια βγαλμένα από τη ζωή, με την ατέρμονη λαίλαπα του συναισθηματισμού και των κορομηλένιων δακρύων.
Πολλές φορές, όμως, ο σουρεαλισμός που κατακλύζει τις καλογραμμένες ιστορίες και η παντελής έλλειψη δυστοπίας που τα χαρακτηρίζει στο τέλος, θέτουν φραγμούς στους μικρούς αναγνώστες, χαλιναγωγώντας τη φαντασία τους και κατακρεουργώντας την αυτενέργειά τους. Παράδειγμα που λειτουργεί ως σήμα κατατεθέν της παραπάνω άποψης αποτελεί και το λεγόμενο «Σύνδρομο της Σταχτοπούτας».
Το κοινωνικό αυτό φαινόμενο, όπως άλλωστε μαρτυρά και το όνομά του, αναφέρεται στις περιπτώσεις ταύτισης των γυναικών, με την πρωταγωνίστρια του παραμυθιού. Πληθώρα γυναικών, ακολουθώντας το πρότυπο της ξανθιάς πανέμορφης μελλοντικής πριγκίπισσας, τείνουν να αφήνουν τα δυσπρόσιτα μονοπάτια που καλούνται να εξερευνήσουν στη ζωή τους, ακολουθώντας το παράδειγμα της Σταχτοπούτας. Η νονά της Σταχτοπούτας χτυπώντας το μαγικό της ραβδάκι με την κρυσταλλένια άκρη και ψελλίζοντας μελωδικά το μαγικό της, της προσφέρει απλόχερα και ανώδυνα οτιδήποτε θα της φανεί χρηστικό προκειμένου να παρευρεθεί στο χορό, καρτερώντας μία συνάντηση με τον πρίγκιπά της. Αν το αφουγκραστούμε λογικά, εύκολα θα συλλογιστούμε πως η συνάντηση αυτή δίνει ένα έναυσμα με στόχο τη περεταίρω κλιμάκωση. Πιο συγκεκριμένα, η Σταχτοπούτα καρτερικά περίμενε τον πρίγκιπά της σε όλη της τη ζωή, προκειμένου να αποκτήσει μία καθημερινότητα γεμάτη ανέσεις, αποστασιοποιώντας την ταυτόχρονα από το κολαστήριο και τη μιζέρια που ζούσε μέχρι τότε. Πάντα όμως υπάρχει και ένα τίμημα. Προκειμένου η Σταχτοπούτα να αποκτήσει μία δαψιλή ζωή, γεμάτη από αφειδή υλικά αγαθά και υπέρτατες ανέσεις, χάνει την ηθική ευχαρίστηση και τη δυνατότητα, να πλέξει μόνη της το εγκώμιο της, μη γνωρίζοντας ποτέ αν θα μπορούσε εις τη χείριστη των περιπτώσεων να τα καταφέρει μόνη της. Έτσι, το φαινόμενο της Σταχτοπούτας, αγκαλιάζει θερμά τις γυναίκες που προσμένουν αδιάκοπα και αδιάλειπτα κάποιου είδους γενικευμένης βοήθειας ως μάνα εξ ουρανού, αδυνατώντας να σταθούν στα δικά τους πόδια, να λάβουν τις δικές τους αποφάσεις και εν τέλη να πάρουν τις ζωές τους στα χέρια τους.
Όμως, καμία δεν λαμβάνει υπ’ όψιν ότι και η Σταχτοπούτα ακολουθεί απλώς μία σειρά άλλων παραμυθιών. Ποιος μπορεί να εγγυηθεί ότι μετά από τον ολοκληρωτικά παραμυθένιο γάμο, με τον αψεγάδιαστο πρίγκιπα, η ζωή της Σταχτοπούτας κυλούσε αρμονικά; Ίσως τελικά να μην έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα. Οι ιδεατά φτιαγμένες ιστορίες έρωτος, όπου μία άτυχη κοπέλα βρίσκεται δέσμια της ατυχίας της και αδυνατεί να ξεφύγει από το σκοτεινό γραμμένο ριζικό της χωρίς την ανιδιοτελή προσφορά ενός καλόκαρδου πρίγκιπα, αποτυπώνεται στο υποσυνείδητο του κάθε παιδιού ως ιδεατό, γραμμένο μάλιστα με χρυσά γράμματα. Οι γυναίκες στη σημερινή κοινωνία τείνουν να αναθρέφονται σε περιβάλλοντα που τους φέρονται με ευλαβική προσοχή σαν κρυστάλλινα αντικείμενα. Φυσικά η αξία τους είναι ανεκτίμητη, αλλά τους στερούν έτσι τη δυνατότητα να γίνουν οι ίδιες αφεντικά του εαυτού τους, συνεπάγοντας την εδραίωση λειψών προσωπικοτήτων, με μηδαμινά ψήγματα αυτάρκειας.
Όπως χαρακτηριστικά μάλιστα αναφέρει η Σιμόν Ντε Μπωβουάρ: «οι γυναίκες δέχονται το ρόλο της υποταγής για να αποφύγουν την αγωνία που δημιουργεί η αυθεντική ζωή». Παρόλο, δηλαδή, που ορισμένες γυναίκες καταφέρνουν να συνειδητοποιήσουν την ύπαρξη του γόρδιου δεσμού που τις κρατά εγκλωβισμένες, η λαχτάρα για ανεξαρτησία δεν είναι ικανή να υπερβεί το περίπλοκο ψυχολογικό κομμάτι και το καλά ριζωμένο γνωμικό της κατωτερότητας της γυναικείας φύσης. Ως αποτέλεσμα, η γαλούχηση περί ευθραυστότητας του γυναικείου κόσμου λειτουργεί ως αντίβαρο στην πηγαία ανάγκη του άνδρα να αποδείξει τον ανδρισμό του και να ολοκληρωθεί ως προσωπικότητα, νιώθοντας προστάτης και αναδεικνύοντας την ανωτερότητά του.
Λιθαράκι στην παραπάνω άποψη αποτελεί και η αβάσιμη στερεότυπη θεωρία, που θέλει τις καταξιωμένες γυναίκες του πνεύματος, που διεκδικούν τα δικαιώματά τους και προσπαθούν να χαλιναγωγήσουν την επιρροή που διεκδικούν κάποιοι πάνω τους, ως ψυχρές και απαθείς. Αυτό αποτελεί και μία πληγή, στο αιώνιο ερώτημα που ταλανίζει τις τελευταίες γενιές. Έχει καταφέρει, άραγε, η γυναίκα να πετύχει μετά από τόσες διεκδικήσεις, την αψεγάδιαστη ισότητα μεταξύ των δύο φύλων; Η ανάγκη αυτή των γυναικών να δώσουν οριστικό τέλος στον παραγκωνισμό και στον υποβιβασμό του φύλου τους, έχει ως παράγωγα εντάσεις που εδραιώνονται, σείοντας τα θεμέλια των σχέσεων των δύο αντιμαχόμενων στρατοπέδων και τρέφοντας συνεχώς καινοτόμες έριδες και απάθεια.
Πληθώρα γυναικών, δηλαδή, ανέχονται να ζουν μία καθημερινότητα που ουσιαστικά περιφρονούν, χωρίς να νιώθουν την ανάγκη να συμμεριστούν τα θέλω τους και τα πιστεύω τους, υπομένοντας το ζυγό του εκάστοτε πρίγκιπα/συντρόφου τους, θέτοντας τις ανάγκες τους σε αδράνεια και ενστερνίζοντας στη ζωή τους αυτή τη νέα «κανονικότητα». Με την απόφασή τους όμως αυτή, αδρανοποιούν και ένα κομμάτι του ίδιου τους του εαυτού. Δε θα έχουν δηλαδή τη δυνατότητα να περπατήσουν τα μονοπάτια του εσωτερικού τους κόσμου, κατακτώντας εν τέλη μία πλήρη επίγνωση του ψυχισμού τους. Δε θα έχουν τη δυνατότητα να συνειδητοποιήσουν πως δεν χρειάζονται κάποιον άλλων για να γεμίσουν τα συναισθηματικά τους κενά και για να επιβιώσουν αλώβητες από την αδιάκοπη πάλη που ονομάζεται ζωή. Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος είναι απαραίτητη η περισυλλογή, η αυτογνωσία και η άρνηση παραμονής στην πεπατημένη. Η χειραφέτηση προάγει ένα πρότυπο όπου ο «πρίγκιπας» κάθε «Σταχτοπούτας» πρέπει να ελίσσεται ως επιστέγασμα της προσωπικής της ευτυχίας και όχι δημιουργώντας μία κάλπικη αίσθηση πληρότητας.
Συνοψίζοντας, το σύνδρομο της Σταχτοπούτας αντιπροσωπεύει όλες τις ευνουχισμένες γυναίκες, που ψευδώς αδυνατούν να ανταπεξέλθουν αυτόβουλα στις ανάγκες της κοινωνίας τους, καρτερώντας υπομονετικά την προσφορά του εκάστοτε από μηχανής θεού τους, ως αυθεντία.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Το «Σύνδρομο της Σταχτοπούτας»: Η εξάρτηση από το γοβάκι και ο φόβος της ανεξαρτησίας, protothema.gr, διαθέσιμο εδώ
- Σκόδρα, Ε. (1993). Η ψυχολογία της γυναίκας. Αθήνα: Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα.
- De Beauvoir S. (1952). Le Deuxieme Sexe. France: Gallimard. Μετάφραση: Σιμεοπούλου, Κ. (1989). Το δεύτερο φύλο. Αθήνα: Εκδόσεις Γλάρος.