Του Γιώργου Κοσματόπουλου,
Εντύπωση δημιούργησε το γεγονός ότι η Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και του Κινήματος Αλλαγής επέλεξε να ασκήσει στην κυβέρνηση την πλέον σκληρή αντιπολίτευση. Η Φώφη Γεννηματά επέλεξε να ζητήσει την παραίτηση των Μιχάλη Χρυσοχοΐδη και Νίκου Χαρδαλιά ως έμπρακτη απόδειξη της συγγνώμης Μητσοτάκη για την τεράστια καταστροφή που προκάλεσαν οι πρόσφατες πυρκαγιές στη χώρα μας. Είναι χαρακτηριστικό ότι ως κι ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξης Τσίπρας, πασίγνωστος για την αμετροέπεια και το θράσος του, δεν έθεσε ζήτημα αντικατάστασης της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, σε αυτήν τουλάχιστον την φάση. Σίγουρα, η στάση του υπαγορεύτηκε εν μέρει από το γεγονός ότι ο ίδιος και η κυβέρνησή του βαρύνονται με την πολύνεκρη τραγωδία στο Μάτι. Αυτή είναι, άλλωστε, και η γραμμή των συνεργατών της Γεννηματά που προτάσσουν ως επιχείρημα ότι ο Τσίπρας και το κόμμα του έχουν ένα κυβερνητικό παρελθόν που δεν τους επιτρέπει ν’ ασκούν δυναμική αντιπολίτευση, βάρος το οποίο πέφτει στο Κίνημα Αλλαγής. Τα πράγματα, όμως, δεν είναι τόσο απλά.
Ο μέσος πολίτης δεν περιμένει από το ΠΑΣΟΚ να πάρει τον ρόλο του ΣΥΡΙΖΑ, εφαρμόζοντας τις στρατηγικές του δεύτερου. Αν ήθελε κάτι τέτοιο, θα προτιμούσε τον αυθεντικό εκφραστή της συγκεκριμένης πολιτικής κουλτούρας κι αισθητικής. Θέλει ένα κόμμα που να συνδυάζει τη δυναμική ανάδειξη των σφαλμάτων της κυβέρνησης με τη βαθιά υπευθυνότητα. Είναι, άραγε, δυνατό να θεωρεί κάποιος ότι αν ξαφνικά, όταν η μάχη με τις φλόγες ακόμη μαίνεται, αντικατασταθούν οι πολιτικοί επικεφαλής της προσπάθειας κατάσβεσης, θα υπάρξουν ουσιαστικά καλύτερα αποτελέσματα; Πιο λογικό δεν είναι να δημιουργηθεί περαιτέρω σύγχυση, που θα παρακωλύσει τις επιχειρήσεις, μέχρι οι αντικαταστάτες Χρυσοχοϊδη και Χαρδαλιά να ενημερωθούν για βασικά ζητήματα λειτουργίας του υπουργείου τους; Εύλογα ερωτήματα τα οποία όποιος αποπειράται να θέσει δημοσίως όχι μόνο δεν λαμβάνει αξιόπιστη απάντηση, αλλά πιάνεται, επίσης, στο στόμα και στο πληκτρολόγιο διαφόρων πραιτοριανών της ηγεσίας, περιορισμένης πολιτικής αντίληψης και μηδενικής κοινωνικής αναφοράς. Αυτών που φέρνουν έναν ψηφοφόρο στη Γεννηματά και στο ΚΙΝΑΛ και διώχνουν δέκα με την εν γένει παρουσία τους, ενώ πανηγυρίζουν γιατί δικαιώνει την Πρόεδρο η… Έλενα Ακρίτα.
Την ίδια στιγμή, ο Μητσοτάκης όχι μόνο δεν δίνει σημασία στην πρόταση της Γεννηματά, αλλά κάνει και ρελάνς, ανακοινώνοντας τον πρώην Δήμαρχο Καλαμάτας κι επί σειρά ετών βουλευτή και Υπουργό του ΠΑΣΟΚ, Σταύρο Μπένο, ως επικεφαλής της επιτροπής για την ανασυγκρότηση της Εύβοιας. Κίνηση εντυπώσεων ή/και ουσίας; Μένει να φανεί. Το βέβαιο, όμως, είναι ότι εμπεδώνεται η αντίληψη που θέλει τον σημερινό Πρωθυπουργό «να ψωνίζει από το πάνω ράφι του ΠΑΣΟΚ». Διότι ο Μπένος είναι ο για τρεις συνεχείς θητείες δήμαρχος που έχει ταυτισθεί με την ανοικοδόμηση της Καλαμάτας, μετά τον μεγάλο σεισμό του 1986, και ο επί σειρά ετών επιτυχημένος υπουργός του ΠΑΣΟΚ, που έχει ταυτισθεί με τη δημιουργία των ΚΕΠ, τα οποία αποτέλεσαν τομή στη ιστορία της ελληνικής δημόσιας διοίκησης. Όπως ο Χρυσοχοΐδης είναι ο Υπουργός του ΠΑΣΟΚ που ταυτίσθηκε με την εξάρθρωση της 17ης Νοέμβρη και η Διαμαντοπούλου, η οποία αποτέλεσε πρόταση Μητσοτάκη για την ηγεσία του ΟΟΣΑ, υπήρξε η Υπουργός του ΠΑΣΟΚ, που ταυτίσθηκε με την πρώτη σοβαρή προσπάθεια εκ βάθρων μεταρρύθμισης της Παιδείας μετά τη δεκαετία του ‘80, η οποία συγκέντρωσε, άλλωστε, και τεράστια διακομματική πλειοψηφία στη Βουλή. Το αν η ουσία των πεπραγμένων συμβαδίζει με την επικοινωνιακή τους προβολή είναι προφανώς ζήτημα διαρκούς συζήτησης. Εν πάση περιπτώσει, όμως, ο προσεταιρισμός τέτοιων στελεχών συμβάλλει τα μέγιστα στη στρατηγική Μητσοτάκη ν’ αλώσει το Κέντρο και να δημιουργήσει υποδομή μακροχρόνιας πολιτικής κι εκλογικής ηγεμονίας.
Ποια είναι η επίσημη απάντηση του ΚΙΝΑΛ σε αυτές τις προσχωρήσεις πρώην κορυφαίων στελεχών του στη σημερινή κυβερνητική πλειοψηφία; Πάνω κάτω, αυτή που ήταν και στις αντίστοιχες του ΣΥΡΙΖΑ: «Είναι οπορτουνιστές που εγκαταλείπουν το καράβι στα δύσκολα για την καρέκλα». Σωστό εν μέρει, υπό την έννοια ότι σαφώς η μεταπήδησή τους στη ΝΔ δεν γίνεται υπό την ιδιότητα του μέσου ψηφοφόρου, αλλά υπ’ αυτήν του πολιτικού στελέχους που λαμβάνει υψηλή θέση ως αντάλλαγμα. Από εκεί και πέρα, όμως, η συγκεκριμένη προσέγγιση του φαινομένου μένει στην επιφάνεια: ο Μητσοτάκης δεν κινείται στη λογική με την οποία κινούταν ο Τσίπρας τα πρώτα χρόνια μετά την εκλογική του εκτόξευση ούτε καν τον πρώτο καιρό μετά την πολλαπλή ήττα του το 2019. Τότε η λογική ήταν «μπάτε σκύλοι αλέστε». Η μαζική και χωρίς κριτήρια εισροή πρώην ΠΑΣΟΚων στον ΣΥΡΙΖΑ επιβαλλόταν από την ανάγκη ταχύτατης αύξησης της δύναμης ενός μικρού κόμματος για το οποίο ήταν ζήτημα ύπαρξης να καταπιεί το ΠΑΣΟΚ. Στη συνέχεια, ήταν ζωτικής σημασίας για την πλήρωση θέσεων στον κρατικό μηχανισμό, μιας κι όσες αυταπάτες κι αν είχε ο Τσίπρας, μπορούσε να καταλάβει ότι με τον Καρανίκα, τον Λάμπρου και τους λοιπούς περιθωριακούς τύπους ανύπαρκτης διοικητικής εμπειρίας, δεν μπορούσε να σταθεί.
Στην τρίτη φάση, το τυφλό κύμα μεταγραφών είχε να κάνει με την προσπάθεια ανασυγκρότησης του ΣΥΡΙΖΑ και την απόπειρα δημιουργίας ενός φορέα που θα κάλυπτε το σύνολο της λεγόμενης Κεντροαριστεράς. Ακριβώς, όμως, η πρόχειρη, πιεστική και χωρίς προϋποθέσεις «υιοθεσία» κάθε «ορφανού» πρώην στελέχους του ΠΑΣΟΚ ήταν αυτή που δημιούργησε ένα μπουλούκι που ασχημονούσε και υποσχόταν τα πάντα στους πάντες προεκλογικά, ήταν αυτή που οδήγησε σε παταγώδεις κυβερνητικές αποτυχίες, την «Πρώτη φορά Αριστερά», και είναι κι αυτή που δημιούργησε γκροτέσκο καταστάσεις στη λεγόμενη Προοδευτική Συμμαχία, όπου ως πλέον προβεβλημένο της στέλεχος εμφανίζεται ο Νίκος Μπίστης, η ενσάρκωση της πολιτικής φαιδρότητας και ανυποληψίας. Ο Τσίπρας, επίσης, δεν έπαψε ποτέ να έχει και την εξ αριστερών πολιορκία εντός κι εκτός κόμματος, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να προσεγγίσει αξιόλογες προσωπικότητες του προοδευτικού χώρου οι οποίες ξέρουν ότι τελούν υπό την επίβλεψη του… Πολάκη και υπό την αίρεση των δημοκοπικών επιδόσεων ΚΚΕ και Βαρουφάκη.
Από την άλλη, ο Μητσοτάκης, την ώρα που ουσιαστικά δεν κινδυνεύει από εκ δεξιών διαρροές, θέτει ως αντίβαρο στον κάθε Άδωνι, Βορίδη, Πλεύρη, τον Χρυσοχοίδη, τη Διαμαντοπούλου, τον Μπένο, διεισδύοντας σ’ ένα ακροατήριο μ’ έντονα αντι-ΣΥΡΙΖΑ χαρακτηριστικά και μ’ έναν Κεντρώο/Κεντροαριστερό προσανατολισμό που βασικά επιθυμεί πέραν των ιδεολογικών αντιπαραθέσεων την πρακτική και λογική επίλυση ζητημάτων που έχουν κακοφορμίσει πλέον (ασφάλεια, λειτουργία ΑΕΙ κ.λπ). Σημαντικό ρόλο, επίσης, παίζει και το γενικότερο προφίλ των ατόμων που ενσωματώνονται στη ΝΔ. Με όλα τ’ αρνητικά τους, οι προαναφερθέντες πρώην ΠΑΣΟΚοι δεν είναι ούτε Τζουμάκας ούτε Κοτσακάς ούτε Ραγκούσης ούτε Πάντζας. Επιπλέον, ο σημερινός Πρωθυπουργός διαπραγματεύεται την πρόσδεση στο άρμα του των συγκεκριμένων ατόμων από θέση ισχύος: όντας αρχηγός ενός παραδοσιακού κόμματος εξουσίας κι αφού είναι ήδη επικεφαλής μιας αυτοδύναμης κυβέρνησης, ενώ συνεχίζει να διατηρεί ευρύτατο δημοκοπικό προβάδισμα. Έχει έτσι τη δυνατότητα να παίρνει πολλά (επικοινωνιακά τουλάχιστον) από τις συγκεκριμένες μεταγραφές, δίνοντας όσο το δυνατόν λιγότερα ανταλλάγματα.
Καλό θα είναι, λοιπόν, εντός του Κινήματος Αλλαγής, του ΠΑΣΟΚ κατά βάση, να εξεταστεί η κατάσταση που έχει δημιουργηθεί με όρους ιδεολογικοπολιτικούς και ιστορικούς και πάνω απ’ όλα με ψυχραιμία και σοβαρότητα. Να τοποθετηθούν όλοι οι υποψήφιοι Πρόεδροι και να μας καταθέσουν τις απόψεις τους σχετικά με το γιατί έχει δημιουργηθεί στην κοινή γνώμη η εντύπωση ότι αξιόλογα στελέχη εγκαταλείπουν τον χώρο. Να μας ενημερώσουν, επίσης, για το πώς σκέφτονται να αντιστρέψουν αυτό το κλίμα. Αν δεν δοθούν άμεσα αξιόπιστες απαντήσεις, η βλάβη κινδυνεύει να καταστεί ανήκεστος. Και μετά από τις μεγάλες πληγές που άνοιξε ο Τσίπρας αλλά και διάφοροι άλλοι στο ΠΑΣΟΚ, να ρίξει ο Μητσοτάκης τη χαριστική βολή.