13.5 C
Athens
Τετάρτη, 18 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΔελτίο Νομολογιακής Επικαιρότητας Αυγούστου

Δελτίο Νομολογιακής Επικαιρότητας Αυγούστου


Της Συμέλας Θεοδοσιάδου,

Σε συνέχεια προηγούμενων συναφών άρθρων, θα παρουσιαστούν συνοπτικά δύο αποφάσεις των Ανωτάτων Ακυρωτικών Δικαστηρίων της χώρας, ήτοι του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου, οι οποίες εκδόθηκαν κατόπιν ασκήσεως των απαιτούμενων ενδίκων μέσων, αναλόγως τη δικαιοδοσία. Πιο συγκεκριμένα πρόκειται για τις εξής αποφάσεις:

ΣτΕ 421/2021: Πρόκειται για εκδίκαση αιτήσεως του άρθρου 53 του Ν. 4055/2012 περί «Δίκαιης δίκης και εύλογης διάρκειας αυτής». Η διάταξη αυτή, αλλά και όλο το Δ’ Κεφάλαιο που ορίζει τα σχετικά με τη διοικητική δικαιοδοσία, εδράζεται στο άρθρο 6§1 της Ε.Σ.Δ.Α. που περιγράφει το δικαίωμα στην χρηστή απονομή της δικαιοσύνης και το οποίο κατ’ αρχήν εφαρμόζεται σε αστικού ή ποινικού χαρακτήρα δίκες· όπως μνημονεύεται στο σώμα της απόφασης, εφαρμογή στις διοικητικές δίκες έχει όταν συναρτώνται με δίκες αστικές ή ποινικές, όπως προαναφέρθηκε. Όπως αναφέρεται και στη δικαστική απόφαση, ratio της θέσπισης του ενδίκου αυτού βοηθήματος, ήτοι της αιτήσεως περί δίκαιης ικανοποίησης λόγω της υπέρβασης του ευλόγου χρόνου είναι η ηθική ικανοποίηση του αιτούντος προσώπου, διότι λόγω της καθυστέρησης της απονομής της δικαιοσύνης και της κρίσης επί της ενδίκου διαφοράς, στην οποία εμπλέκεται, παραβιάζεται το δικαίωμά του στην ταχεία και αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης, εν προκειμένω της διοικητικής δικαιοσύνης. Μάλιστα, όπως αναφέρονται στο άρθρο 57§1 του Ν. 4055/2012, το επιλαμβανόμενο Δικαστήριο, κατά την κρίση του συνεκτιμά και τους τέσσερις εξής παράγοντες:

α) τη συμπεριφορά των διαδίκων κατά την εξέλιξη της δίκης, για την οποία παραπονείται ότι η διάρκειά της υπερέβη την εύλογη διάρκεια, διότι αν η καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης οφείλεται σε υπαιτιότητα και δικονομικούς χειρισμούς του διαδίκου-αιτούντος της δίκαιης ικανοποίησης λόγω της υπερβάσεως του ευλόγου χρόνου, τότε γίνεται φανερό ότι εκ προοιμίου η αίτησή του θα απορριφθεί λόγω μη συνδρομής εννόμου συμφέροντος.

β) την πολυπλοκότητα των τιθέμενων νομικών ζητημάτων, καθώς είναι φυσικό όταν τα νομικά ζητήματα που τίθενται εν όψει μίας δικαστικής διαφοράς είναι από πρωτόγνωρα έως και ιδιαιτέρως περίπλοκα, το Δικαστήριο να πρέπει να έχει χρονικό διάστημα πρόσφορο, ώστε να αναπτύξει μία εμπεριστατωμένη άποψη, ικανή να το οδηγήσει σε δικαστική κρίση, κατόπιν κατάλληλης επεξεργασίας του πραγματικού καθεστώτος. Επίσης, η πολυπλοκότητα συναρτάται και από την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem, η οποία σαν ζήτημα ανακύπτει συνήθως όταν σωρεύονται ποινικές και διοικητικές κυρώσεις.

γ) τη στάση των αρμόδιων κρατικών αρχών, καθώς όπως είναι γνωστό, όταν πρόκειται για ζητήματα που εξαρτώνται από τη Διοίκηση εν γένει, αυτή φέρει θέση υπεροχής έναντι του διοικουμένου, η οποία εκδηλώνεται και από το εκτεταμένο χρονικό διάστημα το οποίο διαθέτει, ώστε να απαντήσει στον ενδιαφερόμενο.

δ) το διακύβευμα της υπόθεσης για τον αιτούντα, το οποίο κρίνεται από τον αντίκτυπο της υπόθεσης στην επαγγελματική, οικονομική και εν γένει σε όλες τις πτυχές της ζωής του, με σκοπό την διαβίωσή του.

Πηγή Εικόνας: pexels.com

Εν προκειμένω, η αιτούσα είχε εμπλακεί σε υπόθεση φορολογική, άρα μη συναρτώμενη με αστική ή ποινική δίκη, με τη Διοίκηση να της επιβάλει δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις και πρόσθετα τέλη λόγω λαθρεμπορίας. Εντούτοις, ήταν παραδεκτή και συναρτώμενη με ποινική δίκη, στην οποία είχε αθωωθεί αμετακλήτως από τις αντίστοιχες ποινικές κατηγορίες της λαθρεμπορίας και της πλαστογραφίας. Παρά την αμετάκλητη αθώωσή της, στη διοικητική δικαιοδοσία το δικάσαν ως Εφετείο με αντικείμενο το επιβληθέν φορολογικό πρόστιμο, διέγνωσε την ποινική της ευθύνη, οδηγώντας την αιτούσα στην άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως το 2009, με προσδιορισμό δικασίμου το 2010. Ωστόσο, επήλθαν αλλεπάλληλες αναβολές -αυτεπαγγέλτως- της συζητήσεως της υπόθεσης, με την δυνατότητα χορήγησης επικυρωμένου αντιγράφου της απόφασης στις 31.3.2020. Εν όψει όλων των εκτεθέντων αυτών, κρίθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας, ότι τα δέκα έτη που μεσολάβησαν για τη διεκπεραίωση της υπόθεσης ήταν υπέρβαση του ευλόγου χρονικού διαστήματος για την απονομή της δικαιοσύνης σε μία τέτοια υπόθεση, καθώς όπως κρίθηκε, η αιτούσα δεν έφερε οιαδήποτε υπαιτιότητα στην επιβράδυνση αυτήν. Αλλά ούτε η υπόθεση παρουσίασε τέτοιο βαθμό πολυπλοκότητας που να δικαιολογεί τη δεκαετία εκκρεμοδικίας, καθώς το πραγματικό καθεστώς της ήταν εκκαθαρισμένο και σαφές, ενώ περί της αρχής ne bis in idem ήδη όλο αυτό το διάστημα είχε αναπτυχθεί σχετική νομολογία που επέλυε τα κρίσιμα ζητήματα. Η αίτηση περί δίκαιης ικανοποίησης λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της δίκης έγινε μερικώς δεκτή, ενώ απερρίφθη σε ισχυρισμούς της αιτούσας όπως ο προσδιορισμός του ύψους της ηθικής ικανοποίησης.

ΑΠ (τμ. Ε’ ποιν.) 309/2021: Στην εξεταζόμενη υπόθεση, ο Άρειος Πάγος συνήλθε σε Συμβούλιο, προκειμένου να αποφανθεί περί της αναιρέσεως ή μη του υπ. αριθμ. 345/2020 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Σερρών, κατόπιν σχετικής αιτήσεως του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου. Στο προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Σερρών απεφάνθη υπέρ της οριστικής παύσης της ποινικής δίωξης για τους κατηγορουμένους, αναφορικά με το έγκλημα της απιστίας από κοινού και κατ’ εξακολούθηση με περιουσιακή ζημία, η οποία υπερβαίνει το ποσό των 120.000€, που φέρονται ότι τέλεσαν το έτος 2006 σε βάρος ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας και της άμεσης συνέργειας στο ως άνω έγκλημα, που αποδόθηκε στον τέταρτο κατηγορούμενο. Το έγκλημα της απιστίας θεμελιώνεται στον ισχύοντα πλέον Π.Κ. στο άρθρο 390§1 ως εξής: «Όποιος κατά παράβαση των κανόνων επιμελούς διαχείρισης προκαλεί εν γνώσει βέβαιη ζημία στην περιουσία άλλου, της οποίας βάσει του νόμου ή δικαιοπραξίας έχει την επιμέλεια ή διαχείριση (ολική ή μερική ή μόνο για ορισμένη πράξη), τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή. Αν η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή».

Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 405§1 του νέου Π.Κ., που τέθηκε σε εφαρμογή με το Ν. 4637/2019. Βάσει αυτού, προβλέπεται ότι: «Για την ποινική δίωξη των εγκλημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 386 παρ. 1, 386Α παρ. 1 και 2, 387, 389, 390 παρ. 1 εδ. α΄, 394, 397 και 404 απαιτείται έγκληση. Για την ποινική δίωξη των εγκλημάτων που προβλέπονται στο άρθρο 390 παράγραφος 1 εδάφιο β΄ αν η απιστία στρέφεται άμεσα κατά πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος ή επιχειρήσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα απαιτείται έγκληση». Προσέτι, δυνάμει του άρθρου 464 του ισχύοντος πλέον ΠΚ προκειμένου για εκκρεμείς δίκες που έχουν ανοίξει χωρίς την υποβολή εγκλήσεως με αντικείμενο πράξεις για τη δίωξη των οποίων απαιτείται έγκληση στον παρόντα Κώδικα, ενώ διώκονταν αυτεπαγγέλτως υπό το προϊσχύσαν δίκαιο, συνεχίζονται, εφόσον ο δικαιούμενος να υποβάλει έγκληση δηλώσει εντός τεσσάρων μηνών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος ότι επιθυμεί την πρόοδό τους. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, λοιπόν, έχοντας ακούσει και τη σχετική εισαγγελική πρόταση, ελλείψει σχετικής νομότυπης εγκλήσεως από το (νόμιμο ή καταστατικό) αρμόδιο όργανο της τραπεζικής εταιρείας έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη λόγω της εξάλειψης του αξιοποίνου της πράξεως που επέρχεται από την άνω αναφερθείσα έλλειψη, όπως ορίζει και το άρθρο 117 Π.Κ.

Πηγή Εικόνας: pexels.com

Στους προβαλλόμενους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, το Ανώτατο Ακυρωτικό δε διέγνωσε πως η κατ’ έγκληση δίωξη κακουργηματικής απιστίας αμέσως εις βάρος κατά πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος ή επιχειρήσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα αποτελεί υποκρύπτουσα συγκεκαλυμμένη αμνηστία, αλλά απλώς έναν πρόσθετο όρο. Εξάλλου, δεν έρχεται σε αντίθεση καθ΄ οιονδήποτε τρόπο με την αρχή της ισότητας και της ίσης μεταχείρισης αναφορικά με στελέχη άλλων ανώνυμων εταιρειών, διότι πρόκειται για ανόμοιες περιπτώσεις. Για αυτόν τον λόγο, το Ανώτατο Ακυρωτικό διέγνωσε με αυτήν του την απόφαση την ορθότητα του χειρισμού και της απόφασης του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Σερρών, απορρίπτοντας την αίτηση του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου για την αναίρεση του προσβαλλόμενου βουλεύματος.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Οι αποφάσεις είναι διαθέσιμες στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Συμέλα Θεοδοσιάδου
Συμέλα Θεοδοσιάδου
Είναι απόφοιτη της Νομικής του ΑΠΘ και αυτό το διάστημα είναι ασκούμενη δικηγόρος. Από ξένες γλώσσες, κατέχει άριστη γνώση της αγγλικής. Έχει παρακολουθήσει ημερίδες και συζητήσεις με νομικό περιεχόμενο. Μέσα από την αρθρογραφία, ευελπιστεί ότι θα κατανοήσει, διευρύνει κι ερευνήσει περαιτέρω το αντικείμενο σπουδών της. Στον ελεύθερό της χρόνο, ανάμεσα στις ασχολίες της, ξεχωρίζει τη δραστηριοποίησή της ως ενεργού μέλους φοιτητικού πολιτιστικού συλλόγου της Θεσσαλονίκης. Συμμετέχει στο εγχείρημα του OffLine Post αρθρογραφώντας κυρίως με νομικό άξονα.