Του Παναγιώτη Στρίκου,
«Το βάρος της πεταλούδας» είναι ένα ευρέως γνωστό βιβλίο του Erri De Luca, το οποίο αποτυπώνει με έντονο τρόπο τη μοναχική ζωή δύο διαφορετικών ειδών: του ανθρώπου και του αγριόγιδου. Το μόνο που τους ενώνει είναι η μοναξιά τους. Αποχώρησαν από τις κοινωνικές τους ομάδες, καθώς το πνεύμα τους δεν συμβιβαζόταν με τις συμβάσεις των συνόλων. Η μοναξιά τους δεν πήγαζε από την κοινωνική απομόνωση αλλά από συνειδητή επιλογή. Όταν οι μυρωδιές σου, οι γεύσεις σου και οι συγκινήσεις σου διαφέρουν, τότε δύσκολα περιορίζεις τον εκλεπτυσμό που σε διακρίνει για να ταιριάξεις μέσα στους πολλούς.
Στο έργο κυριαρχεί το στοιχείο της φύσης, με τον συγγραφέα να αποτυπώνει έντονα και ζωηρά την ατόφια και άγρια ομορφιά της σε κάθε σελίδα. Ας δούμε, όμως, το ταξίδι των δύο κεντρικών ηρώων από την αρχή.
Η μάνα και η αδερφή του αγριόγιδου, του οποίου την πορεία ακολουθούμε, είχαν φύγει νωρίς. Νικήθηκαν από τους δύο θανάσιμους εχθρούς που είχε αντιμετωπίσει ποτέ το είδος τους, τον αετό και τον άνθρωπο. Ο «ήρωας» του βιβλίου, αγριόγιδο επιβλητικό, μοναχικό και αγέρωχο, μεγάλωσε μόνος του. Η κυριαρχική του ορμή τον έκανε βασιλιά της αγέλης σε μια μονομαχία. Κάτω από τον συννεφώδη ουρανό και πάνω στο φρέσκο χιόνι τα αγριόγιδα ξεκοιλιάζονταν για κυριαρχία, με τον ηττημένο να καταλήγει έρμαιο στις πεινασμένες, μαύρες φτερούγες που πετούσαν στον αιθέρα.
Όταν επανερχόταν η ειρήνη στο βασίλειό τους, μονάχα ο αετός και ο άνθρωπος ήταν ικανοί να επιφέρουν τον θάνατο. Ο βασιλιάς των αγριόγιδων, όμως, δεν τους φοβόταν. Επιβίωνε μόνος του, μακριά από την ασφάλεια της αγέλης. Τα βράδια κρυβόταν μέσα σε καταφύγια, κουφαλιασμένα δέντρα και απόμακρα βράχια που ακροβατούσαν στο κενό. Κανείς δεν μπορούσε να τον ακολουθήσει, να προβλέψει την επόμενη κίνησή του. Ήταν ικανός να αντιμετωπίσει τον αετό και την πιο ύπουλη κατασκευή του ανθρώπου, την σκανδάλη.
Μια χειμωνιάτικη μέρα, όμως, ξύπνησε κουρασμένος, παραδομένος στην ακατάπαυστη δύναμη του χρόνου. Αισθάνθηκε πως πλησίαζε το τέλος της κυριαρχίας του, πως θα την έκλεβε ένα νεότερο και δυνατότερο αρσενικό. Δυνατότερο μόνο στις οπλές, όχι στο πνεύμα. Η καρδιά του αναγνώρισε την παρακμή. Έπρεπε να εξαφανιστεί από την αγέλη πριν τα γηρατειά του ηττηθούν από τη νιότη. Μια νιότη που δεν άξιζε την εξουσία της αγέλης, διότι οι άρχοντες επιβάλλεται να καθοδηγούν τους αρχόμενους με διανοητική ευστροφία και οξυδέρκεια, όχι με μυϊκή δύναμη. Πλέον, παρατηρώντας από μακριά την αγέλη του, το αγριόγιδο ανηφόρισε αναζητώντας τον φονιά της μάνας του και της αδερφής του.
Το αντίπαλον δέος του ήρωά μας είναι ένας άντρας γύρω στα εξήντα, που είχε σκοτώσει πάνω από τρακόσια αγριόγιδα. Κυνηγούσε για τα γεύματα των εκδρομέων, των αναρριχητών και των χιονοδρόμων. Είχε μεταφέρει τη ζωή του στο παράνομο κυνήγι, καθώς τα επαναστατικά χρόνια, την εποχή της νιότης του, του είχαν ταράξει το πνεύμα. Αποτραβήχτηκε στα βουνά. Διέμενε σε εγκαταλειμμένα καλύβια στο βουνό και σε πέτρινα σπίτια μέσα στο δάσος. Παρατηρούσε τα σύννεφα να έρχονται και να φεύγουν, ρίχνοντας το βάρος του χρόνου στις πλάτες του. Έκοβε ξύλα για να ζεσταθεί από το λευκό, φρέσκο χιόνι, το οποίο ξάπλωνε στο έδαφος. Ένας άντρας μοναχικός και στερημένος από τη γυναικεία συντροφιά. Το άγγιγμα μιας γυναίκας είναι αίμα ζεστό, ζωντανό. Αυτός είχε στερηθεί αυτή την ηδονή. Είχε προτιμήσει τη γαλήνη του βουνού και τον ήχο των ποταμών.
Έβαλε στόχο να βρει τον περιβόητο βασιλιά των αγριόγιδων. Ήταν ικανός να αναζητήσει στα πιο δύσβατα μονοπάτια, εκεί όπου μόνο οι δύο τους θα ήταν ικανοί να βαδίσουν. Εκείνος, με όπλο το ντουφέκι του, το αγριόγιδο με τις οπλές του και τα κέρατά του, θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν ο ένας τον άλλο. Δύο μέλη –από διαφορετικά είδη– μοναχικά, πειραματίστηκαν μέσα στον χρόνο και τώρα αποχωρούν.
«Μια λευκή πεταλούδα στάθηκε στην κάννη του όπλου και άλλη μια στο ματωμένο κέρατο του αγριόγιδου.»