Του Βασίλη Πλαΐτη,
Κατά το Μεσοπόλεμο, η Ελλάδα γνώρισε πολλά πραξικοπήματα στρατιωτικών, αρκετά εκ των οποίων πέτυχαν και κατέληξαν σε δικτατορίες. Ένα εξ αυτών ήταν και το κίνημα του Θεόδωρου Πάγκαλου, ο οποίος ανήλθε στην εξουσία τον Ιούνιο του 1925. Ωστόσο, στο παρόν κείμενο δε θα εξεταστεί η πορεία του καθεστώτος Πάγκαλου, αλλά, κυρίως, η πραξικοπηματική ανατροπή του από τον, επίσης φιλόδοξο στρατιωτικό, Γεώργιο Κονδύλη, τον Αύγουστο του 1926, καθώς και τις πολιτικές διεργασίες που την ακολούθησαν.
Ωστόσο, προτού περάσουμε στην ανατροπή του καθεστώτος Πάγκαλου από τον Κονδύλη, πρέπει να αναφερθούμε και στις πολιτικές εξελίξεις των ετών 1925-1926, κατά τα οποία ο Πάγκαλος έγινε δικτάτορας και κυβέρνησε τη χώρα αυταρχικά. Μετά από μια παρατεταμένη περίοδο πολιτικής αστάθειας, ο Πάγκαλος ανέτρεψε χωρίς ουσιαστική αντίσταση την κυβέρνηση του Ανδρέα Μιχαλακόπουλου, στις 25 Ιουνίου 1925, παρότι ήταν ευρέως γνωστό ότι ετοίμαζε πραξικόπημα. Στις 30 Ιουνίου, η κυβέρνηση Πάγκαλου έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή, σε μια απέλπιδα προσπάθεια του Αλέξανδρου Παπαναστασίου να δεσμεύσει το στρατιωτικό σε κοινοβουλευτικούς κανόνες. Αυτή η προσπάθεια απέτυχε, καθώς ο Πάγκαλος διέλυσε τη Βουλή στις 29 Σεπτεμβρίου, χωρίς να ορίσει ημερομηνία διεξαγωγής νέων εκλογών, δημιουργώντας, έτσι, μια κατάσταση δικτατορίας, η οποία κηρύχθηκε μόλις στις 4 Ιανουαρίου 1926.
Η δικτατορία Πάγκαλου χαρακτηρίστηκε από τις αυταρχικές της πρακτικές εναντίον των πολιτικών της αντιπάλων (διώξεις, φυλακίσεις, εξορίες), τον ανούσιο, και ενίοτε γελοίο, συντηρητισμό του, π.χ. με τον ορισμό του μήκους της φούστας των γυναικών και την κάκιστη εξωτερική της πολιτική (ελληνογιουγκοσλαβική συμφωνία του 1926, «επεισόδιο του Πετριτσίου»). Ως αποτέλεσμα όλων των παραπάνω, το καθεστώς ήταν ιδιαίτερα αντιδημοφιλές. Επίσης, δεν είχε και κανένα πολιτικό έρεισμα, μετά την παραίτηση του Παύλου Κουντουριώτη από την Προεδρία της Δημοκρατίας (18/3/1926) και την εκλογή του Πάγκαλου ως μοναδικού υποψηφίου (4/4/1926). Ο αντικαταστάτης του Πάγκαλου στην πρωθυπουργία ήταν ο γηραιός πολιτικός Αθανάσιος Ευταξίας (19/7/1926).
Παρά τις προσπάθειες του Πάγκαλου να γαντζωθεί από την εξουσία, ο πολιτικός κόσμος συνασπίστηκε εναντίον του, κάτι πολύ σπάνιο για τα δεδομένα του Μεσοπολέμου. Για παράδειγμα, πρότειναν κοινό υποψήφιο στις προεδρικές εκλογές του Απριλίου 1926, το μετριοπαθή Κωνσταντίνο Δεμερτζή, ο οποίος τελικά δεν κατέβηκε στις εκλογές. Επίσης, στις αρχές του Αυγούστου 1926, εμφανίστηκαν διάφορα κινήματα περιορισμένης έκτασης, συνήθως εντοπισμένα σε μια συγκεκριμένη περιοχή, π.χ. Κρήτη, Κόρινθος, τα οποία καταπνίγηκαν εύκολα από τον κρατικό μηχανισμό. Έτσι, αναμενόταν μια κίνηση κατά του καθεστώτος, την οποία ο Πάγκαλος προσπάθησε να προλάβει. Συνέλαβε τον Γεώργιο Καφαντάρη, τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου, τον Ιωάννη Μεταξά και άλλους στρατιωτικούς και πολιτικούς, που θεωρούσε υπόπτους για κίνημα εναντίον του. Θεωρώντας ότι είχε αποφύγει τα χειρότερα, έφυγε για διακοπές στις Σπέτσες.
Όμως, δεν κατάφερε να αποτρέψει ένα πραξικόπημα, από τον Γεώργιο Κονδύλη, που είχε ήδη προσπαθήσει να τον ανατρέψει το Φλεβάρη, χωρίς επιτυχία. Παρότι φυλακίστηκε, ο Κονδύλης έλαβε χάρη από τον Πάγκαλο τον Απρίλιο, επειδή υποστήριξε την εκλογή του ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Έκτοτε, ο Κονδύλης κινήθηκε προσεκτικότερα, ώστε να βρει έμπιστους συμμάχους και να καταφέρει να ανατρέψει τον Πάγκαλο. Για αυτόν τον λόγο, προσέγγισε στρατιωτικούς στο περιβάλλον του δικτάτορα, όπως το Ναπολέοντα Ζέρβα, διοικητή του Β’ Δημοκρατικού Τάγματος, το Δημήτριο Κοκκαλά, αρχηγό της Χωροφυλακής, τον Παλαιολόγου, φρούραρχο Αθηνών και τον Ιωάννη Γρηγοράκη, Υφυπουργό Συγκοινωνίας. Όμως, για να πετύχει το κίνημα, έπρεπε να επιβεβαιωθεί η στήριξη του διοικητή του Α’ Δημοκρατικού Τάγματος, του Βασίλειου Ντερτιλή, κάτι που έγινε στις 19 Αυγούστου. Συμφωνήθηκε ότι ο Κονδύλης θα ήταν επικεφαλής του κινήματος, ότι θα συγκροτούσε κυβέρνηση και θα προκήρυσσε εκλογές εντός 45 ημερών, στις οποίες δεν θα συμμετείχε. Αφορμή του κινήματος αποτέλεσε η δυσμενής ελληνογιουγκοσλαβική συμφωνία.
Όλα ήταν έτοιμα για το πραξικόπημα, το οποίο εκδηλώθηκε τα ξημερώματα της 22ης Αυγούστου. Το Α’ και το Β’ Δημοκρατικό Τάγμα, υπό τη διοίκηση του Ντερτιλή και του Ζέρβα αντίστοιχα, κινήθηκαν για να καταλάβουν τα κτίρια-κλειδιά: Υπουργείο Στρατιωτικών, Φρουραρχείο και Μέγαρο ΤΤΤ (Τηλεφωνία – Ταχυδρομεία – Τηλεγραφία). Ταυτόχρονα, το Δ’ Δημοκρατικό Τάγμα, που δεν είχε προσχωρήσει στο κίνημα, έλαβε θέση στο λόφο του Λυκαβηττού εναντίον των πραξικοπηματιών. Ωστόσο, οι κινηματίες κινήθηκαν γρήγορα, καταλαμβάνοντας το Υπουργείο Στρατιωτικών, το αεροδρόμιο Τατοΐου και τον αερολιμένα Φαλήρου, ενώ ενισχύθηκαν από διάφορες στρατιωτικές δυνάμεις της πρωτεύουσας, που τάχθηκαν στο πλευρό τους. Βλέποντας την κατάσταση, ο Υπουργός Στρατιωτικών, Χαράλαμπος Τσερούλης, ο οποίος είχε ήδη συλληφθεί από τον Κονδύλη, διαμήνυσε στον Τζανέτο ότι οποιαδήποτε αντίσταση ήταν ανούσια, με το Δ’ Δημοκρατικό Τάγμα να παραδίδεται το μεσημέρι της ίδιας ημέρας. Μέσα σε λίγες ώρες, το καθεστώς Πάγκαλου ανετράπη, με τον Κονδύλη να γίνεται κύριος της καταστάσεως, να καλεί τον Παύλο Κουντουριώτη να επιστρέψει στο αξίωμά του και να διατάσσει την απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων.
Ωστόσο, ακόμη δεν είχε συλληφθεί ο Πάγκαλος, ο οποίος βρισκόταν στις Σπέτσες και είχε ενημερωθεί για τις εξελίξεις. Οι κινηματίες είχαν ήδη στείλει το ακτοπλοϊκό «Έλλη Δασκαλάκη», για να συλλάβει τον Πάγκαλο. Για να διαφύγει της σύλληψης, ο δικτάτορας επιβιβάστηκε στο τορπιλοβόλο «Πέργαμος», με στόχο να συναντήσει τη μοίρα πλοίων, με διοικητή τον πλοίαρχο Ανδρέα Κολιαλέξη, που είχε σταθμεύσει στη Ζάκυνθο. Ωστόσο, εντοπίζοντας την επικοινωνία τους μέσω ασυρμάτου από το Υπουργείο Στρατιωτικών, ο Κονδύλης διέταξε το θωρηκτό «Κιλκίς» να πλεύσει στον Ισθμό, ώστε να παρεμποδίσει την «Πέργαμο» να συναντηθεί με τη μοίρα Κολιαλέξη. Ταυτόχρονα, ο Κονδύλης διέταξε τα πλοία της μοίρας Κολιαλέξη να αποσπαστούν από τη μοίρα και να πειθαρχήσουν στις εντολές του. Το «Έλλη Δασκαλάκη» ζήτησε την παράδοση του Πάγκαλου, κάτι που δε συνέβη, ενώ το «Κιλκίς» δεν κατόρθωσε να συλλάβει το δικτάτορα, αλλά κατάφερε να εμποδίσει την «Πέργαμο» να περάσει τον Ισθμό, η οποία επιχείρησε τον περίπλου της Πελοποννήσου.
Εκείνη την ώρα, παρά την άρνηση του Κολιαλέξη να διαλύσει τη μοίρα του, το αντιτορπιλικό «Λέων» διασπάστηκε από τη μοίρα και τα πληρώματα άλλων δύο πλοίων στασίασαν, με αποτέλεσμα την παραίτηση Κολιαλέξη. Η «Πέργαμος» συνέχισε την πορεία της, πάντως, μέχρι το ακρωτήριο Ταίναρο, στο Λακωνικό κόλπο, όπου και συναντήθηκε το απόγευμα της 22ης Αυγούστου με το «Λέοντα», που είχε διαταγή βύθισης του πλοίου, αν δεν παραδινόταν ο Πάγκαλος. Ακολούθησε μια ανταλλαγή πυρών, η οποία οδήγησε την «Πέργαμο» σε παράδοση. Έτσι, λοιπόν, έπειτα από μια κινηματογραφική καταδίωξη, ο δικτάτορας είχε πια συλληφθεί.
Οι εξελίξεις που επακολούθησαν δεν ήταν οι αναμενόμενες για τους πολιτικούς και για τους περισσότερους στρατιωτικούς. Μετά την αποτυχία συμφωνίας βενιζελικών και αντιβενιζελικών για συγκρότηση οικουμενικής κυβέρνησης, ο Κουντουριώτης έδωσε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Κονδύλη, ο οποίος ορκίστηκε πρωθυπουργός στις 26 Αυγούστου. Λίγες ημέρες αργότερα, συντελέστηκε η αιματηρή διάλυση των Δημοκρατικών Ταγμάτων, που συνοδεύτηκε από μια ανοργάνωτη λαϊκή αντίδραση (πάνω από 300 νεκροί και τραυματίες). Οι Ζέρβας και Ντερτιλής καταδικάστηκαν σε ισόβια φυλάκιση, αν και αμνηστεύτηκαν λίγους μήνες αργότερα. Ο Κονδύλης διατήρησε τελικά την εξουσία μέχρι τον Νοέμβριο του 1926, όταν και έγιναν εκλογές. Αυτές οδήγησαν σε μια οικουμενική κυβέρνηση, με συμμετοχή βενιζελικών και αντιβενιζελικών κομμάτων και με πρωθυπουργό τον ουδέτερο Αλέξανδρο Ζαΐμη.
Τέλος, όσον αφορά τον Πάγκαλο, αυτός προφυλακίστηκε μέχρι το 1928, όταν και αποφυλακίστηκε από την κυβέρνηση Βενιζέλου, λόγω παρέλευσης του ορίου προφυλάκισης. Δε μπορούσε να κατηγορηθεί για προδοσία, επειδή ο τρόπος ανάληψης της εξουσίας ήταν τυπικά συνταγματικός. Το 1929, συνελήφθη πάλι, με αφορμή οικονομικές κατηγορίες περί διαφθοράς, στις οποίες βρέθηκε ένοχος το 1930, με ποινή φυλάκισης τα δύο έτη (συνυπολογίστηκε και ο χρόνος προφυλάκισης και έτσι, φυλακίστηκε για λίγους μήνες). Μεταπολεμικά, κατηγορήθηκε ως δωσίλογος, βοηθώντας στη συγκρότηση των Ταγμάτων Ασφαλείας κατά την Κατοχή, αλλά αθωώθηκε από το δικαστήριο. Δεν κατόρθωσε ποτέ ξανά να βρεθεί στο πολιτικό προσκήνιο και πέθανε το 1952.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Δαφνής, Γρηγόριος (1997), Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων, 1923-1940, Α΄ τόμος Αθήνα: Εκδ. Κάκτος
- Μαυρογορδάτος, Γεώργιος (2003), «Μεταξύ δύο πολέμων: Πολιτική Ιστορία 1922-1940», στο: Βασίλης Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Ιστορία Νέου Ελληνισμού (1770-2000), Ζ΄ τόμος, Αθήνα: Εκδ. Ελληνικά Γράμματα
- Τεγόπουλος, Σάββας (2013) Η πολιτική θεματολογία των εκλογικών αναμετρήσεων 1923 – 1936, Αθήνα: ΕΚΠΑ. Διαθέσιμο εδώ