Της Ευαγγελίας Κατσιγιάννη,
Η Ελληνική Επανάσταση εκτός από το ιστορικό πεδίο έχει επηρεάσει έντονα και το καλλιτεχνικό. Το γεγονός πως χιλιάδες Έλληνες, από κάθε γωνιά του ελλαδικού χώρου, ενστερνιζόμενοι τα φιλελεύθερα ιδεώδη, ρίχθηκαν στον αγώνα εναντίον των Οθωμανών, επιδιώκοντας την απελευθέρωσή τους, προκαλεί το θαυμασμό των ανθρώπων του καλλιτεχνικού χώρου, μεταξύ αυτών και του κινηματογράφου. Διάφοροι σκηνοθέτες, κατά καιρούς, επιδιώκουν τη μεταφορά των επαναστατικών γεγονότων στη μεγάλη οθόνη, άλλοτε πιστά και άλλοτε παρεμβαίνοντας. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Βασίλης Τσικάρας δημιούργησε το πολεμικό δράμα «Έξοδος 1826», έχοντας ως πηγή έμπνευσης το δημοτικό τραγούδι «Τα παιδιά της Σαμαρίνας (οι στίχοι του λέγεται πως είναι τα τελευταία λόγια του οπλαρχηγού Μίχου Φλώρου, προτού αφήσει στο πεδίο της μάχης την τελευταία του πνοή), σε συνδυασμό με την προφορική παράδοση και τα διασωθέντα ιστορικά τεκμήρια.
Η ταινία «Έξοδος 1826» είναι μια ανεξάρτητη παραγωγή του 2017, με πρωταγωνιστές τους Δημήτρη Παπαδόπουλο, Λεωνίδα Κακούρη, Μαρία Ανδρούτσου, Αντώνη Σιώπκα, Χρήστο Μπάτζιο, ενώ σε σημαντικούς ρόλους συναντάμε, επίσης, τους Βασίλη Τσικάρα, Αγγέλα Βαγιωνά, Ειρήνη Τσιαούση, Κυριάκο Χρυσίδη, Ράνια Νικολούλη, Μανώλη Σαββίδη, Κώστα Λιόλιο, Γιώργο Χατζηθεοδώρου, Νίκο Νικολαΐδη. Πραγματεύεται την πορεία του καπετάνιου Μίχου Φλώρου και των ανδρών του, τον Μάρτιο του 1826, από τη Σαμαρίνα προς το Μεσολόγγι, με στόχο την παροχή βοήθειας στους πολιορκημένους Μεσολογγίτες. Ο σκηνοθέτης αποφασίζει να παρουσιάσει τα τεκταινόμενα σε γραμμικό χρόνο, ονοματίζοντας κάθε φορά τις θεματικές ενότητες του αφηγηματικού έργου. Η επιλογή αυτή δεν είναι τυχαία· οι παρατιθέμενοι τίτλοι λειτουργούν ως συνεκτικοί κρίκοι στο έργο του και συνάμα, προοικονομούν τη δραματουργική εξέλιξη.
Η πρώτη σκηνή ξεκινά με ένα παιδί να ατενίζει το εμβληματικό τοπίο της Σαμαρίνας, το 1790. Στο αμέσως επόμενο πλάνο αποδεικνύεται πως το παιδί αυτό είναι ο οπλαρχηγός Μίχος Φλώρος (Δημήτρης Παπαδόπουλος), ο οποίος, πλέον, το 1826, είναι ένας ενήλικος οικογενειάρχης. Παντρεμένος με τη σύζυγό του, Ελένη (Μαρία Ανδρούτσου), και έχοντας αποκτήσει μαζί της δύο κόρες και έναν γιο, ασχολείται καθημερινά με την κτηνοτροφία, δίχως, ωστόσο, να αδιαφορεί ούτε λεπτό για την Επανάσταση, που βρίσκεται σε εξέλιξη. Μάλιστα, όταν πληροφορείται για την οικτρή κατάσταση στο Μεσολόγγι, αποφασίζει να συνδράμει τις ελληνικές δυνάμεις εκεί, συγκροτώντας μαζί με τον προσωπικό του φίλο, Ηλία Μανάκα (Λεωνίδας Κακούρης), κι άλλους 25 άντρες ένα δικό του ένοπλο σώμα. Με αυτό το στράτευμα, στις 31 Μαρτίου 1826, ξεκινά την πορεία του προς την Αιτωλοακαρνανική πρωτεύουσα.
Στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, ο Μίχος Φλώρος και οι άνδρες του προχωρούν ακάθεκτοι για την επίτευξη του τελικού τους σκοπού. Στη διαδρομή, βέβαια, ορισμένοι πολεμιστές, μολονότι εγκολπώνονται τα επαναστατικά ιδεολογικά προστάγματα και συμμερίζονται την ανησυχία των συμπατριωτών τους, διστάζουν και εκφράζουν έκδηλα το φόβο τους για το μέλλον, που φαντάζει δυσοίωνο. Το αίσθημα του φόβου δεν περιορίζεται, φυσικά, μονάχα στους ανδρικούς χαρακτήρες. Και οι γυναίκες που έχουν απομείνει στη Σαμαρίνα, διαρκώς αγωνιούν για τις τύχες των συζύγων και των συγγενών τους, με το ειδικό βάρος να πέφτει στην Ελένη Φλώρου, ως γυναίκα του Μίχου, που ηγείται του στρατεύματος. Πάντοτε, ωστόσο, ο τρόμος κατανικιέται, δίνοντας τη θέση του στην ελπίδα και στο όραμα μιας πατρίδας ελεύθερης.
Ενόσω εκτυλίσσεται η πορεία του Μίχου Φλώρου και των αντρών του, ο σκηνοθέτης μάς μεταφέρει σε ένα καταλυτικό για την ιστορία πρόσωπο, τον N. Servan (Βασίλης Τσικάρας) ή αλλιώς Νούρκα Σερβάνη, έναν Τουρκαλβανό, που στην περίοδο που μας απασχολεί διατελεί επικεφαλής του Φρουραρχείου της Άρτας. Ο Servan, φοβούμενος ότι οι Έλληνες απεργάζονται νέα επίθεση κατά των Οθωμανών, δίνει διαταγή να αυξηθούν οι φρουρές και οι περιπολίες ανά την επικράτειά του. Πιστεύοντας πως «τα πάντα μπορούν να γίνουν με λίγα παραπάνω όπλα», συνεχώς φροντίζει να ενισχύει τα τουρκικά στρατεύματα δυσχεραίνοντας το έργο των Σαμαρινιωτών. Υπό αυτό το σκεπτικό, οργανώνει και μαζί με τον Ιμπραήμ Πασά την τελευταία φάση της Β’ Πολιορκίας του Μεσολογγίου. Βέβαια, η τελική επίθεση στο Μεσολόγγι δεν είναι το μοναδικό στοιχείο που συνδέει τους δύο άνδρες στην ταινία. Τόσο ο N. Servan όσο και ο Ιμπραήμ Πασάς καλούνται να δώσουν λύση στην εξαφάνιση του γιου του Σελίμ Μπέη και ενός Αυστριακού Πρόξενου, που, στο μεταξύ, έχουν σκοτωθεί, έπειτα από το συναπάντημά τους στο βουνό με τους άνδρες του Μίχου Φλώρου, σε μια ύστατη προσπάθεια των τελευταίων να μη γνωστοποιηθεί η κινητοποίησή τους στους Τούρκους.
Αξιοσημείωτη σε όλο το φάσμα της ταινίας είναι η εξύμνηση της ελευθερίας. Τα φλογερά λόγια των ηρώων σε ορισμένες σκηνές, η απελευθέρωση των Ελληνίδων σκλάβων στο μέσο του έργου από τους άνδρες του Μίχου Φλώρου, η χρήση συμβολισμών, όπως η έλευση της Ελευθερίας από το Μεσολόγγι, όλα λειτουργούν υπό το πρίσμα της ανάδειξης της ελευθερίας ως ύψιστο αγαθό. Εντούτοις, η κορύφωση του εγκωμιασμού της Ελευθερίας πραγματώνεται προς το τέλος της ταινίας, με τη διεξαγωγή της τελικής μάχης στο Μεσολόγγι κατά την ηρωική Έξοδο. Οι ένοπλοι Έλληνες, τότε, ορμούν μανιωδώς ενάντια στον εχθρό, δίχως να λογαριάζουν λεπτό τη ζωή τους. Μοναδικό τους μέλημα είναι η νίκη επί του τουρκικού ζυγού και η αρωγή των συμπατριωτών τους. Σ’ αυτή τη μάχη σκοτώνονται και ο καπετάνιος Μίχος Φλώρος, ο Ηλίας Μανάκας και αρκετοί ακόμη Έλληνες. Όσοι επιβιώνουν επιστρέφουν καταπονημένοι στη Σαμαρίνα και αναλαμβάνουν το δύσκολο έργο να γνωστοποιήσουν το θάνατο των συντοπιτών τους στις οικογένειές τους. Ένας από τους επιζώντες, διακρίνοντας στο διάβα του την Ελένη Φλώρου, της παραδίδει τα ρούχα του συζύγου της και εκείνη, αντιλαμβανόμενη το σκοτωμό του Μίχου, θρηνεί γοερά. Η ταινία ολοκληρώνεται με την Ελένη, την άνοιξη του 1829, να ειδοποιείται από μια γειτόνισσα πως έχει επίσκεψη. Η επισκέπτρια δεν είναι άλλη από τη Φιλιώ (Βασιλική Γραικού), μια από τις απελευθερωμένες από τους άνδρες του Μίχου σκλάβες. Η ελεύθερη πια γυναίκα, έχοντας στο χέρι της ένα μπουκέτο πολύχρωμα λουλούδια, αντικρίζει την Ελένη χαμογελαστή, προμηνύοντας με αυτό τον τρόπο πως η ελευθερία είναι κοντά.
Η ταινία «Έξοδος 1826», σε αδρές γραμμές, αφήνει θετικότατες εντυπώσεις. Τα ιστορικά γεγονότα – διανθισμένα με μυθοπλαστικά στοιχεία – αναπαρίστανται στη μεγάλη οθόνη με αρτιότητα, δίχως να έχουν υποστεί μεγάλες παραλλαγές. Η παραβολή, δε, περαιτέρω ιστορικών πληροφοριών, μετά την τελευταία σκηνή αναδεικνύει το βάθος της έρευνας του Βασίλη Τσικάρα, προσφέροντας, ταυτοχρόνως, και στο θεατή μια σφαιρικότερη εικόνα. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με την άρτια μουσική επένδυση και φωτογραφία, την καθιστούν μια εξαιρετική επιλογή για τους λάτρεις των ιστορικών ταινιών.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ