Του Ζαχαρία Πάνου,
Η Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης χαράχτηκε ανεξίτηλα στην κοινή νεοελληνική μνήμη, πρωταρχικά ως ένας ανδρείος αγώνας, όπου δάφνες αμάραντες δρέπουν τους ρωμαλέους αγωνιστές, που νότισαν με θυσίες το δρόμο προς την Ελευθερία. Ωστόσο, η εθνική μας Παλιγγενεσία, έχοντας έκφανση εντροπική και στηριζόμενη στον ελληνικό πολιτισμό, βρήκε εφορμήσεις και σπίθες στο Νεοελληνικό Διαφωτισμό. Οι φλογερές πένες του Ανδρέα Κάλβου, του Διονύσιου Σολωμού, του Αδαμάντιου Κοραή και του Ρήγα Βελεστινλή άξιζαν όσο χίλια καριοφίλια και γιαταγάνια, επιβεβαιώνοντας τη ρήση του Edward Bulwer – Lytton πως «η πένα είναι πιο δυνατή από το ξίφος».
Τα Επτάνησα, όντας στη δυτική σφαίρα κατοχής και κατ΄ επέκταση επιρροής, αποτέλεσαν τον 18ο αιώνα το πνευματικό καταφύγιο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού στον ελληνικό χώρο. Ταυτόχρονα, οι ραγδαίες κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις στην Ευρώπη, σε συνάρτηση με την αλματώδη άνοδο των επιστημών και των γραμμάτων, οδήγησαν στην ίδρυση του πρώτου Ελληνικού Πανεπιστημίου, της Ιόνιου Ακαδημίας. Ο Immanuel Kant κυνικά γράφει πως η επιτομή του Διαφωτισμού είναι το κέλευσμα “Sapere Aude” (μτφ: Να τολμάς να γνωρίζεις) και η απαρχή των ελληνικών γραμμάτων στην Κέρκυρα, παρά τις τρομερές αντιξοότητες, έδειξε όχι μόνο την τόλμη, αλλά και το βάθος της ελληνικής γραμματείας.
Η βραχύβια Ιστορία της Ακαδημίας
Η Συνθήκη του Τιλσίτ (1807) παρέδιδε την κυριαρχία των Επτανήσων στη Γαλλική Αυτοκρατορία. Ο ίδιος ο Ναπολέοντας εξήρε τη σημασία των Επτανήσων ως μελλοντικά εφαλτήρια για εκστράτευση προς κατάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και φρόντισε για την αποστολή αξιωματούχων, επιστημόνων και γαλλικών στρατιωτικών μονάδων για την οργάνωσή τους, κατά το Ναπολεόντειο Κώδικα. Έτσι, η πρώτη άτυπη ίδρυση της Ακαδημίας, ως εκπολιτιστικός και μορφωτικός θεσμός ξεκίνησε το 1807, με τη σύνταξη του σχετικού Κανονισμού. Ωστόσο, η κατάρρευση της Αυτοκρατορικής Γαλλίας, το 1814, σήμανε την προσωρινή αναστολή λειτουργίας της νεοσύστατης και βραχύβιας ακαδημίας.
Κομβική για την επανασύσταση της Ακαδημίας, ήταν η προσωπικότητα του Άγγλου Frederick North, Κόμη του Guilford (1766 – 1827). Ο North, έχοντας σπουδάσει ελληνική γλώσσα και γραμματεία στην Οξφόρδη, δήλωνε ο ίδιος «Έλλην και όχι Φιλέλλην» και αφιέρωσε το βίο του στην ανασύσταση των ελληνικών γραμμάτων. Από το 1815, που τα Επτάνησα πέρασαν στην αγγλική σφαίρα επιρροής, πίεσε σημαντικά τον αρμοστή των Ιονίων Νήσων, Thomas Maitland, για την καταφατική απόκρισή του στο αίτημα για την ίδρυση Ακαδημίας στην Κέρκυρα, μη φειδόμενος χρόνου και πόρων.
Η Ιόνιος Ακαδημία άρχισε τη λειτουργία της, εν τέλει, το Μάιο του 1824, στεγαζόμενη, αρχικά, εντός του Κάστρου της Κέρκυρας. Προστάτες της ορίστηκαν οι τρείς ιεράρχες, εφόσον ο ίδιος ο North είχε ασπαστεί τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό. Η χρηματοδότηση και ο συντονισμός από το Βρετανό φιλέλληνα απέφεραν λαμπρές προοπτικές με αρχικά πρωτοφανή συρροή λόγιων ως καθηγητών από όλη την Ελλάδα, αλλά και σπουδαστών από κάθε μεριά του ελληνισμού.
Μετέπειτα, η Ακαδημία στεγάστηκε στην Πλατεία Σπιανάδα στην Κέρκυρα, πλησίον του Παλαιού Φρουρίου. Το επιβλητικό τριώροφο κτίριο, αρχικά, χτίστηκε ως στρατώνας των δυνάμεων Κατοχής, ωστόσο από την ίδρυση της Ακαδημίας χρησιμοποιείται ως Εκπαιδευτήριο.
Η Ιόνιος Ακαδημία βρήκε σημαντικούς αντίμαχους στις τάξεις της βρετανικής αρμοστείας, καθότι θεωρήθηκε πως αφενός είναι ιδιαίτερα κοστοβόρα και αφετέρου ένα τέτοιο πνευματικό κέντρο μακροπρόθεσμα θα απειλούσε την βρετανική κυριαρχία στα Επτάνησα, λόγω των ιδεών που θα διακινούσε. Ακόμη, ντόπιοι αξιωματούχοι έδειξαν ιδιαίτερη δυσαρέσκεια, αφού η Ιόνιος Ακαδημία έδινε τη δυνατότητα σε ευρύτερες κοινωνικές ομάδες να έχουν πρόσβαση στην ανώτερη εκπαίδευση, προνόμιο που ως τότε είχαν μόνο οι προεστοί, που έστελναν, κατά παράδοση, τα τέκνα τους στην Ιταλία.
Ο Κανονισμός Λειτουργίας της Ακαδημίας έγινε με βάση το ακαδημαϊκό πρότυπο της Οξφόρδης, ενώ περίφημη είναι η Βιβλιοθήκη της Ακαδημίας, που εμπλούτισε ο ίδιος ο North με την προσωπική του συλλογή. Η Ακαδημία περιελάβανε σχολές Νομικής, Θεολογικής, Ιατρικής και Φιλοσοφικής. Φυσικά, διδάσκονταν μαθήματα φυσικών επιστημών και μαθηματικά, ενώ, μετά το 1840, ιδρύθηκε Πολυτεχνική, Μαιευτική και Φαρμακευτική Σχολή.
Κομβική ήταν η απόφαση της Γερουσίας (28 Μάιου 1824) να καθορίσει ως επίσημη γλώσσα διδασκαλίας την ελληνική. Ιδιαίτερη, δε, περίπτωση είναι ο Στάμος Πυλαρινός, ένας εκ των πρώτων Ελλήνων φυσικών επιστημόνων, ο οποίος δίδαξε Πειραματική Φυσική αποκλειστικά στην ελληνική, θέλοντας να αποδείξει πως είναι η κατεξοχήν κατάλληλη γλώσσα για την έκφραση επιστημονικών εννοιών.
Ακόμη, διδάσκαλοι, όπως ο Ανδρέας Κάλβος, ο Ανδρέας Μουστοξύδης, ο Θεόκλητος Φαρμακίδης και ο Διονύσιος Σολωμός, αποκρυστάλλωσαν τις θεωρίες για την ελληνική γλώσσα και, εν μέσω προστριβών, συντέλεσαν στην πρώτη γέννηση της νέας ελληνικής φιλολογίας.
Ο αιφνίδιος θάνατος του North, το 1827, σήμανε τον περιορισμό των οικονομικών πόρων της Ακαδημίας, την παύση στήριξης από την αγγλική Αρμοστεία και την σταδιακή παρακμή της. Τη διοίκηση της Ακαδημίας ανέλαβε τότε τριμελής επιτροπή, υπό τον λόγιο Ανδρέα Μουστοξύδη. Μετά και την ίδρυση του Πανεπιστημίου των Αθηνών, η Ακαδημία παρήκμασε, ενώ το 1860 φοιτούσαν μόλις 60 σπουδαστές. Επεξηγηματική είναι η θεώρηση των Επτανησίων πως το Πολιτιστικό Κέντρο του Ελληνισμού είναι η Αθήνα και ανάλογου πνεύματος η μεταφορά της βιβλιοθήκης στην νέα Πρωτεύουσα.
Εν αρχή ην ο Δάσκαλος
Δεν αποτελεί μικρό κατόρθωμα η ίδρυση του πρώτου ιδρύματος πανεπιστημιακής παιδείας σε ελλαδικό χώρο, και δη μη τουρκοκρατούμενο. Πολλώ δε μάλλον, η Ιόνιος Ακαδημία στάθηκε πεδίο προστριβών και διακυμάνσεων για τη τελική μορφή της νεοελληνικής ακαδημαϊκής γλώσσας, υπήρξε τόπος πειραμάτων και ανακαλύψεων για τις φυσικές επιστήμες, ενώ εκεί εκδόθηκαν και τα πρώτα νεοελληνικά πανεπιστημιακά συγγράμματα. Η Ιόνιος Ακαδημία αποτέλεσε το εφαλτήριο της γιγάντωσης του ελληνικού πνεύματος και εξήγαγε αυτό που έναν αιώνα μετά θα εξήρε ο φιλόσοφος Δημήτρης Λιαντίνης ως αρχή όλων, τους Δασκάλους μας.
Δεν αποτελεί, δε, υπερβολή η θεώρηση της Ακαδημίας ως τηλαυγούς φάρου για τους Κερκυραίους, καθότι εξύψωσε στα πέρατα του Ελληνισμού τη νήσο και τα ελληνικά γράμματα. Το σημερινό, δε, Ιόνιο Πανεπιστήμιο δικαίως υπερηφανεύεται πως είναι συνέχεια του πρώτου ελληνικού ακαδημαϊκού ιδρύματος, ενώ κάθε σπουδαστής του αισθάνεται ξεχωριστή περηφάνια, όταν ορκιζόμενος στέκεται στο έδρανο που κάποτε δίδαξε ο Ανδρέας Κάλβος.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Αγγελομμάτη – Τσουγκαράκη, Ελένη (1997), Η Ιόνιος Ακαδημία: Το χρονικό της ίδρυσης του πρώτου ελληνικού Πανεπιστημίου (1811-1824), Αθήνα: Εταρεία αρχειακών μελετών και εκδόσεων «Ο μικρός Ρωμηός»
- Σακελαρόπουλος, Σ.Κ., Σημείωσις περί της Ιονίου Ακαδημίας, Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, τομ.Α, σελ.263-266