Της Σοφίας Δυσσέλιας Λίτσα,
«Ποτέ άλλοτε από την εποχή της Greta Garbo ο κινηματογραφικός φακός δεν ερωτεύτηκε ένα γυναικείο πρόσωπο όσο αυτό της Έλλης Λαμπέτη, με τη διαφορά πως η Λαμπέτη είναι και καλή ηθοποιός». Αυτά έγραφαν το 1959 οι New York Times για την εξαίρετη Λαμπέτη, την ηθοποιό που έμελλε να αγαπηθεί από τον φακό και το σανίδι, να αποθεωθεί από κοινό και κριτικούς αλλά και να ταλαιπωρηθεί πολύ από τη μοίρα.
Η Έλλη Λούκου (όπως ήταν το πραγματικό της όνομα) γεννήθηκε στα Βίλια το 1926 και ήταν το μικρότερο από τα επτά παιδιά των γονιών της. Ήδη από τα πέντε της αποφασίζει πως θα γίνει ηθοποιός, απόφαση που κρατά κρυφή από τους αυστηρούς γονείς της για σχεδόν μία δεκαετία, μέχρι δηλαδή να δώσει εξετάσεις στο Εθνικό Θέατρο. Στις εξετάσεις αυτές κόβεται παμψηφεί εξαιτίας του χαρακτηριστικού της ψευδίσματος, ωστόσο δεν τα παρατά. Δίνει εξετάσεις και στη σχολή της Μαρίκας Κοτοπούλη, απαγγέλλοντας τον «Πραματευτή» του Γρυπάρη, και πάλι χωρίς επιτυχία. Τότε, δηλώνει πως θα τα παρατήσει, ωστόσο με τη βοήθεια του οικογενειακού φίλου Σπύρου Μελά, η Κοτοπούλη πείθεται και δίνει στην έφηβη Έλλη μία ευκαιρία.
Η ιστορία απέδειξε πως πολύ σοφά έπραξε. Η Λαμπέτη δεν χάνει ούτε ένα μάθημα στη Σχολή, ενώ πηγαίνει και καθημερινά στο σπίτι της Κοτοπούλη για επιπλέον διδασκαλία. Στην πρώτη της παράσταση, το 1941, δεν λέει ούτε λέξη και στη δεύτερη, προφέρει μόνο την ατάκα «Μέντες, καραμέλες, σοκολάτες». Μόλις έναν χρόνο μετά, η Κοτοπούλη της δίνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο έργο «Η Χάνελλε πάει στον παράδεισο». Η Λαμπέτη είναι μόλις δέκα έξι ετών. Ο θίασος ξεσηκώνεται και ηθοποιοί και μαθητές απεργούν, καθώς θεωρούν αδιανόητο να πρωταγωνιστήσει μία τόσο νεαρή σπουδάστρια. Η παράσταση εν τέλει ανεβαίνει κανονικά τη σεζόν 1942-1943. Οι κριτικές για την 16χρονη Έλλη Λαμπέτη είναι εξαιρετικές και το χειροκρότημα άφθονο. Ο Τύπος ξεκινά να την αποκαλεί «το ταλαντούχο Λαμπετάκι», ενώ η Κοτοπούλη δηλώνει πως θέλει να την υιοθετήσει. Παρά τη μεγάλη τους αγάπη, η εξαφάνιση και πολύμηνη απουσία της Λαμπέτη στο Παρίσι για χάρη του πρώτου της έρωτα, πικραίνει την Μαρίκα και οι δύο ηθοποιοί απομακρύνονται.
Το 1946, μη μπορώντας να επιστρέψει στον θίασο της Κοτοπούλη, η Λαμπέτη βρίσκεται στο Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν. Ο τελευταίος ανεβάζει το έργο «Γυάλινος Κόσμος» του Τενεσί Ουίλιαμς και η Λαμπέτη κρατά τον ρόλο της Λώρας. Στη σκηνή που η Λώρα σβήνει τα κεριά, η Λαμπέτη το πράττει χωρίς να κουνήσει κανέναν μυ του προσώπου της. Ο Άγγελος Σικελιανός, αντικρίζοντάς την να κάνει κάτι τέτοιο μαγεύτηκε από την ακινησία του προσώπου της και γι’ αυτό παρακολούθησε την παράσταση άλλες δέκα φορές, προτρέποντας μάλιστα και τους φίλους του -τον Καζαντζάκη, τον Ελύτη, τον Σεφέρη- να την παρακολουθήσουν. Όπως αποκάλυψε πολλά χρόνια μετά τον θάνατο της Έλλης στον Φρέντυ Γερμανό η αδερφή της, Αντιγόνη, όταν η Έλλη προετοιμαζόταν για τον ρόλο της Λώρας, επί ένα μήνα κλεινόταν στην κουζίνα του σπιτιού τους και έσβηνε κεριά, προκειμένου να επιτύχει το ανεπιτήδευτο αυτό σβήσιμο που μάγεψε πολλούς – μεταξύ των οποίων και τον Άγγελο Σικελιανό. Μετά από αυτήν της την ερμηνεια, ο Καρολος Κουν αρχισε να αποκαλεί την Έλλη Λαμπέτη «αερικό επί σκηνής».
Οι επαγγελματικές της επιτυχίες ήταν αναρίθμητες και διαδέχονταν η μία την άλλη. Από το «Κυριακάτικο ξύπνημα» και το «Κορίτσι με τα μαύρα» του Μιχάλη Κακογιάννη, ταινία υποψήφια για Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες και βραβευμένη με Χρυσή Σφαίρα και ασημένιο βραβείο στο φεστιβάλ της Μόσχας ως την «Κάλπικη Λίρα» του Γιώργου Τζαβέλλα η Λαμπέτη μαγνήτιζε το φακό με το βαθύ, μελαγχολικό της βλέμμα και τις καθηλωτικές ερμηνείες της. Από την «Φιλουμένα Μαρτουράνο» ως «Τα παιδιά ενός κατώτερου Θεού» και το «Λεωφορείον ο Πόθος» το σανίδι ήταν τυχερό που το τιμούσε κατ’ εξακολούθηση η μεγάλη αυτή ηθοποιός. Καθηλωτική και στην ανάγνωση κειμένων της Μεγάλης Εβδομάδας -σχετικά βίντεο υπάρχουν στο αρχείο της ΥΕΝΕΔ- , η υποψήφια ακόμα και για BAFTA Α’ γυναικείου ρόλου για το «Τελευταίο ψέμα» Έλλη Λαμπέτη αποδεικνύει πως η χώρα μας έχει ηθοποιούς διεθνούς βεληνεκούς που μπορούν και διαπρέπουν εντός και εκτός συνόρων.
Παρά την τόση επιτυχία, ο πόνος και η απώλεια δεν απουσιάζουν από τη ζωή της. Μέσα σε σχεδόν μία δεκαετία χάνει επτά μέλη της οικογένειάς της. Αυτό ήταν και το πρελούδιο στο προσωπικό της δράμα. Το 1941, χάνει τον δίδυμο αδερφό της, Τάκη, από φυματίωση∙ χάνει, όπως δήλωσε χρόνια αργότερα στον Φρέντυ Γερμανό, «το άλλο της μισό». Το 1944, κατά την περίοδο των Δεκεμβριανών, η μητέρα της πλέκει στο παράθυρο και την βρίσκει αδέσποτο βόλι στο κεφάλι. Το 1955 και το 1958 δύο από τις αδερφές της χάνουν τη ζωή τους από τον καρκίνο του μαστού και μετά από λίγο καιρό άλλη μία αδερφή της σκοτώνεται σε τροχαίο. Η Λαμπέτη σοκάρεται τόσο που παθαίνει πάρεση και για λίγο καιρό χάνει την όρασή της. Ο φόβος για την επάρατο ριζώνει μέσα της. Πιστεύει πως η ασθένεια που ξεκλήρισε τη μισή της οικογένεια θα προσβάλλει και την ίδια, πράγμα που συνέβη.
Μεγάλο κεφάλαιο στη ζωή της Λαμπέτη, ο έρωτας. «Όταν ερωτεύομαι έχω 40 πυρετό, μπορώ να κάνω τα πάντα», εξομολογείται τη δεκαετία του 60’. Το 1943, σε ηλικία μόλις δέκα επτά ετών, αμέσως μετά την μεγάλη επιτυχία «Η Χάνελλε πάει στον παράδεισο» γνωρίζει και ερωτεύεται τον διπλωμάτη Θεόδωρο Ζγουρδέλη και πείθεται να παρατήσει το θέατρο και να τον ακολουθήσει στο Παρίσι (εξ’ ού και η πικρία της Κοτοπούλη). Το 1945 επιστρέφει στην Αθήνα και για καιρό πολιορκείται από τον νεαρό τότε Αλέκο Αλεξανδράκη. Μένουν μαζί για σχεδόν έξι μήνες. Όταν, ωστόσο, του εκφράζει την επιθυμία της για γάμο και παιδιά, εκείνος την χωρίζει και φεύγει σε περιοδεία. Στη συνέχεια, γνωρίζει τον Μάριο Πλωρίτη με αφορμή μια κριτική του στα «Νέα» για το παίξιμό της και το 1950 παντρεύονται.
Με τον Πλωρίτη τούς συνδέει μεγάλη αγάπη και αλληλοεκτίμηση. Γίνονται εκτός από σύζυγοι και συνεργάτες. Η ιδέα του Πλωρίτη για θίασο «Λαμπέτη-Παππά-Χορν» υλοποείται, μετά τη διαμεσολάβηση του Γ. Παππά, παρά την τεράστια αντιπάθεια μεταξύ Λαμπέτη και Χορν. Μετά από αρκετές ταινίες και παραστάσεις, καθώς και πολύμηνα κοινά γυρίσματα στην Αίγυπτο, η Λαμπέτη χωρίζει τον Πλωρίτη και γίνεται ζευγάρι με τον Χορν. Πίσω από την μεγάλη έχθρα τους, κρυβόταν ένας ακόμα πιο μεγάλος έρωτας. Ανάμεσά τους, πέρα από έρωτα, υπάρχει αμοιβαίος θαυμασμός αλλά και ανταγωνισμός – η Λαμπέτη αναγνωρίζεται και διεθνώς, πράγμα που δεν συμβαίνει στον Χορν. Πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικές προσωπικότητες και αυτό επηρεάζει την καθημερινότητά τους. Ο «πρίγκηψ» Χορν, εκ γενετής bon viveur, αγαπά τις συναθροίσεις με κοσμικούς μετά το θέατρο, ενώ η Λαμπέτη λατρεύει τη γαλήνη του σπιτιού της. Για τη σχέση τους μάλιστα ο Βόκοβιτς είχε πει το περίφημο: «Για να δούμε πώς θα ταιριάξουν οι Βερσαλλίες με τα Βίλλια». Όταν η τελευταία βιώνει την απώλεια, ο πρώτος προσπαθεί, αλλά δυσκολεύεται να της συμπαρασταθεί. Λέγεται πως όταν έμεινε έγκυος, ο Χορν χαρακτήρισε την εγκυμοσύνη ανεπιθύμητη, οδηγώντας την Λαμπέτη -που από μικρή ήθελε παιδιά- στην έκτρωση. Μετά και από αυτό, το ζευγάρι αποξενώνεται και το 1959 χωρίζει, δίνοντας ωστόσο την υπόσχεση πως καλλιτεχνικά θα ξανασυναντηθούν. Το λαμπρό αυτό δίδυμο και -ας μου επιτραπεί ο χαρακτηρισμός- το ωραιότερο ζευγάρι του ελληνικού κινηματογράφου, που πολλοί θαύμασαν και ακόμα περισσότεροι ζήλεψαν, δεν ξανασυναντήθηκε ποτέ.
Το 1959 σε ηλικία τριάντα τεσσάρων ετών, γνωρίζει και παντρεύεται τον Αμερικανό συγγραφέα Φρέντερικ Γουέικμαν. Μένουν μαζί για δέκα έξι ολόκληρα χρόνια, συνεργάζονται επαγγελματικά και τους συνδέει μεγάλη αγάπη και αλληλοσεβασμός. Ο Γουέικμαν της στέκεται σαν βράχος σε όλες τις δύσκολες στιγμές και εκείνη το αναγνωρίζει.
Την άνοιξη του 1970 η μητρότητα μπαίνει στη ζωή της Λαμπέτη με έναν περίεργο τρόπο. Ένας νεαρός φίλος της έχει εξωσυζυγική σχέση από την οποία προκύπτει μία εγκυμοσύνη. Ο απεγνωσμένος νέος πατέρας εξηγεί στην Λαμπέτη πως αδυνατεί να αναλάβει το παιδί αυτό και εκείνη προσφέρεται να το μεγαλώσει για όσο χρειαστεί. Η Έλλη δένεται όλο και περισσότερο μαζί του, ενώ η καρδιά της λιώνει όταν εκείνο ξεκινά να την αποκαλεί «μαμά». Αφιερώνεται ολοκληρωτικά στη μικρή Ελίζα και παρατά ακόμα και το θέατρο. Εκείνη και ο Αμερικανός σύζυγός της μεγαλώνουν τη μικρή, έχοντας ξεχάσει πως κάποτε θα την επιστρέψουν στη φυσική της οικογένεια. Το κοριτσάκι μένει μαζί τους για περίπου πέντε παραμυθένια χρόνια. Το 1974, όμως, έμελλε να ξεκινήσει ο εφιάλτης. Οι φυσικοί γονείς της, αφού παντρεύονται, διεκδικούν τη μικρή Ελίζα και η υπόθεση παίρνει τον δρόμο της Δικαιοσύνης με την Λαμπέτη να καταρρέει μέρα με τη μέρα. Αποκορύφωμα της τραγωδίας, η «απαγωγή» του παιδιού από τους φυσικούς του γονείς. Το ζευγάρι παίρνει τη μικρή για μία βόλτα, όπως προέβλεπε ο νόμος, όμως δεν την επέστρεψε ποτέ.
Η Λαμπέτη βασανίζεται και δεν σταματά να αναζητά το παιδί που έδωσε χρώμα στη γκρίζα ζωή της. Η απώλεια της μικρής Ελίζας τη συγκλονίζει και μετά από πολλές δίκες, συνεχείς διενέξεις με τις Αρχές και αναρίθμητα πρωτοσέλιδα σταματά τον αγώνα και το παιδί μένει με τους φυσικούς του γονείς. Ο πόνος της είναι αβάσταχτος και ο καρκίνος του μαστού, με τον οποίο είχε παλέψει και στο παρελθόν, επιστρέφει στη ζωή της. Το 1981 ανεβάζει την τελευταία της παράσταση, «Τα παιδιά ενός κατώτερου Θεού» στην οποία και κρατά τον ρόλο της κωφάλαλης Σάρας. Για την ερμηνεία της αυτή μαθαίνει άψογα τη νοηματική μέσα σε έναν μήνα, ενώ ο Χατζιδάκις την χαρακτηρίζει ως «την πιο ερωτική κωφάλαλη που έχει περάσει από το θέατρο». Το κοινό και ο τύπος την αποθεώνουν. Φαντάζονταν, άραγε, τότε, πως βλέπουν για τελευταία φορά τη «Χάνελλε» επί σκηνής πριν πάει στον παράδεισο; Στις τρεις Σεπτεμβρίου του 1983 αφήνει την τελευταία της πνοή σε νοσοκομείο της Νέας Υόρκης. Το πιο εκφραστικό βλέμμα του ελληνικού σινεμά έσβησε, η θύμησή του όμως παραμένει άσβεστη, μέχρι και σήμερα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Έλλη Λαμπέτη , Μιχάλης Κακογιάννης & Μάριος Πλωρίτης, εκδόσεις ΙΤΑΝΟΣ
- Έλλη Λαμπέτη, Φρέντυ Γερμανός, εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
- Μεγάλοι ηθοποιοί του θεάτρου: Έλλη Λαμπέτη, Μάκης Δελαπόρτας, εκδόσεις ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
- Εκπομπή: Αφιέρωμα στην Έλλη Λαμπέτη, με τον Φρέντυ Γερμανό
- Συνέντευξη Έλλης Λαμπέτη, εκπομπή «Παρασκήνιο» ,1978, Αρχείο ΕΡΤ
Θερμές ευχαριστίες στην προσωπική φίλη της συντάκτριας, Ζωή Λέων, για τη συμβολή της στην έρευνα και την παραχώρηση υλικού.