Της Ιωάννας Μπινιάρη,
Ένα από τα συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα των διοικουμένων με τεράστια σημασία είναι και το δικαίωμα αναφοράς στις αρχές, σύμφωνα με το άρθρο 10 του ισχύοντος Συντάγματος. Πρόκειται για έναν τρόπο ελέγχου της δράσης της Δημόσιας Διοίκησης, η οποία πολλές φορές παρεμβαίνει στον κοινωνικό βίο, για την εξυπηρέτηση της ευημερίας των πολιτών και του γενικότερου δημοσίου συμφέροντος. Αυτό, όμως, μερικές φορές θέτει σε κίνδυνο ορισμένα ατομικά δικαιώματα ή ελευθερίες των πολιτών, με αποτέλεσμα να καθίσταται αναγκαία η πρόβλεψη διάφορων τρόπων ελέγχου των διοικητικών οργάνων, ώστε να ελέγχεται κατά πόσο συμμορφώνεται η Διοίκηση σε θεσπισμένους κανόνες δικαίου που την αφορούν.
Με βάση, λοιπόν, το προαναφερθέν δικαίωμα του αναφέρεσθαι προς τις κρατικές αρχές, οι διοικούμενοι έχουν το δικαίωμα να υποβάλουν στις διοικητικές αρχές έγγραφες αναφορές, που περιέχουν αιτιάσεις κατά ενεργειών ή παραλείψεών τους και αποβλέπουν στην επανόρθωση ή την αποτροπή ηθικής ή υλικής βλάβης. Με τη σειρά τους, οι διοικητικές αρχές είναι υποχρεωμένες να ενεργούν κατά τις κείμενες διατάξεις και να απαντούν αιτιολογημένα σε εκείνον που υπέβαλε την αναφορά. Η άσκηση του ατομικού αυτού δικαιώματος ρυθμίζεται από τα άρθρα 24-27 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ΚΔΔ/σίας), ενώ οι αναφορές αυτές που έχουν ως αίτημα την ανάκληση ή ακύρωση ή τροποποίηση διοικητικής πράξης ονομάζονται διοικητικές προσφυγές. Αυτές διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες, οι οποίες είναι οι εξής: α) οι απλές, β) οι ειδικές, γ) οι ενδικοφανείς.
Οι απλές διοικητικές προσφυγές είναι εκείνες που υποβάλλονται βάσει της συνταγματικής διάταξης, δηλαδή ασκούνται ενώπιον των αρχών που εξέδωσαν τη διοικητική πράξη ή ενώπιον των ιεραρχικά προϊσταμένων τους. Στην πρώτη περίπτωση που μια προσφυγή ασκείται ενώπιον των ίδιων αρχών, ονομάζεται χαριστική προσφυγή ή αίτηση θεραπείας, ενώ στη δεύτερη περίπτωση, που ασκείται σε ανώτερα όργανα, ονομάζεται ιεραρχική προσφυγή. Αντικείμενό τους είναι η ανάκληση ή η τροποποίηση ατομικής διοικητικής πράξης, ενώ για την άσκησή τους δεν τάσσεται ιδιαίτερη προθεσμία. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το γεγονός ότι το όργανο στο οποίο υποβάλλεται η προσφυγή μπορεί να επανεξετάσει την υπόθεση τόσο από άποψη νομιμότητας όσο και ουσίας, ενώ οφείλει να γνωστοποιήσει στον ενδιαφερόμενο την απόφασή του μέσα σε προθεσμία 30 ημερών. Βέβαια, σύμφωνα με το άρθρο 5 του Ν. 1943/1991, η πάροδος της συγκεκριμένης προθεσμίας δε θεμελιώνει παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας ούτε δικαίωμα αποζημίωσης του αιτούντος.
Οι ειδικές διοικητικές προσφυγές, αντίθετα, έχουν το καλό ότι προβλέπονται από ειδικές διατάξεις, οι οποίες προσδιορίζουν την αρχή στην οποία ασκούνται, αλλά και ορισμένη προθεσμία και τυχόν άλλες προϋποθέσεις για την άσκησή τους. Αντικείμενο της προσφυγής αυτής μπορεί να είναι ατομική πράξη αλλά και παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας ή κανονιστικής πράξης, εάν υπάρχει ειδική νομοθετική πρόβλεψη, και αίτημά της η ολική ή μερική ακύρωση της πράξης. Επιτρέπεται, δηλαδή, μόνο ο έλεγχος της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης, ήτοι των νομικών πλημμελειών της. Και σε αυτήν την περίπτωση, το διοικητικό όργανο οφείλει να γνωστοποιήσει την απόφασή του στον προσφεύγοντα μέσα σε 30 ημέρες από την ημερομηνία της κατάθεσής της, εάν ειδικές διατάξεις δεν καθορίζουν διαφορετική προθεσμία. Πάντως, η αρχή, στην οποία ασκείται η ειδική διοικητική προσφυγή, μπορεί να είναι εκείνη που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη ή η ιεραρχικά προϊστάμενη ή και εκείνη που ασκεί εποπτεία.
Οι ενδικοφανείς προσφυγές προβλέπονται, επίσης, από ειδικές διατάξεις, οι οποίες καθορίζουν την αρχή, στην οποία πρέπει να ασκηθούν, μια συγκεκριμένη προθεσμία και τυχόν άλλες προϋποθέσεις. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, καθίσταται δυνατή και η κατ’ ουσίαν επανεξέταση της υπόθεσης, δηλαδή η νέα έρευνα και η διαφορετική εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στην ακόλουθη διάταξη του άρθρου 45 παρ. 2 του π.δ. 18/189, κατά την οποία, εφόσον προβλέπεται ενδικοφανής προσφυγή, η υποβολή της είναι αναγκαία για το παραδεκτό της αίτησης ακυρώσεως. Προκειμένου, δηλαδή, το δικαστήριο να προχωρήσει στην εκδίκαση της αίτησης ακυρώσεως, η οποία μπορεί να ασκηθεί μόνο κατά της πράξης που εκδίδεται επί της προσφυγής, είναι απαραίτητο να έχει ασκηθεί προηγουμένως η προβλεπόμενη σε βάρος μιας διοικητικής πράξης ενδικοφανής προσφυγή, διαφορετικά η αίτηση ακυρώσεως θα απορριφθεί ως απαράδεκτη. Για αυτόν το λόγο, είναι αναγκαίο στην ατομική διοικητική πράξη να αναφέρεται η τυχόν δυνατότητα άσκησης ειδικής ή ενδικοφανούς προσφυγής, το αρμόδιο για την εξέτασή της όργανο, η προθεσμία, καθώς και οι συνέπειες παράλειψης άσκησής της. Μετά την πάροδο άπρακτης αυτής της προθεσμίας -ή, εάν δεν προβλέπεται προθεσμία, μετά την πάροδο τριών μηνών από την υποβολή της ενδικοφανούς προσφυγής, κατά τη διάρκεια των οποίων έπρεπε να απαντήσει το αρμόδιο όργανο- η αίτηση ακυρώσεως ασκείται κατά της απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής, που τεκμαίρεται ότι δηλώθηκε σιωπηρά.
Στο σημείο αυτό, χρήζει αναφοράς η πρόβλεψη του άρθρου 27 του ΚΔΔ/σίας, σύμφωνα με το οποίο, αν δεν είναι δυνατή η άσκηση απλής ή ειδικής ή ενδικοφανούς διοικητικής προσφυγής, όποιος βλάπτεται από ενέργεια της Διοίκησης που δεν έχει μορφή ρητής ατομικής διοικητικής πράξης, όπως για παράδειγμα η σιωπηρή διοικητική πράξη και η υλική ενέργεια ή παράλειψη υλικής ενέργειας, μπορεί να υποβάλει προς την αρμόδια διοικητική αρχή αναφορά με αίτημα την επανόρθωση ή αποτροπή της βλάβης Μετέπειτα, η διοικητική αρχή στην οποία υποβάλλεται η αναφορά οφείλει να διεκπεραιώσει την υπόθεση σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1-3 του ΚΔΔ/σίας. Επίσης, μετά την άσκηση οποιασδήποτε διοικητικής προσφυγής, η αρμόδια να την κρίνει διοικητική αρχή έχει τη δυνατότητα είτε μετά από αίτηση του προσφεύγοντος είτε και αυτεπαγγέλτως, να αναστείλει την εκτέλεση της πράξης που είναι αντικείμενο της προσφυγής έως την έκδοση της απόφασής της.
Κλείνοντας, λοιπόν, αυτήν την εισαγωγή στην τεχνική ανάλυση των διοικητικών προσφυγών, διαπιστώνουμε την τεράστια χρησιμότητά τους ως μέσο ελέγχου της διοικητικής δράσης, καθώς συμβάλλουν στη διαφύλαξη της αρχής της νομιμότητας και προστατεύουν τα ιδιωτικά συμφέροντα που πολλές φορές θίγονται από τις δράσεις της Διοίκησης. Σίγουρα, πάντως, υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης αυτών των διαδικασιών, προκειμένου να καταστεί πιο αποτελεσματικός ο εν λόγω έλεγχος της συνολικής διοικητικής λειτουργίας και να ενδυναμωθεί η εμπιστοσύνη μεταξύ Διοίκησης και πολιτών.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Π. Δ. Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2014
- Επ. Σπηλιωτόπουλος, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, τόμος Α΄, 15η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, 2015