Της Μαριαλένας Κασαπάκη,
Στις 20 Μαΐου του 1835 ο Όθωνας ανέλαβε επίσημα τον θρόνο της Ελλάδας, καθώς είχε πλέον ενηλικιωθεί. Το πρωινό εκείνης της ημέρας διανεμόταν σε όλες τις ελληνικές πόλεις μια προκήρυξη, στην οποία ο νεαρός μονάρχης τόνιζε ότι εγκατέλειψε την οικογένεια και την πατρίδα του, προκειμένου να αφιερωθεί στην Ελλάδα. Παράλληλα, επεσήμανε τις επιτυχίες της διακυβέρνησης της Αντιβασιλείας και υποσχόταν ότι θα συνεχίζονταν οι βελτιώσεις. Αρχιγραμματέας ορίστηκε ο Joseph Ludwig von Armansperg, ο οποίος ήταν μέλος της Αντιβασιλείας, και σύμβουλος επικρατείας ο Ιωάννης Κωλέττης. Αμέσως, ξεκίνησε μια σειρά μεταρρυθμίσεων σε διάφορους τομείς, όπως η Εκκλησία, ο Στρατός, η Παιδεία και η Οικονομία.
Ιδιαίτερα σημαντικό ήταν το διάταγμα που εισηγήθηκε ο Κωλέττης για τις εθνικές γαίες, το οποίο ονομαζόταν προικοδότηση των ελληνικών οικογενειών. Σύμφωνα με αυτό, όλοι οι «αρχηγέτες» των ελληνικών οικογενειών είχαν το δικαίωμα να αποκτήσουν εθνικά κτήματα αξίας έως 2.000 δραχμών ως προικοδότηση. Αρχικά, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι ως εθνικές γαίες είχαν χαρακτηρισθεί οι καλλιεργούμενες ή καλλιεργήσιμες εκτάσεις, που κατείχε το Οθωμανικό κράτος και περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο με τη σταδιακή απελευθέρωση της χώρας. Επίσης, αρχηγέτης θεωρούνταν κάθε πατέρας έγγαμος ή χήρος, κάθε χήρα με παιδιά ή άτεκνη και κάθε άγαμος, ο οποίος είχε λάβει μέρος στον απελευθερωτικό Αγώνα. Αξίζει, επιπλέον, να σημειωθεί ότι δεν είχαν δικαίωμα προικοδότησης μόνο οι Έλληνες πολίτες, αλλά και όσοι είχαν καταγωγή από επαρχίες και νησιά που συμμετείχαν στην Επανάσταση, αλλά πέρασαν σε ξένη διοίκηση, όσοι έμεναν και είχαν εγκατασταθεί στην Ελλάδα και όσοι ξένοι αγωνίστηκαν για 2 χρόνια και σκόπευαν να παραμείνουν στη χώρα.
Όλοι αυτοί που ενέπιπταν σε κάποια από αυτές τις κατηγορίες είχαν τη δυνατότητα να πάρουν μη εμπορεύσιμα κρατικά γραμμάτια 2.000 δραχμών, για να τα χρησιμοποιήσουν αποκλειστικά για την αγορά εθνικών γαιών, αμπέλων, κήπων ή οικιών ίσης αξίας. Ωστόσο, ο προικοδοτούμενος είχε την υποχρέωση να πληρώνει για 36 χρόνια ετήσιο τόκο 6% ως αποζημίωση για το δικαίωμα της ιδιοκτησίας του κράτους, που απαλλοτριώθηκε. Επιπλέον, όφειλε να πληρώνει φόρο ακίνητης περιουσίας 3%. Αν καθυστερούσε για 2 χρόνια να ανταποκριθεί σε αυτές τις υποχρεώσεις, το κράτος είχε το δικαίωμα να πουλήσει το κτήμα για την αποπληρωμή του. Χάρη σε αυτό το διάταγμα, μεγάλο μέρος του ελληνικού λαού αποκτούσε ιδιοκτησία και περιοριζόταν η μετανάστευση για λόγους εργασίας, καθώς οι κάτοχοι των εθνικών κτημάτων είχαν τη δυνατότητα να καλλιεργήσουν γη. Το διάταγμα εκδόθηκε στις 26 Μαΐου του 1835, την περίοδο που ο Ιωάννης Κωλέττης είχε διοριστεί πρεσβευτής της Ελλάδας στο Παρίσι.
Ωστόσο, διατυπώθηκαν ορισμένες αντιδράσεις, καθώς πολλοί υποστήριζαν ότι η πληρωμή και τόκου και φόρου ήταν επαχθής και ότι οι εθνικές γαίες θα έπρεπε να δοθούν χωρίς τόκο. Καθώς εκείνη την περίοδο επικρατούσε έντονο κλίμα δυσαρέσκειας σε όλη τη χώρα, κυρίως λόγω του διορισμού Βαυαρών σε υψηλόβαθμες θέσεις και του παραγκωνισμού των πολεμιστών της Επανάστασης, η κυβέρνηση του Armansperg επιχείρησε να κατευνάσει τα πνεύματα, υλοποιώντας κάποιες αποφάσεις που σχετίζονταν με την Εκκλησία. Πιο συγκεκριμένα, διόρισε τα μέλη της Ιεράς Συνόδου, η οποία θα έπρεπε κάθε χρόνο να υφίσταται ανασχηματισμό βάσει του κανονισμού του 1833. Αν και είχε παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα, η κυβέρνηση προχώρησε σε ανασύσταση της Συνόδου εξαιτίας της μεγάλης κατακραυγής από τον Τύπο. Εκδόθηκε διάταγμα, το οποίο προέβλεπε τον διορισμό των Μητροπολιτών Κυνουρίας, Αργολίδος, Αττικής και Κυκλάδων ως συνοδικών μελών.
Μετά από 3 χρόνια, συγκεκριμένα τον Ιανουάριο του 1838, ακολούθησε το διάταγμα «περί παραχωρήσεως εθνικών γαιών εις τους Φαλαγγίτες». Η συγκεκριμένη απόφαση προέβλεπε ότι κάθε ήδη καταταγμένος φαλαγγίτης, που λαμβάνει μισθό από το εθνικό ταμείο, είχε το δικαίωμα να παραιτηθεί αυτού και να λάβει ως πλήρη ιδιοκτησία του εθνική γη. Αναλυτικότερα, με την παραλαβή γραμματίου πιστώσεως οι φαλαγγίτες είχαν τη δυνατότητα να αγοράσουν εθνικές γαίες μέσω δημοπρασίας. Αν το ακίνητο είχε μεγαλύτερη αξία από το γραμμάτιο, ο ίδιος ο ενδιαφερόμενος όφειλε να καλύψει τη διαφορά. Όσοι αγόραζαν εθνικά κτήματα θα έπαιρναν και τον ετήσιο μισθό τους σε 24 δόσεις και με αυτόν μπορούσαν να ξαναγοράσουν εθνικά κτήματα και να μη φορολογούνται για 3 έτη. Επιπλέον, το διάταγμα προέβλεπε ότι «όσοι μετά την δημοσίευσιν του παρόντος νόμου καταταχθώσι παρ΄ Ημών εις την Φάλαγγα» είχαν το δικαίωμα να λάβουν όσα και οι ήδη καταταγμένοι. Τέλος, διευκρινιζόταν ότι «όσοι Φαλαγγίτες απολαύσουν τας ωφελείας του παρόντος νόμου δεν έχουν κανένα δικαίωμα εις τους ορισμούς του από 20 Μαΐου 1834 βασιλικού διατάγματος περί παραχωρήσεως γης εις τους μη εν ενεργεία αξιωματικούς, στρατιώτας και ναύτας».
Μετά την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου και τη μετάβαση από την απόλυτη στη συνταγματική μοναρχία, συνεχίστηκαν οι μεταρρυθμίσεις στον αγροτικό τομέα, οι οποίες αυτή τη φορά αφορούσαν τους πρόσφυγες από την Κρήτη. Τόσο κατά την περίοδο της Επανάστασης όσο και αργότερα λόγω των συχνών εξεγέρσεων και ταραχών στην Κρήτη, έφτασαν ανά περιόδους κύματα προσφύγων από το νησί στην ηπειρωτική Ελλάδα. Το νεοελληνικό κράτος μερίμνησε για όσους Κρητικούς επέλεξαν να μην επιστρέψουν στις εστίες τους, συστήνοντας αποικίες, αρχικά, στη Μεθώνη και τη Μήλο και αργότερα, στο Τολό της Αργολίδας, με το όνομα Μινώα. Με νομοσχέδιο, το 1848, επιχειρήθηκε να επιλυθούν διάφορα ζητήματα που προέκυψαν σχετικά με το πρόγραμμα εγκατάστασης των Κρητικών. Πιο συγκεκριμένα, ψηφίστηκε να παραχωρηθούν 30 – 50 στρέμματα γης σε όσες οικογένειες δεν είχαν λάβει γη μέχρι τότε, ενώ σε όσους είχαν ήδη πάρει θα δίνονταν τα έγγραφα ιδιοκτησίας. Γι’ αυτό το σκοπό αξιοποιήθηκαν κυρίως εκτάσεις που ανήκαν σε Κρητικούς ή είχαν εγκαταλειφθεί από αυτούς, αλλά και εθνικές γαίες, όπως και κτήματα εγκαταλελειμμένων μοναστηριών. Επιπλέον, στις οικογένειες δόθηκαν ένα μικρό σπίτι, ένα βόδι και γεωργικά εργαλεία για την καλλιέργεια της γης.
Όλες αυτές οι αποφάσεις είχαν χαρακτήρα κοινωνικής πολιτικής, ωστόσο είχαν ως απώτερο σκοπό να επιφέρουν αλλαγές στον ευρύτερο οικονομικό και δημοσιονομικό τομέα της χώρας. Τα αποτελέσματά τους θεωρούνται αμφισβητήσιμα, όπως μαρτυρούν οι αλλεπάλληλοι συμπληρωματικοί νόμοι που ελάφρυναν τις διατάξεις των προηγούμενων. Η αποτυχία αυτών των μεταρρυθμίσεων έγκειται σε δύο βασικά σημεία. Πρώτον, στο γεγονός ότι ο τρόπος διάθεσης γης στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν η δημοπρασία, η οποία συνεπάγεται τον ανταγωνισμό μικρού αριθμού ατόμων. Δεύτερον, στο ότι η διάθεση εθνικής γης για αποκαταστάσεις και αποζημιώσεις πραγματοποιούνταν μόνο επί μη κατεχόμενων γαιών και αυτό είχε ως συνέπεια τη μεταβίβαση των πιστωτικών γραμματίων σε τρίτους συνήθως έναντι τιμήματος χαμηλότερης αξίας από αυτής των γραμματίων. Το ζήτημα της διανομής και κατοχής της εθνικής γης υπήρξε ιδιαίτερα περίπλοκο από τις απαρχές του νεοελληνικού κράτους και χρειάστηκε να παρέλθουν δεκαετίες, για να επιλυθεί.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Συλλογικό έργο (2000), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. ΙΓ΄, Αθήνα: Εκδ. Αθηνών.
- Ε. Καρούζου (1989), Ζητήματα κατοχής εθνικών γαιών (1833-1871), τόμ. 12, Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού, σελ. 149-161. Διαθέσιμο ΕΔΩ