Της Αριάδνης Παναγιώτας Φατσή,
Στην Ευρώπη των δεκαετιών του 1910 και 1920, τα κομμουνιστικά κινήματα εμπνέονται από τη Σοβιετική Επανάσταση, με αποτέλεσμα τόσο πολιτικές εξελίξεις όσο και θεωρητικές αναζητήσεις. Ένα από τα κεντρικά θέματα που απασχόλησαν ήταν η κατάκτηση της εξουσίας από τον επαναστατημένο λαό. Ο Αντόνιο Γκράμσι (1891 – 1937), πολιτικός και στοχαστής του μαρξισμού, ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το ζήτημα της κατάκτησης της εξουσίας. Ενώ μέλημα της Σοβιετικής Επανάστασης υπήρξε κυρίως το «πώς θα κατακτηθεί η εξουσία;», στον Γκράμσι είναι φανερό ότι το ερώτημα μετασχηματίζεται σε «ποιοι είμαστε εμείς που θα την κατακτήσουμε;». Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή.
Στο νέο βιβλίο του Δημήτρη Δημητράκου, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Επίκεντρο και τιτλοφορείται «Ηγεμονία και Λόγος», ο συγγραφέας έχει σταχυολογήσει τμήματα της διδακτορικής του διατριβής και άλλων πονημάτων του, για να δώσει ένα πλήρες σύγγραμμα σχετικά με το στοχαστικό λόγο του Γκράμσι, όπως αυτός διαμορφώθηκε μέσα από την πολιτική του δράση και την αλληλεπίδρασή του με τους δρώντες της εποχής, και τελικά, αποτυπώθηκε ιδίως στα «Τετράδια της Φυλακής».
Ο Δημήτρης Δημητράκος θεωρείται ένας από τους πιο αξιόλογους σύγχρονους Έλληνες φιλοσόφους. Είναι ομότιμος Καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ έχει διδάξει και σε άλλα Πανεπιστήμια της Ελλάδας και του εξωτερικού. Έχει ασχοληθεί κυρίως με την επιστημολογία, την πολιτική φιλοσοφία, ζητήματα δημοκρατίας, αλλά και με τους στοχαστές της μαρξιστικής θεωρίας, ενώ έχει δημοσιεύσει και άρθρα σχετικά με αυτή τη θεματολογία.
Το βιβλίο εκκινεί από το βασικό προβληματισμό του Γκράμσι. Η ταυτότητα των υποκειμένων ή του συλλογικού υποκειμένου που αναλαμβάνει την εξουσία είναι στη γκραμσιανή σκέψη θεμελιώδης. Ο Γκράμσι, αν και δε θεωρεί αυτεπάγγελτα καταδικαστέο τον ιακωβινισμό, μας καλεί να εξετάσουμε προσεκτικά το ποιες μπορεί να είναι οι ομάδες που μπορούν να ισχυριστούν ότι υπηρετούν και εκφράζουν τη λαϊκή βούληση. Ένας δεύτερος πυλώνας της σκέψης του είναι ο χαρακτήρας αυτής της εξουσίας, το πώς αυτή αναπτύσσεται θεωρητικά και πρακτικά και ποια είναι, εν τέλει, η σημασία της κατάκτησής της.
Το βιβλίο διακρίνεται σε τρία μέρη με πλείστες υποενότητες. Το πρώτο μέρος αφορά την πολιτική διαδρομή του Γκράμσι στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας και το ρόλο του στη διαμόρφωση του κόμματος. Ο Γκράμσι, γεννημένος στη Σαρδηνία, μια περιοχή με πολλά οικονομικά προβλήματα, σπούδασε στο Τορίνο και ανέπτυξε από νωρίς στοχασμό για τα προβλήματα του ιταλικού Νότου και το ζήτημα της εξουσίας. Η πολιτική του σκέψη αναπτύχθηκε σε μεγάλο βαθμό μέσα από την εμπειρία του στις «εσωτερικές επιτροπές» των ιταλικών εργοστασίων, που, κατά τη γνώμη του, αποτελούσαν μια πολύ πρώιμη μορφή οργάνωσης, που θα μπορούσε σε μια μετεξέλιξή της να προσομοιάσει στα σοβιέτ.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο Γκράμσι και ο Τολιάτι πρωτοστάτησαν στην ομάδα “L’ordine nuovo” στο πλαίσιο του Σοσιαλιστικού Κόμματος, που μετέπειτα έγινε Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας με την προσχώρησή του στην Τρίτη Κομμουνιστική Διεθνή, η οποία, επίσης, υπήρξε ένα ζήτημα αμφισβήτησης στους κύκλους των Ιταλών κομμουνιστών. Ο Γκράμσι καταδίκαζε αφενός τις θέσεις του Τρότσκι, αλλά σε επιστολές του φαίνεται ότι διατηρούσε επιφυλάξεις για την άσκηση της εξουσίας στη Σοβιετική Ένωση. Η πολιτική του δράση διακόπτεται ακαριαία το 1926, με τη φυλάκισή του από το φασιστικό καθεστώς, αλλά στη φυλακή συντίθενται τα γνωστά «Τετράδια», στα οποία φαίνεται ο πολιτικός στοχασμός του Γκράμσι.
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου είναι αφιερωμένο στις θέσεις του Γκράμσι για την ηγεμονία και την κατάκτηση της εξουσίας. Θεμελιώδης δείχνει να είναι ο διαχωρισμός των ατόμων σε εξουσιαστές και υπεξούσιους, για τον οποίο ο Γκράμσι θεωρεί ότι θα πρέπει να εξαλειφθεί, για να φτάσει η πολιτική κοινωνία στο επίπεδο της τέλειας οργάνωσης. Ο ρόλος των ελίτ σε αυτή τη διαδικασία είναι, επίσης, αμφιλεγόμενος. Ο Γκράμσι δε διαφωνεί ότι η πνευματική ελίτ μπορεί να ωθήσει τις διαδικασίες, αλλά ο στόχος θα πρέπει να είναι η διάδραση με τις λαϊκές μάζες, με στόχο το συνολικό εξορθολογισμό της κοινωνίας, που μπορεί να οδηγήσει σε μια εν τοις πράγμασι δημοκρατική λειτουργία της πολιτικής κοινωνίας.
Το τρίτο μέρος του βιβλίου αφορά τις θέσεις του Γκράμσι για την εκπαίδευση. Ο Γκράμσι είχε από την αρχή εκφράσει τις απόψεις του για την αναγκαιότητα μιας παιδευτικής διαδικασίας, όσο κι αν άλλοι σύντροφοί του, όπως ο Μπορντίγκα, αντιμετώπιζαν κάπως υποτιμητικά αυτό το θέμα, λέγοντας ότι αυτό είναι αντικείμενο συνεδρίου εκπαιδευτικών και όχι σοσιαλιστών. Ο Γκράμσι ασχολήθηκε σε μεγάλο βαθμό με τα εκπαιδευτικά θέματα. Διέκρινε την απόκλιση μεταξύ της εκπαίδευσης και του πολιτισμικού περιβάλλοντος, ενώ απέρριπτε την εκ των άνω εκπαίδευση, θεωρώντας ότι αυτή πρέπει οπωσδήποτε να συνοδεύεται από μια αλληλεπίδραση με τον εκπαιδευόμενο. Η ιδέα της διανοητικής και ηθικής αναμόρφωσης, η οποία οδηγεί στη χειραφέτηση των υπεξούσιων τάξεων, είναι κεντρική στην παιδαγωγική θεωρία του Γκράμσι και συνοδεύεται από μια «ουδέτερη παιδεία», η οποία οφείλει να είναι αντικειμενική και σφαιρική, αλλά και να ισορροπεί ανάμεσα στη θεωρητική καλλιέργεια και την πρακτική κατάρτιση, σε ένα κλίμα εξορθολογισμού και διάδρασης.
Διαβάζοντας το νέο βιβλίο του Δημήτρη Δημητράκου, ιδιαίτερη εντύπωση μου έκανε το γεγονός ότι μια σειρά από ιδιαίτερες, ενδιαφέρουσες και απαιτητικές ιδέες παρουσιάζονται με γλαφυρό, λιτό και δομημένο τρόπο, ώστε να καθίστανται ευανάγνωστες και κατανοητές. Ο αναγνώστης μπορεί να καταλάβει τις βασικές θέσεις του Γκράμσι, τις διαφωνίες του με τους σύγχρονους στοχαστές, αλλά και την παιδαγωγική του θεωρία και παράλληλα, να απολαύσει ένα καλογραμμένο ανάγνωσμα και να προβληματιστεί για τη διαχρονικότητα αυτών των ιδεών.