Της Διαμάντως Γεωργακοπούλου,
Ο εθισμός αποτελεί ένα φαινόμενο-μάστιγα που πλήττει την ανθρώπινη κοινωνία εδώ και πολλά χρόνια. Θύματα του δεν είναι μόνο ενήλικοι, αλλά και ανήλικοι-έφηβοι. Η εφηβεία αποτελεί, αδιαμφισβήτητα, μια καθοριστική περίοδο για την ανάπτυξη του ατόμου και χαρακτηρίζεται για τις πολυάριθμες αλλαγές σε βιολογικό, γνωστικό, ψυχολογικό και κοινωνικό επίπεδο. Η περιέργεια και η επιθυμία για πειραματισμό, αντιπροσωπευτικά σημάδια της ηλικία, προκαλούν τους νέους να δοκιμάσουν νέα πράγματα, επικίνδυνα και μη, ανάμεσα στα οποία μπορεί να βρίσκονται οι ψυχοδραστικές ουσίες, το αλκοόλ και τα ναρκωτικά. Ορισμένοι θα δοκιμάσουν, θα πειραματιστούν και θα σταματήσουν. Άλλοι, όμως, θα συνεχίσουν τη χρήση και δεν είναι απίθανο να εθιστούν. Οι αιτίες που ωθούν τους νέους στην έναρξη της χρήσης μπορεί να είναι βιολογικές, ψυχολογικές και κοινωνικές. Οι κίνδυνοι που ανακύπτουν είναι μέγιστης σημασίας και για αυτό είναι αναγκαίο να δοθεί έμφαση στην πρόληψη και την απεξάρτηση.
Κατά την εφηβική ηλικία, πολυάριθμοι βιολογικοί μηχανισμοί μπορούν να οδηγήσουν στη χρήση ψυχοδραστικών ουσιών. Μία αξιοσημείωτη νευροβιολογική αλλαγή που πραγματοποιείται κατά την περίοδο αυτή, αφορά το ντοπαμινεργικό σύστημα. Η μείωση της ντοπαμίνης στο ραβδωτό σώμα, όπου λαμβάνει δράση, ενδέχεται να πυροδοτήσει ριψοκίνδυνες συμπεριφορές με σκοπό την αναπλήρωση της ντοπαμινεργικής έλλειψης, ωθώντας τον έφηβο στη δοκιμή ή ακόμη και σε συστηματική χρήση (Γ. Γιαννακόπουλος, 2020). Να σημειωθεί ότι ο εγκέφαλος δεν είναι πλήρως ανεπτυγμένος κατά την εφηβεία. Η ανάπτυξη του προμετωπιαίου φλοιού, του πιο αργά αναπτυσσόμενου σώματος του εγκεφαλικού φλοιού, ολοκληρώνεται μετά τα 20 χρόνια και είναι υπεύθυνο για τον ανασταλτικό έλεγχο των παρορμήσεων. Το φρένο στις συμπεριφορές υψηλού κινδύνου απουσιάζει από τον εφηβικό εγκέφαλο με αποτέλεσμα να είναι πολύ εύκολο ο έφηβος να ενδώσει (Δ. Παπάντος, Ε. Καφετζόπουλος, 2018). Συνεπώς, παρόλο που οι περισσότεροι άνθρωποι είναι πεπεισμένοι πως η δοκιμή ναρκωτικών αποτελεί ξεκάθαρα προϊόν ελεύθερης βούλησης του ατόμου, αν εξετάσει κανείς τις συγκεκριμένες αλλαγές που λαμβάνουν χώρα αυτή την περίοδο της ζωής κατανοεί ότι αυτό δεν είναι παρά ένας μύθος. Βέβαια, η χρήση ουσιών από εφήβους δεν οφείλεται μόνο σε βιολογικούς παράγοντες.
Έμφαση αξίζει να δοθεί και στις κοινωνικές-ψυχολογικές αιτίες που προδιαθέτουν τη χρήση κατά την εφηβεία. Σύμφωνα με την ESPAD Report 2015, στην Ελλάδα το 91% των εφήβων πιστεύει ότι το αλκοόλ είναι πολύ εύκολα προσβάσιμο, ενώ σε ηλικίες κάτω των 13 ετών ένα ποσοστό 62% έχει καταναλώσει αλκοόλ και το 5% έχει βρεθεί σε κατάσταση μέθης τουλάχιστον μία φορά. Αντίστοιχα τα ποσοστά για τον καπνό, την κάνναβη και άλλες παράνομες ουσίες είναι χαμηλότερα, αλλά εξίσου ανησυχητικά. Τα ποσοστά αυτά φανερώνουν την άμεση διαθεσιμότητα των ψυχοδραστικών ουσιών στην ελληνική κοινωνία. Οι έφηβοι είναι εύκολο να βρουν πρόσβαση σε ναρκωτικά και ακόμη πιο εύκολο σε αλκοόλ. Παράλληλα, η ύπαρξη ενός ακατάλληλου οικογενειακού περιβάλλοντος, που ασκεί πιέσεις στους νέους και αποτελείται από λανθασμένα πρότυπα, σε συνδυασμό με την πίεση των συνομηλίκων και την ανάγκη των παιδιών να ταιριάξουν με τον κοινωνικό τους περίγυρο είναι πολύ εύκολο να ωθήσουν τους νέους στη δοκιμή. Μπορούν, όμως, να σταματήσουν εκεί;
Οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν από την έναρξη χρήσης ουσιών στην εφηβεία είναι αναρίθμητοι. Αναφορά γίνεται στους άμεσους κινδύνους, στους οποίους συμπεριλαμβάνεται η κλινική εικόνα της τοξίκωσης κάθε ψυχοδραστικής ουσίας και πιο συγκεκριμένα τα ειδικά συμπτώματα που προκαλεί στον εφηβικό οργανισμό το κάθε ναρκωτικό, τα οποία μπορεί να οδηγήσουν σε απρόβλεπτες εκβάσεις, αν υπολογιστούν οι ατομικές ιδιαιτερότητες και με μία λανθασμένη δόση –όπως η υπερβολική δοσολογία– να έχουν ως αποτέλεσμα ακόμη και το θάνατο. Συγχρόνως, ένα άτομο υπό την επήρεια ουσιών παρουσιάζει αδυναμία αυτοελέγχου και συνεπώς μπορεί να έρθει αντιμέτωπο με επικίνδυνες καταστάσεις στις οποίες δε θα συμμετείχε, αν ήταν νηφάλιο. Επίσης, ανακύπτουν και έμμεσα προβλήματα μακροπρόθεσμα. Αξιοσημείωτη κρίνεται η αναφορά σε ορισμένες έρευνες που συνδέουν τη χρήση κάνναβης στην εφηβεία με την εκδήλωση σχιζοφρένειας. Πιο συγκεκριμένα, η χρήση της κάνναβης στην εφηβεία αυξάνει τον κίνδυνο για σχιζοφρένεια σε άτομα με COMT (ένζυμο που αποικοδομεί τις κατεχολαμίνες, νοραδρεναλίνη & ντοπαμίνη) Val/Val πολυμορφισμό (Caspi et al. 2005, Biol. Psychiatry). Ωστόσο, οι αναφορές αυτές χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης για να θεωρηθούν έγκυρες.
Η αρχική δοκιμή δεν είναι απίθανο να οδηγήσει σε συστηματική χρήση με αποτέλεσμα το άτομο να εθιστεί στα ναρκωτικά. Πολλές έρευνες αναφέρουν την κάνναβη ως ναρκωτικό-«πύλη εισόδου». Η χρήση της κάνναβης προηγείται άλλων ναρκωτικών και σχετίζεται με την εξάρτηση σε άλλες ουσίες. Ωστόσο, αυτός ο ισχυρισμός είναι υπερβολικός. Αδιαμφισβήτητα, στις μέρες μας σχεδόν κάθε εθισμένο στα ναρκωτικά άτομο ξεκίνησε από τσιγάρα ή κάνναβη, αλλά αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα πως η δοκιμή θα οδηγήσει σε συστηματική χρήση. Μάλιστα, τα ερευνητικά δεδομένα φανερώνουν πως οι περισσότεροι χρήστες δεν ξεκινούν τη χρήση πιο «σκληρών» ναρκωτικών.
Όπως προαναφέρθηκε μία απλή δοκιμή δεν είναι απαραίτητο ότι θα οδηγήσει σε εθισμό ή ότι θα φέρει το άτομο αντιμέτωπο με όλους τους κινδύνους που συνοδεύουν τη χρήση των ναρκωτικών. Πώς, όμως, μπορεί να είναι κανείς βέβαιος ότι αν δοκιμάσει, μετά θα είναι σε θέση να ελέγξει τον εαυτό του; Οι νέοι δε διαθέτουν την απαιτούμενη αυτοσυγκράτηση και είναι εύκολο να παρασυρθούν σε συμπεριφορές που κρίνονται επικίνδυνες εξαιτίας λανθασμένης αξιολόγησής. Αξίζει να ενδώσουν και να ρισκάρουν;
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Γ. Α. Κολαΐτης & Συν. (2020), Σύγχρονη Ψυχιατρική Παιδιού & εφήβου, Ψυχική Υγεία και Ψυχοπαθολογία, εκδ.ΒΗΤΑ, medical arts.
- Δ. Παπάντος, Ε. Καφετζόπουλος, Αρχεία Ελληνικής Ιατρικής, Οργανισμός Κατά των Ναρκωτικών (ΟΚΑΝΑ), Αθήνα, Tο βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο της εξάρτησης. Διαθέσιμο εδώ