Της Μαντώς Μανώλη,
Το 1957, στη Σουηδία προβλήθηκε για πρώτη φορά η ταινία του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν «Η Έβδομη Σφραγίδα», βασισμένη στο θεατρικό του ίδιου «Ζωγραφιά στο ξύλο». O μύθος εκτυλίσσεται γύρω από μία παρτίδα σκάκι ανάμεσα σε έναν ιππότη και τον Θάνατο. Δίχως έκπληξη, μπορούμε να φανταστούμε ποιος κέρδισε στο τέλος. Συγκλονιστική είναι όμως η τελευταία σκηνή της ταινίας, ο χορός του Θανάτου, που λυπηρά και ταιριαστά τοποθετήθηκε δίπλα στην πρόσφατη φωτογραφία πυροσβεστών του Θανάση Σταυράκη. Με χορό μοιάζει πράγματι ο τρόπος με τον οποίο μαίνονται οι φλόγες, οι οποίες ενσαρκώνουν το ρόλο του Θανάτου.
Βέβαια, όσοι έχουμε την τύχη να παραθερίζουμε σε κάποιο νησάκι, δε χρειάζεται να σκεφτόμαστε αυτές τις φωτογραφίες ή να χαλάμε τη ζαχαρένια μας με τα τοπία που καίγονται και τους ανθρώπους που τα κλαίνε. Το Σαββατοκύριακο ή το δεκαπενθήμερο θα το σπαταλήσουμε απενεργοποιώντας τις αισθήσεις μας, «γεμίζοντας μπαταρίες» τα μηχανήματα. Γιατί η εξαντλητική καθημερινότητα όσων δουλεύουν και η σπανιότητα του ελεύθερου χρόνου τους δε σημαίνουν τη δημιουργική αξιοποίησή του, όταν και αν τύχει να τον συναντήσουν. Δε θα καταπιαστούν με τη γλυπτική, ούτε θα επισκεφτούν όλα τα αξιοθέατα του τόπου τους. Και σίγουρα δε θα επιλέξουν να κουράσουν το μυαλό τους με τις ανησυχίες άλλων, τόσο μακρινών προβλημάτων.
Όμως, όσο στην περίμετρο του φουσκωτού μας ντόνατ κάνουμε πως δε μας αγγίζει τίποτα, φύση, ζωές και περιουσίες αφήνονται στις διαθέσεις ενός ανθρώπου με 36 ακίνητα, που, όπως νομίζει, «ξαναχτίζονται», χρησιμοποιώντας βολικά παθητική φωνή και καθησυχάζοντας τους άπληστους υλιστές.
Απονεύρωση, λοιπόν, η διαχείριση του χρόνου μας το καλοκαίρι, κάθε άλλο από δημιουργική, σαν καλοκαιρινή νάρκη, αν υποθέσουμε ότι δεν πέφτουμε και σε χειμερία. Μία νάρκη που λειτουργεί σαν μηχανισμός αυτοπροστασίας, αφού οτιδήποτε εκτός οπτικού πεδίου δεν είναι αληθινό και όσο δε βλάπτει εμάς, δεν έχει σημασία. Ψευδαίσθηση αποξένωσης από τα κοινωνικά δρώμενα και μάλιστα, χρησιμοποιούμε τον όρο ψευδαίσθηση, γιατί ξέρουμε πως πραγματική αποκοινωνικοποίηση δεν υφίσταται. Η πόλις θα σε ακολουθεί, και οι φωτιές της, κυριολεκτικές ή μη.
Μπορούμε πράγματι –και δικαιούμαστε άλλωστε– μετά από έναν εξαντλητικό χειμώνα να ξεχάσουμε τις έγνοιες μας και όλα τα δεινά που μας ταλαιπωρούν. Όμως, όταν ο κρατικός μηχανισμός δείχνει τέτοια ανικανότητα, κατασκευάζει μποφόρ εκεί που δεν υπάρχουν, εξοπλίζει με ΜΑΤ τις περιοχές που καίγονται και… και… και… το τελευταίο που μπορούμε να κάνουμε για τους πληγέντες είναι να μην προσποιούμαστε πως δεν υπάρχουν.
Ανάμεσα στα μπάνια μας, ας πληροφορηθούμε για το τι συμβαίνει αυτό το καλοκαίρι, για το τι είναι τόσο σημαντικό που για λίγο εξαφάνισε τον κορονοϊό από τα δελτία ειδήσεων, λες και ο τελευταίος χρόνος δεν υπήρξε. Κυρίως, όμως, ας αναρωτηθούμε για το λόγο που συμβαίνουν. Γιατί αγνοήθηκαν οι προειδοποιήσεις των δασολόγων από τον χειμώνα κιόλας, γιατί μία χώρα που ταλαιπωρείται κάθε καλοκαίρι από πυρκαγιές βρέθηκε τόσο απροετοίμαστη. Γιατί, ακόμα κι αν δεν προσφέρουμε τη βοήθειά μας με τρόπο χειροπιαστό, σίγουρα οφείλουμε -έστω κι από την ξαπλώστρα μας- να μην βυθιστούμε σε καλοκαιρινή νάρκη, να αναγνωρίσουμε τα πλέον εξόφθαλμα ψέματα της πολιτικής ηγεσίας και τα κροκοδείλια δάκρυά της.