Της Μαρίας Καράμπελα,
Η στρατηγική συμπεριφορά αναφέρεται στο σχέδιο δράσης ή στη συμπεριφορά ενός ολιγοπωλητή, αφού ληφθούν υπόψιν όλες οι πιθανές αντιδράσεις των ανταγωνιστών του, καθώς ανταγωνίζονται για κέρδη ή άλλα πλεονεκτήματα. Δεδομένου ότι υπάρχουν ελάχιστες μόνο επιχειρήσεις στον κλάδο, οι ενέργειες καθεμιάς επηρεάζουν τις άλλες και η αντίδραση των άλλων πρέπει να λαμβάνεται υπόψιν από την πρώτη κατά τη χάραξη της καλύτερης πορείας δράσης. Συνεπώς, κάθε ολιγοπωλητής αλλάζει την τιμή του προϊόντος, την ποσότητα του προϊόντος που πουλάει, τον όγκο της διαφήμισης και ούτω καθεξής, έτσι ώστε να μεγιστοποιήσει τα κέρδη του, αφού λάβει υπόψη όλες τις πιθανές αντιδράσεις των ανταγωνιστών του προς καθεμία από τις πορείες δράσης του. Μερικοί έχουν εξομοιώσει τη συμπεριφορά των ολιγοπωλητών με εκείνη των παικτών σε ένα παίγνιο και με τις στρατηγικές ενέργειες των αντιμαχόμενων παρατάξεων. Η μελέτη αυτής της συμπεριφοράς είναι το αντικείμενο της «θεωρίας των παιγνίων».
Τη «θεωρία παιγνίων» εισήγαγαν πρώτοι ο μαθηματικός John von Neumann και ο οικονομολόγος Oskar Morgenstern, το 1944, και σύντομα θεωρήθηκε τομή στη μελέτη του ολιγοπωλίου. Γενικά, η θεωρία παιγνίων ασχολείται με την επιλογή της άριστης ή βέλτιστης στρατηγικής σε αντικρουόμενες καταστάσεις. Για παράδειγμα, η θεωρία παιγνίων μπορεί να βοηθήσει μία επιχείρηση να καθορίσει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες η μείωση της τιμής της δε θα πυροδοτήσει έναν καταστροφικό πόλεμο τιμών, ανεξαρτήτως αν η επιχείρηση πρέπει να κατασκευάσει πλεονάζουσα δυναμικότητα για να αποθαρρύνει την είσοδο στον κλάδο, παρόλο που αυτό μειώνει τα βραχυχρόνια κέρδη της επιχείρησης, και γιατί η εξαπάτηση στο πλαίσιο ενός καρτέλ, συνήθως οδηγεί στην κατάρρευσή του. Με λίγα λόγια, η θεωρία παιγνίων δείχνει πως μία ολιγοπωλιακή επιχείρηση παίρνει στρατηγικές αποφάσεις για να αποκτήσει ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι ενός ανταγωνιστή ή πώς μπορεί να ελαχιστοποιήσει την πιθανή βλάβη από μία στρατηγική κίνηση ενός ανταγωνιστή.
Κάθε υπόδειγμα θεωρίας παιγνίων περιλαμβάνει παίκτες, στρατηγικές και αποδόσεις. Οι παίκτες είναι αυτοί που λαμβάνουν τις αποφάσεις (στην προκειμένη περίπτωση, οι διευθυντές των ολιγοπωλιακών επιχειρήσεων), των οποίων τη συμπεριφορά επιχειρούμε να εξηγήσουμε και να προβλέψουμε. Οι στρατηγικές είναι οι επιλογές για τη μεταβολή της τιμής, την ανάπτυξη νέων προϊόντων, την ανάληψη μιας νέας διαφημιστικής εκστρατείας, την απόκτηση νέας δυναμικότητας, και κάθε άλλη παρόμοια ενέργεια που επηρεάζει τις πωλήσεις και την αποδοτικότητα της επιχείρησης και των ανταγωνιστών της. Η απόδοση είναι το αποτέλεσμα ή η συνέπεια κάθε στρατηγικής. Για κάθε στρατηγική που υιοθετεί μία επιχείρηση, συνήθως μία ανταγωνιστική επιχείρηση έχει στη διάθεσή της μερικές στρατηγικές (αντιδράσεις). Η απόδοση είναι η έκβαση ή η συνέπεια κάθε συνδυασμού των στρατηγικών από τις δύο επιχειρήσεις. Η απόδοση συνήθως εκφράζεται με βάση τα κέρδη ή τις ζημίες της επιχείρησης που εξετάζουμε ως αποτέλεσμα των στρατηγικών της επιχείρησης και των αντιδράσεων των ανταγωνιστών. Ο πίνακας που παρουσιάζει τις αποδόσεις από όλες τις στρατηγικές που έχει στη διάθεσή της η επιχείρηση και τις αντιδράσεις των ανταγωνιστών ονομάζεται μήτρα απόδοσης (payoff matrix).
Πρέπει να γίνει μία διάκριση ανάμεσα στα παίγνια μηδενικού αθροίσματος και τα παίγνια μη μηδενικού αθροίσματος. Το παίγνιο μηδενικού αθροίσματος, είναι ένα παίγνιο στο οποίο το όφελος ενός παίκτη προκύπτει σε βάρος του άλλου παίκτη και είναι ίσο με τη ζημία που υφίσταται. Μία τέτοια περίπτωση προκύπτει αν η επιχείρηση Α αυξήσει το μερίδιο της αγοράς που διαθέτει σε βάρος της επιχείρησης Β, αυξάνοντας τις διαφημιστικές δαπάνες της (αν η επιχείρηση Β δε μεταβάλλει τις δαπάνες της). Από τη μία πλευρά, αν η επιχείρηση Β αύξανε τις διαφημιστικές δαπάνες της, η επιχείρηση Α μπορεί να μην καρπωνόταν κανένα απολύτως μερίδιο της αγοράς. Από την άλλη πλευρά, αν η επιχείρηση Α αύξανε τη τιμή της και δε τη μιμούνταν η επιχείρηση Β, η επιχείρηση Α θα μπορούσε να χάσει μερίδιο της αγοράς και να το κερδίσει η επιχείρηση Β. Τα παίγνια αυτής της μορφής, όπου τα οφέλη ενός παίκτη είναι ίσα με τις απώλειες του άλλου (έτσι ώστε το συνολικό όφελος συν η συνολική ζημία να έχουν άθροισμα μηδέν), ονομάζονται παίγνια μηδενικού αθροίσματος. Όμως, αν τα οφέλη ή οι ζημίες μιας επιχείρησης δεν προκύπτουν σε βάρος ή δεν παρέχουν ισόποσο όφελος της άλλης επιχείρησης, τότε έχουμε ένα παίγνιο μη μηδενικού αθροίσματος. Ένα τέτοιο παράδειγμα θα μπορούσε να ανακύψει αν η αύξηση των διαφημιστικών δαπανών οδηγεί σε υψηλότερα κέρδη και για τις δύο επιχειρήσεις, και τότε χρησιμοποιούμε τα κέρδη μάλλον παρά το μερίδιο αγοράς ως απόδοση. Σε αυτήν την περίπτωση, θα υπάρχει ένα παίγνιο θετικού αθροίσματος. Όμως, αν η αύξηση των διαφημιστικών δαπανών αυξάνει το κόστος περισσότερο από ό,τι αυξάνει τα έσοδα και παράλληλα μειώνονται τα κέρδη και των δύο επιχειρήσεων, τότε έχουμε την περίπτωση του παιγνίου αρνητικού αθροίσματος.